Ο Ρεπουμπλικάνος ειδικός της στρατηγικής που καθοδήγησε την πολιτική ανάκαμψη του Ντόναλντ Τραμπ το 2024, φέρεται να βοηθά σύμφωνα με το Politico την αλβανική αντιπολίτευση για μια σχεδόν απίθανη ανατροπή. Ο σύμβουλος της εκστρατείας του Τραμπ και ειδικός στις εκλογικές στρατηγικές των Ρεπουμπλικανών, Κρις ΛαΤσιβίτα, στηρίζει πλέον το συντηρητικό Δημοκρατικό Κόμμα της Αλβανίας, του οποίου ο ηγέτης Σαλί Μπερίσα ελπίζει σε δική του πολιτική επιστροφή από κατηγορίες διαφθοράς στις κρίσιμες εθνικές εκλογές της Κυριακής.

Με τη στήριξη του ΛαΤσιβίτα, ο Μπερίσα προσπαθεί να ανατρέψει τον Έντι Ράμα, τον ζωγράφο που έγινε πολιτικός και έχει κυριαρχήσει στην Αλβανία για πάνω από δύο δεκαετίες, αρχικά ως δήμαρχος των Τιράνων και στη συνέχεια ως πρωθυπουργός.

Μια νίκη του Μπερίσα θα έφερνε τέλος στη 12ετή διακυβέρνηση των Σοσιαλιστών του Ράμα, η οποία έχει χαρακτηριστεί από διεθνείς παρατηρητές ως περίοδος αυξανόμενης κρατικής χειραγώγησης από ένα και μόνο κόμμα. Παράλληλα, θα έφερνε στην εξουσία μια πολιτική δύναμη που ευθυγραμμίζεται ανοιχτά με την ατζέντα του Τραμπ, σε μια περιοχή που θεωρείται στρατηγικά ευάλωτη στη ρωσική και κινεζική επιρροή.

«Τα τελευταία δύο χρόνια, ο Κρις ΛαΤσιβίτα έχει συμβουλεύσει δύο σημαντικές πολιτικές προσωπικότητες, σε δύο διαφορετικές χώρες… και αυτές είναι ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Σαλί Μπερίσα», δήλωσε ο εκπρόσωπος του Δημοκρατικού Κόμματος, Άλφρεντ Λέλα, στο POLITICO. Σύμφωνα με τον Λέλα, οι δύο άνδρες έχουν «εντυπωσιακά παρόμοια προφίλ… διωκόμενοι από το κατεστημένο — τόσο εγχώρια όσο και διεθνώς — στοχοποιημένοι από τα δικαστικά συστήματα των χωρών τους και παρουσιάστηκαν ως επικίνδυνοι αουτσάιντερ που έπρεπε να εξαλειφθούν από την πολιτική με κάθε κόστος».

Το POLITICO υπέβαλε σειρά ερωτήσεων στον ΛαΤσιβίτα σχετικά με τη δουλειά του στην Αλβανία για λογαριασμό του Μπερίσα, αλλά δεν έλαβε απάντηση. Ο Μπερίσα, σήμερα 80 ετών, θεωρείται ευρέως ο πατέρας της αλβανικής δημοκρατίας για τον ρόλο του στο κίνημα διαμαρτυρίας που ανέτρεψε το τελευταίο κομμουνιστικό καθεστώς της Ευρώπης το 1992 και για το ότι έγινε ο πρώτος δημοκρατικά εκλεγμένος πρόεδρος της χώρας.

Tο 2021 στοχοποιήθηκε από την κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν για διαφθορά, ξεκινώντας τρία χρόνια χάους στο Δημοκρατικό Κόμμα της Αλβανίας, κατά τη διάρκεια των οποίων ο Μπερίσα εκδιώχθηκε από την κοινοβουλευτική ομάδα και τελικά τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό ενόψει έρευνας για διαφθορά -προτού ένα δικαστήριο του επιστρέψει τελικά τον έλεγχο του κόμματος το 2024. Αν και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το κυβερνών Σοσιαλιστικό Κόμμα θα μπορούσε να συγκεντρώσει περίπου 48% των ψήφων, και οι Δημοκρατικοί υπολείπονται τουλάχιστον κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, η εισαγωγή της ψήφου της διασποράς για πρώτη φορά και η χαμηλή αξιοπιστία των δημοσκοπήσεων θα μπορούσαν ακόμη να οδηγήσουν σε έκπληξη. Το κόμμα που θα κερδίσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία σχηματίζει τη νέα κυβέρνηση και επιλέγει τον πρωθυπουργό. Αυτό θα αντιπροσώπευε μια εντυπωσιακή εκλογική αναγέννηση για τον Μπερίσα, έναν άνθρωπο που κάποτε θεωρούνταν πολιτικά «τελειωμένος».

