Η τριμελής Ερευνητική Επιτροπή έδωσε σήμερα επίσημα στη δημοσιότητα το πόρισμά της για την κατάσταση στην οποία περιήλθε η κυπριακή οικονομία.

Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, η Επιτροπή θεωρεί τον τέως Πρόεδρο της Δημοκρατίας Δημήτρη Χριστόφια «πρώτο και κύριο υπαίτιο για την κατάσταση, στην οποία περιήλθε η οικονομία της χώρας στα πρόθυρα χρεοκοπίας». Για τον τέως Πρόεδρο, μεταξύ άλλων, αναφέρεται στο πόρισμα: «Αυτός καθόριζε την οικονομική πολιτική του κράτους, αδιαφορώντας για τις συνέπειες της πολιτικής του στα δημοσιονομικά της χώρας και σε κάθε πτυχή της οικονομίας. Επέμενε στην επιβολή των θέσεών του, αγνοώντας συμβουλές και παροτρύνσεις από ειδήμονες σε θέματα της οικονομίας ως προς τις συνέπειες των αποφάσεών του. Δεν είχε μέτρο».

Επίσης, επικρίνεται για «ασύγγνωστη καθυστέρηση στην υποβολή αιτήματος για στήριξη και συνομολόγηση συμφωνίας, που συνέτειναν σε μεγάλο βαθμό στη διόγκωση του δημοσίου χρέους, στη χειροτέρευση των δημοσιονομικών, χρηματοπιστωτικών και άλλων συναφών προς την οικονομία, προβλημάτων».

Το πόρισμα αποδίδει πολιτική ευθύνη και στον νυν Πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη και την κυβέρνησή του για ελλιπή προετοιμασία για τις διαπραγματεύσεις στο Eurogroup, καθώς και για υποτίμηση ενδεχομένων, ενώ κατά λογική συνέπεια έπρεπε να προβλεφθούν. Ωστόσο, η ερευνητική επιτροπή αναφέρει ότι «δεν απορρίπτει τη θέση του κ. Αναστασιάδη ότι πριν από τη σύναψη της συμφωνίας βρέθηκε προ αδυσώπητου διλήμματος να δεχθεί ή να μην δεχθεί τη σύναψη της εκβιαστικά τεθείσας συμφωνίας. Πήρε το βάρος να δεχθεί, κρίνοντας ότι η άρνηση θα είχε δυσμενέστερες συνέπειες για τον τόπο».

Αναφέρεται επίσης ότι «σφάλμα υπήρξε η μη συμμετοχή εκπροσώπων των τραπεζών στις διαπραγματεύσεις. Οι διαπραγματεύσεις, βέβαια, περιεπλάκησαν λόγω της έκθεσης Pimco η οποία, σύμφωνα με προβληθέντες ισχυρισμούς, υπερέβαλε τις ανάγκες των τραπεζών, υιοθετώντας υπερβαλλόντως ακραία σενάρια».

Πολιτική ευθύνη αποδίδεται επίσης στα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου της κυβέρνησης Χριστόφια, που είχαν την ευχέρεια να απορρίψουν προτάσεις και νομοσχέδια σχετικά με την οικονομία, «πράγμα που δεν έπραξαν».

Επιπλέον, πολιτική ευθύνη αποδίδεται κατά δεύτερο λόγο στο ΔΗΚΟ, το οποίο μετείχε στην κυβέρνηση για περίπου 3,5 χρόνια, αλλά και στην ΕΔΕΚ, η οποία μετείχε στην κυβέρνηση για περίπου δύο χρόνια.

Την ανάγνωση του πορίσματος έκανε ο πρόεδρος της Επιτροπής, πρώην πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου και πρώην μέλος του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, Γεώργιος Πικής, τον οποίο πλαισίωναν άλλα δύο μέλη, ο Ανδρέας Κραμβής, πρώην μέλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και η Ηλιάνα Νικολάου, τέως επίτροπος Διοικήσεως. Πριν από την ανάγνωση του πορίσματος ο κ. Πικής απάντησε αρνητικά στο ερώτημα αν θα δεχθεί στο τέλος ερωτήσεις από τους δημοσιογράφους.

Το πόρισμα, που αποτελείται από 178 σελίδες, παραδόθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου στον γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου και στις 30 Σεπτεμβρίου στον Πρόεδρο Ν. Αναστασιάδη. Στις 2 Οκτωβρίου το πόρισμα τέθηκε υπόψη του Υπουργικού Συμβουλίου και την επομένη διέρρευσε στον Τύπο. Ο κ. Πικής ανέφερε σήμερα ότι «το πόρισμα δεν θα έπρεπε να διαρρεύσει».

