Τον Μάρτιο, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα με στόχο το Ίδρυμα Σμιθσόνιαν, το οποίο ξεκινούσε ως εξής: «Την τελευταία δεκαετία, οι Αμερικανοί έχουν γίνει μάρτυρες μιας συντονισμένης και εκτεταμένης προσπάθειας να ξαναγραφτεί η ιστορία του Έθνους μας, αντικαθιστώντας αντικειμενικά γεγονότα με μια διαστρεβλωμένη αφήγηση που καθοδηγείται από ιδεολογία αντί για την αλήθεια».

Παρά τη φαινομενικά υψηλού επιπέδου ρητορική, πολλοί ανησύχησαν ότι το διάταγμα ήταν στην πραγματικότητα μια συγκαλυμμένη προσπάθεια να ξαναγραφτεί η ιστορία προς όφελος του ίδιου του Τραμπ. Το διάταγμα, για παράδειγμα, ανέφερε την επιθυμία απομάκρυνσης της «ακατάλληλης ιδεολογίας», μια φράση που χαρακτηρίστηκε ανησυχητική, από χώρους όπως το Σμιθσόνιαν.

Αυτές οι ανησυχίες ενισχύθηκαν αυτή την εβδομάδα, καθώς αποκαλύφθηκε ότι ιστορικές πληροφορίες που πρόσφατα αφαιρέθηκαν από το Σμιθσόνιαν αφορούσαν αναφορά στις δύο παραπομπές του Τραμπ (impeachments).

Σύμφωνα με το CNN, το Σμιθσόνιαν ανέφερε ότι ένας πίνακας που περιείχε τις πληροφορίες αφαιρέθηκε από το Εθνικό Μουσείο Αμερικανικής Ιστορίας τον περασμένο μήνα, έπειτα από ανασκόπηση του «παλαιού περιεχομένου» του μουσείου. Ο πίνακας είχε τοποθετηθεί μπροστά από υφιστάμενη έκθεση για την παραπομπή τον Σεπτέμβριο του 2021.

Η συγκεκριμένη έκθεση αφορά τα «Όρια της προεδρικήςεξουσίας». Ωστόσο, παραδείγματα των σημαντικότερων προσπαθειών του Κογκρέσου να περιορίσει τον Τραμπ αφαιρέθηκαν.

Δεν ήταν άμεσα σαφές αν η απομάκρυνση έγινε σύμφωνα με το εκτελεστικό διάταγμα του Τραμπ. Η Washington Post, που αποκάλυψε την είδηση, ανέφερε ότι πηγή μίλησε για πίεση από τον Λευκό Οίκο ώστε να απομακρυνθεί διευθυντής μουσείου τέχνης.

Με άλλα λόγια, δεν έχουν γίνει ακόμη γνωστές όλες οι λεπτομέρειες για το πώς συνέβη αυτή η εξέλιξη, αν υπήρξε συγκεκριμένο αίτημα ή αν οι υπεύθυνοι του μουσείου θεώρησαν ότι έτσι θα κατευνάσουν τον Τραμπ εν μέσω πιέσεων. Το Σμιθσόνιαν δήλωσε το Σάββατο ότι «δεν ζητήθηκε από καμία κυβέρνηση ή κυβερνητικό αξιωματούχο» να αφαιρέσει το περιεχόμενο και ότι μια ενημερωμένη εκδοχή της έκθεσης θα περιλαμβάνει τελικά όλες τις προσπάθειες παραπομπής, συμπεριλαμβανομένων και αυτών του Τραμπ.

Η υπόθεση αυτή χαρακτηρίστηκε «οργουελική». Και δεν ήταν το μόνο παράδειγμα αυτής της εβδομάδας.

Ο Τραμπ έχει υπάρξει διαχρονικά ξεκάθαρος στην προσπάθειά του να ξαναγράψει την ιστορία με ανακριβείς ισχυρισμούς, ασκώντας παράλληλα πιέσεις σε όσους θεωρούνται αντικειμενικοί κριτές της επικαιρότητας. Ωστόσο, αυτή η εβδομάδα ανέδειξε μια νέα διάσταση αυτών των προσπαθειών.

Την Παρασκευή, ο Τραμπ απέλυσε την επικεφαλής του Γραφείου Στατιστικών Εργασίας (Bureau of Labor Statistics). Η απόφαση ήρθε λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση στοιχείων που παρουσίαζαν τα χειρότερα τρίμηνα στοιχεία απασχόλησης, εκτός περιόδου Covid, από το 2010.

