Τα τελευταία χρόνια, τα φυτικά έλαια που χρησιμοποιούνται ευρέως στη βιομηχανία των fast food, όπως το ηλιέλαιο, το σογιέλαιο και το έλαιο κανόλα, έχουν βρεθεί στο επίκεντρο μιας μεγάλης διαμάχης. Πολλοί χρήστες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και διατροφικοί «γκουρού» τα παρουσιάζουν ως τον αόρατο εχθρό της υγείας, υποστηρίζοντας ότι ευθύνονται για φλεγμονές, αύξηση βάρους και χρόνια κόπωση.
Ωστόσο, σύμφωνα με ανάλυση της New York Post, η επιστημονική κοινότητα δεν συμμερίζεται αυτή την άποψη. Όπως επισημαίνουν ερευνητές, τα φυτικά έλαια περιέχουν πολυακόρεστα λιπαρά, τα οποία όταν καταναλώνονται με μέτρο, μπορούν να συμβάλουν στη μείωση της «κακής» χοληστερόλης και στη βελτίωση της καρδιακής υγείας. Το πρόβλημα, σημειώνουν, δεν βρίσκεται στα έλαια καθαυτά, αλλά στον τρόπο χρήσης τους και στις συνθήκες με τις οποίες μαγειρεύονται στα εστιατόρια γρήγορου φαγητού.
Πολλές αλυσίδες fast food χρησιμοποιούν επανειλημμένα το ίδιο λάδι για τηγάνισμα, γεγονός που προκαλεί οξείδωση και δημιουργεί επιβλαβείς ενώσεις. Παράλληλα, τα φαγητά αυτά είναι συχνά γεμάτα αλάτι, τρανς λιπαρά και ζάχαρη, στοιχεία που επιβαρύνουν τον οργανισμό πολύ περισσότερο από τα ίδια τα φυτικά έλαια. Έτσι, σύμφωνα με τους ειδικούς, η στοχοποίηση ενός μόνο συστατικού είναι παραπλανητική και αποπροσανατολίζει από το συνολικό πρόβλημα της υπερβολικά επεξεργασμένης διατροφής.
Στην πραγματικότητα, τονίζει ο γιατρός Ζακ Τέρνερ που συμμετείχε στη μελέτη, τα φυτικά έλαια δεν είναι «δηλητήριο», αλλά μέρος μιας ευρύτερης διατροφικής ισορροπίας. Το κλειδί βρίσκεται στην ποιότητα, την ποσότητα και τη συχνότητα κατανάλωσης.
Η γενικευμένη δαιμονοποίηση των φυτικών ελαίων μπορεί να δημιουργήσει μεγαλύτερη σύγχυση απ’ ό,τι λύση, αφού η επιστήμη δείχνει ότι η επίδρασή τους στην υγεία εξαρτάται από πολλούς παράγοντες — και όχι από έναν μόνο μύθο του διαδικτύου.