Στη μαύρη λίστα των ΗΠΑ

Μέχρι το 2021, ο Μπερίσα είχε διατελέσει πρόεδρος, υπηρέτησε δύο θητείες ως πρωθυπουργός και είχε σε μεγάλο βαθμό αποσυρθεί, αφήνοντας τη νέα γενιά να ηγηθεί του Δημοκρατικού Κόμματος. Τότε ήρθε ένα σοκ από το εξωτερικό: Οι ΗΠΑ τον κήρυξαν, μαζί με την κόρη και τον γιο του, ανεπιθύμητο πρόσωπο, με τον τότε υπουργό Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν να επικαλείται «εκτεταμένη διαφθορά» ως λόγο για τον αποκλεισμό τους από την είσοδο στη χώρα.

Η διοίκηση Μπάιντεν δήλωσε ότι ο Μπερίσα εμπλέκεται στην «κατάχρηση δημόσιων πόρων και παρέμβαση σε δημόσιες διαδικασίες… προς όφελός του και για να πλουτίσει πολιτικούς συμμάχους και μέλη της οικογένειάς του, εις βάρος της εμπιστοσύνης του αλβανικού λαού στους θεσμούς και στους δημόσιους λειτουργούς».

«Ο κύριος Μπερίσα ζήτησε στοιχεία και αποδείξεις, όπως και αρκετοί Αμερικανοί βουλευτές, αλλά ο υπουργός Μπλίνκεν δεν παρείχε ποτέ ούτε ένα αποδεικτικό στοιχείο», δήλωσε ο Λέλα όταν ρωτήθηκε για τον χαρακτηρισμό. Η Αλβανία είναι μια έντονα φιλοαμερικανική χώρα και το να βρίσκεται ο ιστορικός ηγέτης του κύριου κόμματος της αντιπολίτευσης στη μαύρη λίστα των ΗΠΑ είναι σχεδόν πολιτικός θάνατος για το κόμμα στα μάτια πολλών Αλβανών. Εδώ μπαίνει ο γκουρού που βοήθησε να επανέλθει ο Τραμπ στον Λευκό Οίκο μετά από μια επιτυχημένη εκστρατεία το 2024, στην οποία ο Ρεπουμπλικανός ανατρεπτικός νίκησε και τις επτά αμφίρροπες πολιτείες στις ΗΠΑ.

«Ο ΛαΤσιβίτα έχει δηλώσει δημόσια ότι το καθεστώς του Μπερίσα δεν τον απέτρεψε – τον ενέπνευσε. Εντάχθηκε σε μια δύσκολη εκστρατεία, για ένα κόμμα που προσπαθούσε να ξαναχτιστεί μετά από πολιτική “εκτέλεση”», δήλωσε ο Λέλα. Ο Μπερίσα -καρδιολόγος στην ειδικότητα, που συνδυάζει μια διανοουμενίστικη όψη με μαχητικό και φλογερό πολιτικό ύφος – υποστηρίζει ότι η εγχώρια έρευνα διαφθοράς, στην οποία οι κατηγορίες κατατέθηκαν μετά τη μαύρη λίστα και τον κατ’ οίκον περιορισμό, ήταν πολιτικά υποκινούμενη επίθεση.

Ένα κίνημα διαμαρτυρίας ξέσπασε στην Αλβανία, με διαδηλωτές να καίνε λάστιχα έξω από το δημαρχείο των Τιράνων, να κάνουν έφοδο στο κοινοβούλιο και να πυρπολούν ομοιώματα ηγετών του κυβερνώντος κόμματος.

Καθηλωμένος στο διαμέρισμά του στο κέντρο των Τιράνων, ο Μπερίσα είχε μικρόφωνο ανεβασμένο στον όγδοο όροφο του κτιρίου του και απευθυνόταν στο πλήθος από το παράθυρο, κάνοντας τακτικές εμφανίσεις μέχρι την απελευθέρωσή του από τον κατ’ οίκον περιορισμό τον Νοέμβριο του 2024.