Η κ. Νικολάου υπέβαλε στο τέλος του πορίσματος σύντομο συμπληρωματικό δικό της, στο οποίο επισημαίνει ότι οι τράπεζες και τα δημοσιονομικά βρίσκονται σε στενή σχέση αλληλεξάρτησης. Σύμφωνα με την κ. Νικολάου, αυτό «αποτελεί κομβικό σημείο στο θέμα της διάγνωσης και διαπίστωσης των αιτίων για την κατάσταση, στην οποία βρισκόμαστε σήμερα». Η κ. Νικολάου εξήγησε ότι προσπαθεί να φωτίσει κάποιες πτυχές που αφορούν τον τραπεζικό τομέα, οι οποίες ενδεχομένως να μη φωτίζονται στο γενικότερο πόρισμα, το οποίο στηρίζεται κυρίως σε μαρτυρίες.

Η κ. Νικολάου ανέφερε ότι το συμπληρωματικό πόρισμα που κατέθεσε, τεκμηριώνεται και από την επιστημονική ανάλυση. Ωστόσο, διευκρίνισε ότι το σύντομο πόρισμά της δεν συγκρούεται με το πόρισμα της Επιτροπής, το οποίο και έχει προσυπογράψει.

Ο γενικός γραμματέας του ΑΚΕΛ, Άντρος Κυπριανού, μιλώντας στο ΡΙΚ, τόνισε ότι από τη στιγμή κατά την οποία η ίδια η Επιτροπή είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν μπορεί να ασχοληθεί με ποινικές και αστικές ευθύνες, αλλά μόνο με πολιτικές, έπρεπε να είχε καταργηθεί. Πολιτικές ευθύνες, είπε ο κ. Κυπριανού, αποδίδονται μόνο μέσα από εκλογικές αναμετρήσεις.

Παρέπεμψε μάλιστα σε δηλώσεις του υπουργού Δικαιοσύνης και πολλών νομικών ότι η Επιτροπή, μετά τον αυτο-περιορισμό της, δεν είχε λόγο ύπαρξης, αλλά και σε δηλώσεις του Γεώργιου Πική, όταν ήταν πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι «καμία πράξη δεν μπορεί να θεωρείται νόμιμη, εάν προκύπτει από παράνομη σύσταση του όποιου οργάνου».

Ο κ. Κυπριανού χαρακτήρισε το πόρισμα «παράνομο» και δήλωσε ότι «στόχος ήταν να φορτωθούν περισσότερες ευθύνες στο Δημήτρη Χριστόφια και το ΑΚΕΛ». Σε άλλες δηλώσεις ο κ. Κυπριανού ανέφερε ότι διαθέτει στοιχεία «που καταδεικνύουν σκευωρία», προσθέτοντας πως, εάν χρειαστεί, θα τα δώσει στη Δικαιοσύνη.

Άδικο για το ΔΗΚΟ θεωρεί το πόρισμα ο πρόεδρός του Μάριος Καρογιάν, διότι, όπως είπε, το κόμμα του δεν κλήθηκε να καταθέσει και να δώσει στοιχεία. Ο κ. Καρογιάν είπε πως κατά την άποψή του το κεφάλαιο των ευθυνών τού τραπεζικού συστήματος δεν έτυχε της δέουσας προσοχής από την Επιτροπή.

Το Κίνημα Οικολόγων ζητά τον άμεσο διορισμό ποινικών ανακριτών όσον αφορά την ποινική διερεύνηση των πορισμάτων της Ερευνητικής Επιτροπής για την οικονομία. Ο γενικός γραμματέας του Κινήματος, βουλευτής Γιώργος Περδίκης, δήλωσε ότι «το πόρισμα πρέπει να γίνει σεβαστό, παρ’ όλο που δεν είναι πλήρες ή ολοκληρωμένο». Όσοι, προσέθεσε, το απορρίπτουν «έχουν λερωμένη τη φωλιά τους».

Εξάλλου, ο πρώην γενικός εισαγγελέας, Αλέκος Μαρκίδης, υποστήριξε ότι η Ερευνητική Επιτροπή δεν ικανοποίησε τους όρους εντολής της. «Η Επιτροπή δεν διερεύνησε βασικές πτυχές για το πώς περιήλθε σε αυτή την κατάσταση η οικονομία. Υπήρχε πχ σαφής εντολή να διερευνηθεί το θέμα διορισμού της Pimco για την οποία η ερευνητική δεν έκανε τίποτα», ανέφερε.

Επίσης, υπέδειξε ότι δεν διερευνήθηκαν οι βαρύτατες ευθύνες της Βουλής, οι λεπτομέρειες στην υπόθεση της Τράπεζας Κύπρου, της Uniastrum και του Α. Bγενόπουλου, καθώς και ότι δεν ερευνήθηκε το θέμα της Λαϊκής. «Το μόνο που έκαναν ήταν να ρίξουν ευθύνες σε όλον τον πολιτικό κόσμο χωρίς να προσφέρουν καμία διαφώτιση ως προς τις αιτίες της καταστροφής», κατέληξε ο κ. Μαρκίδης.