Η Τσέλσι Μάνινγκ, η πρώην αναλύτρια του αμερικανικού στρατού, επανέλαβε ότι δεν είναι διατεθειμένη να απαντήσει στις ερωτήσεις της δικαιοσύνης σχετικά με τον ιδρυτή του WikiLeaks Τζούλιαν Ασάνζ, ακόμη και αν αυτή η άρνησή της έχει ως αποτέλεσμα να βρεθεί και πάλι στη φυλακή.

Η Μάνινγκ έχει ήδη εκτίσει επτά χρόνια στη φυλακή επειδή παρέδωσε περισσότερα από 750.000 διπλωματικά και στρατιωτικά έγγραφα στο WikiLeaks το 2010. Στις 8 Μαρτίου οδηγήθηκε στη φυλακή με την κατηγορία της «προσβολής δικαιοσύνης» επειδή αρνήθηκε να καταθέσει σε Συμβούλιο Ενόρκων που ερευνούσε την υπόθεση του Ασάνζ. Την περασμένη Πέμπτη αφέθηκε ελεύθερη για τεχνικούς λόγους: η θητεία του Συμβουλίου Ενόρκων ολοκληρώθηκε. Όμως συστάθηκε ένα νέο για να συνεχίσει την έρευνα και την κάλεσε να καταθέσει και πάλι στις 15 Μαΐου.

«Έχουν ήδη γνωστοποιήσει ότι θέλουν να μου θέσουν τις ίδιες ερωτήσεις (…) θα αρνηθώ να απαντήσω», είπε σήμερα μιλώντας στο τηλεοπτικό δίκτυο CNN. «Δεν έχω τίποτα καινούριο να πω» και «δεν μου αρέσει η μυστικότητα που περιβάλλει τα Συμβούλια Ενόρκων», πρόσθεσε.

Η Τσέλσι Μάνινγκ υποστηρίζει ότι η δίωξη σε βάρος του Τζούλιαν Ασάνζ στις ΗΠΑ εντάσσεται στην εκστρατεία που, όπως λέει, έχει εξαπολύσει η κυβέρνηση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ εναντίον των δημοσιογράφων. Ο 47χρονος Αυστραλός συνελήφθη στις 11 Απριλίου στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο, όπου ζούσε τα τελευταία επτά χρόνια. Οι ΗΠΑ έχουν ζητήσει την έκδοσή του και αποκάλυψαν ότι από πέρσι του έχει ασκήσει δίωξη το ίδιο Συμβούλιο Ενόρκων στο οποίο αρνήθηκε να καταθέσει η Μάνινγκ.

«Αυτή η κυβέρνηση θέλει καταφανώς να τα βάλει με τους δημοσιογράφους. Αν δικαιωθεί (…) πιστεύω ότι θα δούμε πολλές διώξεις σε δημοσιογράφους που ασχολούνται με ζητήματα εθνικής ασφάλειας ή που θεωρούνται ενοχλητικοί», είπε στο CNN.