Όλοι φλερτάρουν τον Τραμπ

Ο Ράμα, που είναι στην εξουσία από το 2013, έχει δουλέψει σκληρά για να κερδίσει τη Δύση -από το να εμφανίζεται σε συναντήσεις στις Βρυξέλλες με φόρμες και αθλητικά, μέχρι το να φέρεται στους Ευρωπαίους αξιωματούχους σαν βασιλιάδες σε λαμπερά συνέδρια στα Τίρανα.

Χαρισματικός και συχνά σκόπιμα εκκεντρικός, έχει καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να είναι ο αγαπημένος της Δύσης στην Αλβανία. Και αυτός επιστράτευσε επιφανείς δυτικούς συμβούλους, προσλαμβάνοντας τον ειδικό στρατηγικής των Εργατικών Άλαστερ Κάμπελ το 2012 για να τον βοηθήσει να κατακτήσει τελικά σαρωτική νίκη στις εκλογές του 2013. Ο πρώην Βρετανός πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ επίσης συμμετείχε αργότερα ως σύμβουλος του Ράμα.

Αλλά και οι Δημοκρατικοί δεν είναι οι μόνοι που φλερτάρουν τον κύκλο Τραμπ. Σε συνέντευξή του τον Απρίλιο, ο Ράμα δήλωσε στο Bloomberg ότι θεωρεί τον Τραμπ «καλό για όλους», λέγοντας ότι «ο Θεός έσωσε τον Τραμπ» μετά την απόπειρα δολοφονίας του τον Ιούλιο του 2024 «όχι μόνο για να ξανακάνει την Αμερική μεγάλη… [αλλά] και για να ξυπνήσει η Ευρώπη και να σοβαρευτεί».

Ο Ράμα παραχώρησε επίσης ένα από τα πιο κερδοφόρα αναπτυξιακά έργα στη σύγχρονη ιστορία της χώρας στον γαμπρό του Τραμπ, Τζάρεντ Κούσνερ, που περιλαμβάνει ενοικίαση για 99 χρόνια του νησιού Σαζάν -μιας ερημωμένης πρώην στρατιωτικής βάσης στα νότια παράλια της Αλβανίας – και γη στο δέλτα του ποταμού Βιόσα.

Φιλοδοξίες για την ΕΕ

Οι έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των Δημοκρατών του Μπερίσα και των Σοσιαλιστών του Ράμα κινδυνεύουν να παρεμποδίσουν τις φιλοδοξίες της Αλβανίας για ένταξη στην ΕΕ, το ζήτημα που θεωρείται το σημαντικότερο για τους ψηφοφόρους.

«Η αντιπαραθετική τους προσέγγιση είναι αυτό που έχει εμποδίσει τη χώρα να φτάσει στο πλήρες δυναμικό της και στην πορεία ένταξής της στην ΕΕ», δήλωσε η Βαλμπόνα Ζενέλι, ερευνήτρια στο Atlantic Council.

«Χρειαζόμαστε ένα νέο κύμα ηγετών και κομμάτων, και ένα τέλος στην ψήφο υπέρ του αρχηγού του κόμματος αντί για ψήφο σε πολιτικές πλατφόρμες και προγράμματα», συνέχισε. Σε αντίθεση με τους περισσότερους Βαλκάνιους γείτονές της, που συνεχίζουν να εμπλέκονται σε ατέρμονες διαμάχες που προκύπτουν από τους πολέμους της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας τη δεκαετία του 1990, η Αλβανία δεν αντιμετωπίζει σημαντικές περιφερειακές ή διεθνείς αντιρρήσεις για την ένταξή της στην ΕΕ — και έχει λειτουργήσει κυρίως ως παράγοντας σταθερότητας στην περιοχή.

Αυτή τη στιγμή θεωρείται πρωτοπόρος για ένταξη στην ΕΕ μαζί με τον βόρειο γείτονά της, το Μαυροβούνιο, με τον Ράμα να δεσμεύεται να εξασφαλίσει ένταξη έως το 2030, ως μέρος της εκλογικής του υπόσχεσης. «Αυτό είναι που με ανησυχεί περισσότερο — μετά τις εκλογές, το αν οι διαιρέσεις στη χώρα θα συνεχίσουν να επιβραδύνουν την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων και τις πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν τελικά να τη βγάλουν από αυτή τη μακροχρόνια μετα-κομμουνιστική μεταβατική περίοδο», δήλωσε η Ζενέλι.