Χωρίς την πλειονότητα των μέσων μεταφοράς και με κλειστά τα σχολεία, τα νοσοκομεία, τις δημόσιες υπηρεσίες, ακόμα και τα εμπορικά καταστήματα και τα αεροδρόμια εξελίσσεται η γενική απεργία που κήρυξαν για σήμερα τα τρία συνδικάτα του Βελγίου (FGTB, CGSLB και CSC) με αίτημα την αύξηση των μισθών.

Η απεργία ήρθε ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της αποτυχίας επίτευξης συμφωνίας για την αύξηση των μισθών την τρέχουσα χρονιά. Η πρόταση των εργοδοτών για 0,8% κρίθηκε «απαράδεκτη» από τα συνδικάτα.

Σήμερα το πρωί ο πρωθυπουργός της χώρας Σαρλ Μισέλ κάλεσε όλες τις πλευρές να επαναλάβουν τις διαπραγματεύσεις. «Δεν υπάρχει άλλη λύση. Τα συνδικάτα και οι εργοδότες πρέπει να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η απεργία δε λύνει τίποτα», είπε εκφράζοντας ευχαριστίες προς όλους όσοι σήμερα εργάζονται.

Στο μεταξύ, εξαιτίας της απεργίας ο εναέριος χώρος του Βελγίου θα παραμείνει κλειστός με αποτέλεσμα να μην πραγματοποιηθεί καμία πτήση από και προς το Βέλγιο. Αυτό αναμένεται να επηρεάσει και τη σημερινή σύνοδο των υπουργών ‘Αμυνας του ΝΑΤΟ.

Σε ό,τι αφορά τα τρένα, η Βελγική Εθνική Εταιρεία Σιδηροδρόμων (SNCB) ανακοίνωσε πως περίπου το ήμισυ των δρομολογίων αναμένεται να πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της λεγόμενης «ελάχιστης υπηρεσίας», ενός μέτρου προκειμένου να μην «παγώσει» το σύνολο των υπηρεσιών.

Σε κάθε περίπτωση, παρ’ όλο που τα μέσα ενημέρωσης κάνουν λόγο για «εξαιρετικά ήρεμη» ημέρα στους δρόμους, τα οδοφράγματα των απεργών έχουν δημιουργήσει προβλήματα σε ορισμένους δρόμους. Νωρίτερα, ένας οδηγός έπεσε με το όχημά του πάνω σε ομάδα απεργών κοντά στη Γάνδη με αποτέλεσμα να τραυματιστούν και να μεταφερθούν στο νοσοκομείο δύο άτομα. Ο οδηγός συνελήφθη.

Στη σημερινή γενική απεργία επικεντρώνεται και το σύνολο του γαλλόφωνου βελγικού Τύπου, χωρίς ωστόσο να υπάρχει ομόφωνη στήριξη του κινήματος.

Ειδικότερα, η εφημερίδα L’ Echo χαρακτηρίζει «αποτυχία» τη σημερινή απεργία δεδομένου ότι σηματοδοτεί το αδιέξοδο στο οποίο περιήλθε ο κοινωνικός διάλογος και ότι η παράλυση της χώρας εξαιτίας της συνεπάγεται ένα σημαντικό οικονομικό κόστος. Παράλληλα, εκφράζει την ελπίδα να συνειδητοποιήσουν γρήγορα οι κοινωνικοί εταίροι ότι το κοινό συμφέρον τους έγκειται στην επίτευξη ευημερίας, στην εξασφάλιση της απασχόλησης και στη δίκαιη ανταμοιβή για το έργο που επιτελεί ο καθένας.

Η La Libre Belgique με τη σειρά της φιλοξενεί συνέντευξη του Διευθύνοντος Συμβούλου της Ομοσπονδίας Εργοδοτών Βελγίου (FEB) Πίτερ Τίμερμανς, ο οποίος αποδοκιμάζει τη στάση των συνδικάτων στις διεπαγγελματικές διαπραγματεύσεις, σημειώνοντας ότι οι πραγματικές προκλήσεις θα συνεχίσουν να υφίστανται και μετά την απεργία και ότι, σε περίπτωση που οι επιχειρήσεις αντιμετωπίσουν δυσκολίες, η αγοραστική δύναμη θα εξαφανιστεί ταχύτατα, όπως επίσης και οι θέσεις απασχόλησης. Στο κύριο άρθρο της η εφημερίδα εκφράζει την άποψη ότι η συγκεκριμένη απεργία είναι άχρηστη και ότι δε θα εξυπηρετήσει κανέναν σκοπό, μια και δεν θα επηρεάσει τον κοινωνικό διάλογο – δεδομένου ότι οι κοινωνικοί εταίροι είναι ήδη διατεθειμένοι να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων – και η παράλυση της χώρας θα πλήξει κυρίως τους ανεξάρτητους επαγγελματίες και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που αποτελούν τους πνεύμονες της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας.

Σε διαφορετική γραμμή, η Le Soir προβάλλει στο κεντρικό της πρωτοσέλιδο τις απόψεις ενός εκπροσώπου των «κίτρινων γιλέκων», ενός μαθητή που συμμετέχει στις κινητοποιήσεις για την κλιματική αλλαγή και ενός απεργού, επισημαίνοντας ότι, παρόλο που οι τρόποι δράσης διαφέρουν, στην ουσία διαπιστώνεται σύγκλιση μεταξύ των τριών κινημάτων, με σημαντικότερο το γεγονός ότι και στις τρεις περιπτώσεις είναι οι πολίτες αυτοί που επιδιώκουν να στείλουν ένα μήνυμα. Η ίδια εφημερίδα στο κύριο άρθρο της υποστηρίζει ότι τα εν λόγω κινήματα επαναστατούν ενάντια στην κώφωση εκείνων που βρίσκονται στο τιμόνι της πολιτικής και εν γένει στην εξουσία και ότι οι αυθόρμητες αντιδράσεις αυτών των πολιτών, οι οποίοι δεν χρειάστηκαν τη συνδικαλιστική ομπρέλα για να κινητοποιηθούν, θυμίζουν στην πραγματικότητα τους αγώνες που διεξάγονται από τους εκπροσώπους των εργαζομένων, υπογραμμίζοντας ότι θα πρέπει να δοθούν απαντήσεις σε αυτόν τον κόσμο και ότι η επιλογή του να κλείσει κανείς τα αυτιά και να περιμένει να περάσει η μπόρα δε συνιστά την καλύτερη δυνατή αντίδραση.