Σύμμαχοι του Τραμπ προσπάθησαν να δικαιολογήσουν την απομάκρυνση της Δρ. Έρικα ΜακΈνταρφερ, υποστηρίζοντας ότι μεγάλες αναθεωρήσεις στα στοιχεία μαρτυρούσαν κακή δουλειά. Ωστόσο, όπως και με την απόλυση του τότε διευθυντή του FBI, Τζέιμς Κόμεϊ, πριν από οκτώ χρόνια, ο Τραμπ αναιρεί ο ίδιος τις επίσημες αιτιολογίες. Μιλώντας στο Newsmax, δήλωσε ότι «την απολύσαμε επειδή δεν πιστεύαμε τα σημερινά στοιχεία».

Όπου ο Τραμπ προσπάθησε να παρουσιάσει στοιχεία που να δικαιολογούν την απόλυση, αυτά ήταν συνωμοσιολογικά και εσφαλμένα, όπως τεκμηρίωσε ο Ντάνιελ Ντέιλ (Daniel Dale) του CNN.

Ακόμη και Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές εξέφρασαν ανησυχίες ότι αυτή η ενέργεια μπορεί να ήταν τόσο αυταρχική και ιδιοτελής όσο φάνηκε. Η γερουσιαστής Σίνθια Λάμις από το Γουαϊόμινγκ χαρακτήρισε την απόλυση «κάπως παρορμητική», υπογραμμίζοντας ότι έπρεπε πρώτα να εξακριβωθεί αν τα στοιχεία ήταν όντως λανθασμένα.

«Δεν φταίει ο στατιστικολόγος αν τα στοιχεία είναι ακριβή και δεν είναι αυτά που ήλπιζε ο πρόεδρος», δήλωσε η Λάμις, η οποία σπάνια ασκεί κριτική στον Τραμπ.

Ο γερουσιαστής Τομ Τίλις από τη Βόρεια Καρολίνα πρόσθεσε ότι αν ο Τραμπ «το έκανε απλώς επειδή δεν του άρεσαν τα στοιχεία».

Οι γερουσιαστές Ραντ Πολ από το Κεντάκι και Λίζα Μουρκόφσκιαπό την Αλάσκα προειδοποίησαν ότι η ενέργεια αυτή θα μπορούσε να κλονίσει την εμπιστοσύνη του κοινού στα κυβερνητικά δεδομένα.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι το μήνυμα που στέλνεται: ότι τα δεδομένα και τα συμπεράσματα πρέπει να ικανοποιούν τον Τραμπ, αλλιώς υπάρχει κίνδυνος απόλυσης. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αναξιόπιστα στοιχεία και συμπεράσματα, ενώ ακόμη και αν οι πληροφορίες είναι σωστές, θα δημιουργούνται υποψίες για παραποίηση, τόσο στο κοινό όσο και στις αγορές που βασίζονται σε αυτά για λήψη κρίσιμων αποφάσεων.

Αν το επόμενο δελτίο απασχόλησης είναι θετικό, θα το πιστέψουν οι αγορές;

Η εβδομάδα αυτή ανέδειξε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τις προσπάθειες του Τραμπ να ελέγχει το αφήγημα και να ξαναγράφει την ιστορία.

Ενδεικτικά:

Προσπάθησε για χρόνια να παρουσιάσει τους κατηγορούμενους της 6ης Ιανουαρίου, που επιτέθηκαν στο Καπιτώλιο στο όνομά του, ως «ομήρους», προτού τους δώσει χάρη.

Οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησής του για τον περιορισμό της διαφορετικότητας και της ισότητας συχνά στόχευσαν και σε έργα που απλώς τιμούσαν Αφροαμερικανούς και γυναίκες.

Έδειξε αρνητική στάση απέναντι στα δικαιώματα ελεύθερης έκφρασης όσων διαφωνούσαν μαζί του, χαρακτηρίζοντας ακόμη και απλές διαμαρτυρίες «παράνομες».

Υπονόησε επανειλημμένα ότι η κριτική σε δικαστές που υποστηρίζει πρέπει να είναι παράνομη, ενώ ο ίδιος επιτίθετο τακτικά σε δικαστές που δεν συμφωνούσαν μαζί του.

Η θητεία του ξεκίνησε με την απομάκρυνση πορτρέτων στρατιωτικών ηγετών που είχαν συγκρουστεί μαζί του, αλλά και με μαζική εκκαθάριση ανεξάρτητων γενικών επιθεωρητών που είχαν ως αποστολή να ελέγχουν την κυβέρνηση.

Όλα αυτά ενισχύουν την εντύπωση ότι ο Τραμπ προσπαθεί να εδραιώσει την εξουσία του με έντονα αυταρχικές πρακτικές.