Άνευ προηγουμένου είναι η καταστολή των δημοσιογράφων στη διάρκεια των λαϊκών εξεγέρσεων στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, με καταγεγραμμένες πάνω από 500 επιθέσεις -ορισμένες εξ αυτών θανατηφόρες- τονίζουν ειδικοί στην προάσπιση των δικαιωμάτων των δημοσιογράφων.

Μολονότι η Επιτροπή Προστασίας Δημοσιογράφων τονίζει πως η ελευθεροτυπία στην Αίγυπτο και την Τυνησία έχει βελτιωθεί αφότου κατέρρευσαν οι πρόεδροι των δύο χωρών στις αρχές του έτους, εμφαντικά τονίζει περιγράφοντας την κατάσταση πως η βελτίωση έχει αναβαθμισθεί από «χείριστη σε κακή».

Εάν η λαϊκή εξέγερση στο Μπαχρέιν, τη Συρία, την Υεμένη, τη Λιβύη και τη Σαουδική Αραβία οδηγούν σε ευρύτερη δημοκρατία στην περιοχή, οι ειδικοί τονίζουν πως η πρόσβαση σε ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Twitter και το Facebook, ενδέχεται να υπερφαλαγγίσουν την παραδοσιακά ασφυκτική λογοκρισία.

«Δεν είναι δυνατόν να χώσεις ένα πατσαβούρι σε τόσα πολλά στόματα. Υπήρχαν κάποτε εποχές που ο αριθμός των στομάτων ήταν περιορισμένος και οι κυβερνήσεις μπορούσαν να τα κλείσουν όλα ταυτόχρονα. Όμως, το μοντέλο αυτό δεν είναι πλέον βιώσιμο», τόνισε ο Μοχάμεντ Άμπντελ Νταγιέμ, συντονιστής του προγράμματος της Επιτροπής στη Μέση Ανατολή και τη Βόρειο Αφρική.

Ο Νταγιέμ τόνισε πως 14 δημοσιογράφοι έχασαν τη ζωή τους σε όλον τον κόσμο φέτος, με τους 10 να έχουν πέσει στη Μέση Ανατολή και τη Βόρειο Αφρική. Εκατοντάδες από τις άλλες καταγεγραμμένες επιθέσεις εναντίον ανθρώπων του Τύπου περιλαμβάνουν κρατήσεις, καταστροφή εξοπλισμού και απειλές κατά της ζωής τους.

Κατά τον Νταγιέμ, εάν δεν υπάρξει αλλαγή κυβέρνησης σε ορισμένες από τις χώρες αυτές θα σημειωθεί ακόμη πιο σκληρή μεταχείριση των μέσων ενημέρωσης, αναφερόμενος στο παράδειγμα της αλυσιτελούς λαϊκής εξέγερσης στο Ιράν το 2009.

Ο Τζο Στορκ, αναπληρωτής διευθυντής της Human Rights Watch στο τμήμα Βορείου Αφρικής τονίζει από την πλευρά του πως η εξέγερση έχει οδηγήσει σε μία «καθαρή νίκη» της ελευθερίας του Τύπου στην περιοχή.

«Είναι πιθανόν να διασπείρουμε πληροφορίες από μέρη όπως το Μπαχρέιν και η Συρία, κατά τρόπον που προ 10 ετών θα ήταν ανήκουστος. Είναι σα να συγκρίνουμε τη μέρα με τη νύκτα», τόνισε.

«Σε τελική ανάλυση υπάρχει μία ελεύθερη διακίνηση πληροφοριών, όμως τούτο δεν γίνεται επειδή το επιτρέπουν οι κυβερνήσεις, αλλά διότι δεν έχουν βρει τον τρόπο να το σταματήσουν», πρόσθεσε ο Στορκ.

Οι περιορισμοί στα μέσα ενημέρωσης θα είναι δύσκολο να διατηρηθούν στο μέλλον, εν μέρει εξαιτίας της μεγαλύτερης πρόσβασης στην κινητή τηλεφωνία και το Ίντερνετ, αλλά κι επειδή οι ‘Αραβικές Επαναστάσεις’ απονομιμοποίησαν ακόμη περισσότερο τη λογοκρισία, όπως απονομιμοποίησαν την υφαρπαγή των εκλογών και την καταλήστευση των δημοσίων εσόδων», τόνισε ο Έλιοτ Έιμπραμς, επικεφαλής των Μελετών Μέσης Ανατολής του ινστιτούτου μελετών Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων.

Για τον Μάλκομ Σμαρτ, διευθυντή της Διεθνούς Αμνηστίας για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρειο Αφρική, μολονότι οι διαδηλωτές στις χώρες αυτές αξιώνουν περισσότερη ελευθερία για τους δημοσιογράφους, είναι πρόωρο να πει κανείς ποια πρόκειται να είναι η πρόοδος που μέλλει να επιτευχθεί», αναφερόμενος στην άνοδο των μπλόγκερ «των δημοσιογράφων-πολιτών».

Ο Στορκ από την πλευρά του τονίζει πως ενώ η Αίγυπτος εμφανίσθηκε να κινείται προς μία θετική κατεύθυνση, η ελευθεροτυπία των μέσων ενημέρωσης δέχθηκε ένα τρομακτικό πλήγμα τον περασμένο μήνα, όταν το κυβερνών στρατιωτικό συμβούλιο ζήτησε κάθε δημοσίευμα στις αιγυπτιακές εφημερίδες να λαμβάνει προηγουμένως την έγκριση του Διευθυντηρίου Ηθικών Υποθέσεων και το Δεύτερο Γραφείο του στρατού.

«Προφανώς οι στρατιωτικοί δεν χαίρονται την κριτική, ή τον κριτικό διάλογο και έχουν δώσει οδηγίες στα μέσα ενημέρωσης να μην τα επιδιώκουν και φυσικά τα μεγάλα συγκροτήματα συμμορφώθηκαν», τονίζει.