Ο Τσέζαρε Μπατίστι, πρώην μέλος της ένοπλης οργάνωσης της άκρας αριστεράς PAC που καταδικάσθηκε σε ισόβια στην Ιταλία για τέσσερις φόνους που είχαν διαπραχθεί στα χρόνια του 1970, ανακοίνωσε με ανοικτή επιστολή του, που δημοσιοποιήθηκε σήμερα, πως ξεκινά απεργία πείνας για να διαμαρτυρηθεί για τις συνθήκες εγκλεισμού του.

«Αφού εξάντλησα όλα τα άλλα μέσα για να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματά μου, είμαι υποχρεωμένος να καταφύγω σε πλήρη απεργία πείνας και να αρνηθώ τις ιατρικές φροντίδες», γράφει στην επιστολή που εστάλη στον δικηγόρο του, τον Νταβίντε Στεκανέλα, και αναπαρήχθη σήμερα από τα μέσα ενημέρωσης. Ο δικηγόρος, με τον οποίο ήρθε σε επαφή το Γαλλικό Πρακτορείο, δεν ήταν άμεσα διαθέσιμος για να σχολιάσει.

Ο Τσέζαρε Μπατίστι, 65 ετών, βρίσκεται σε απομόνωση από τα μέσα Ιανουαρίου 2019 στη φυλακή υψίστης ασφαλείας του Οριστάνο, στη Σαρδηνία. Είναι έτσι αποκομμένος από κάθε επαφή και κάθε δραστηριότητα.

Στην επιστολή του διαμαρτύρεται κατά της διεύθυνσης της φυλακής, η οποία δεν απαντά, σύμφωνα με τον ίδιο, στα γραπτά και προφορικά αιτήματά του για «την αποκατάσταση της νομιμότητας».

«Η απαίτηση για ισότιμη μεταχείριση με κάθε άλλον κρατούμενο αποτελεί μια διαρκή και εξαντλητική μάχη», σχολιάζει ο κρατούμενος και διαμαρτύρεται για την «καταναγκαστική και αδικαιολόγητη απομόνωσή» του, για «ανεπαρκή ιατρική φροντίδα» και για «αυθαίρετη παρακράτηση λογοτεχνικών κειμένων».

Ο Μπατίστι ζητάει να μεταφερθεί σε μια φυλακή όπου θα μπορεί ευκολότερα να βλέπει τους οικείους του, καθώς και να αναθεωρηθεί το καθεστώς αυστηρής κράτησής του –η φυλάκιση των τρομοκρατών σε φυλακές υψίστης ασφαλείας– εκτιμώντας πως «οι συνθήκες επικινδυνότητας που το δικαιολογούσαν δεν υφίστανται πλέον».

Το πρώην μαχητικό στέλεχος της άκρας αριστεράς, που είχε καταφύγει στη Γαλλία επί 15 χρόνια και μετά στη Βραζιλία, συνελήφθη τον Ιανουάριο 2019 στη Βολιβία, έπειτα από 40 χρόνια διαφυγής, και εκδόθηκε στην Ιταλία.

Μερικές εβδομάδες μετά τη φυλάκισή του, είχε παραδεχθεί για πρώτη φορά ενώπιον δικαστή την ευθύνη του στους φόνους, καθώς και το λάθος του ένοπλου αγώνα.