Στη Βενεζουέλα, η πρόσδεση της ευημερίας της χώρας αποκλειστικά στην παραγωγή πετρελαίου και οι στενοί οικονομικοί κανονισμοί που έχουν επιβληθεί στο εσωτερικό της, μακροπρόθεσμα έχουν προκαλέσει μία βαθιά οικονομική κρίση, με τον πρόεδρο της χώρας Νικόλας Μαδούρο να εξακολουθεί να προτάσσει τις πολυδάπανες επενδύσεις στα κοινωνικά προγράμματα και να επιμένει πως η δεινή κατάσταση οφείλεται στον εξωτερικό πόλεμο εναντίον του.

Στο διάστημα 2004-15, η χώρα με τα μεγαλύτερα αποθέματα αργού πετρελαίου στον κόσμο εισέπραξε από τις πωλήσεις του περίπου 750 δισ. δολάρια (674 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία.

Η τιμή του πετρελαίου Βενεζουέλας, που έφθασε στον κολοφώνα της το 2012, με 103, 42 δολάρια/βαρελι (93 ευρώ), στα τέλη του 2014 είχε πέσει στα 47,05 δολάρια/βαρέλι (42 ευρώ). Το γεγονός τούτο έχει οδηγήσει σε μία καθίζηση, περίπου στο ένα τρίτο, των εισαγωγών εν σχέσει προς το 2012, προκαλώντας σημαντικές ελλείψεις σε τρόφιμα και φάρμακα κατά μήκος και πλάτος της χώρας.

Από την πλευρά της, η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι στο διάστημα της διακυβέρνησης του «τσαβικού» καθεστώτος (1999-2104), το κράτος έχει επενδύσει 718 δισ. δολάρια (645 δισ. ευρώ) σε κοινωνικά προγράμματα, ποσά που είναι κατά εννέα φορές μεγαλύτερα από όσα είχαν δαπανηθεί στην περίοδο 1983-99.

Γιατί όμως τα ταμεία είναι άδεια;

Παρά τη δεκαετία της αφθονίας, τη μεγαλύτερη σ’ έναν αιώνα εξόρυξης πετρελαίου στη χώρα, τα διεθνή αποθεματικά της Βενεζουέλας έχουν μειωθεί κατά το ήμισυ από το 2012. Σήμερα ανέρχονται στα 15 δισ. δολάρια (13,4 δισ. ευρώ).

Παράλληλα, τα χρέη δεν σταματούν να αυξάνονται: το εξωτερικό χρέος της χώρας τον Απρίλιο του 2015 ανερχόταν στα 250 δισ. δολάρια (224 δισ. ευρώ), σύμφωνα με την εταιρεία Ecoanalitica. Τον δε περασμένο χρόνο, η κυβέρνηση σύμφωνα με τον Μαδούρο κατέβαλε τοκοχρεωλύσια 27 δισ. δολαρίων (24 δισ. ευρώ).

Το εμπορικό χρέος που έχει συσσωρεύσει η χώρα αντλεί το 96% των εισόδων της από το πετρέλαιο κι ανέρχεται στα 12,5 δισ. δολάρια (11 δισ. ευρώ), με αποτέλεσμα πολλοί από τους προμηθευτές της χώρας σε πολλούς τομείς να κλείνουν την πόρτα στη Βενεζουέλα, αυξάνοντας τη σπάνιν σε πολλά προϊόντα κι υπηρεσίες.

Ο Μαδούρο δεν σταματά να υποστηρίζει πως ο πληθωρισμός κι η σιτοδεία αγαθών οφείλεται στον έξωθεν οικονομικό πόλεμο που έχει εξαπολυθεί εναντίον του, προκειμένου να εξαναγκασθεί σε παραίτηση.

Το έλλειμμα του δημοσίου υπολογίζεται στο 18-20% του ΑΕΠ, σύμφωνα με ιδιώτες αναλυτές, και προκειμένου να χρηματοδοτήσει τα κοινωνικά της προγράμματα, η κυβέρνηση έχει επιδοθεί σε νομισματικές αλχημείες, σύμφωνα με τους ίδιους.

Η πολιτική του προκατόχου του Μαδούρο κι εισηγητή της ρυθμιστικής πολιτικής στην οικονομία Ούγο Τσάβες, βασίζεται στον κεντρικό ρόλο του κράτους στην εκπόνηση και τον έλεγχο της οικονομικής πολιτικής, που αφήνει λιγοστό χώρο στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Από το 2003, το κράτος έχει θέσει υπό αυστηρό έλεγχο τις τιμές και τις συναλλαγές, επιβάλλοντας διατίμηση και μονοπώλιο στον καθορισμό της νομισματοπιστωτικής πολιτικής. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις μαζικές εισαγωγές, αποτέλεσε ένα εμπόδιο στη ανάπτυξη της βιομηχανίας, η οποία δεν είχε ελεύθερη πρόσβαση σε κεφάλαια.

Σύμφωνα με την αντιπολίτευση, η κυβέρνηση κρατικοποίησε 1.200 επιχειρήσεις, 300 εκ των οποίων του αγροτικο-διατροφικού τομέα, οι οποίες κατέστησαν πρακτικώς ανενεργές. Οι δε βιομήχανοι εκφράζουν παράπονα ότι ο έλεγχος στις τιμές δεν τους επιτρέπει να καλύπτουν το κόστος της παραγωγής, γεγονός που ενισχύει την έλλειψη αγαθών.

Κατόπιν αυτών, η οικονομία της χώρας συρρικνώθηκε κατά τα δύο προηγούμενα έτη (-3,9% το 2014 και -5,7% το 2015), ενώ ο πληθωρισμός εκτοξεύθηκε στο 180,9% το 2015.