Πριν από 930.000 χρόνια, το ανθρώπινο είδος ήταν στα πρόθυρα της εξαφάνισης. Οι πρόγονοί μας είχαν αρχίσει να εξαπλώνονται σε όλο τον πλανήτη και χρησιμοποιούσαν ήδη τα πρώτα πέτρινα εργαλεία.

Λίγες χιλιετίες νωρίτερα ανέρχονταν σε περίπου 100.000, ένας αριθμός πολύ μικρός σε σχέση με το σήμερα, αλλά ικανοποιητικός για να συνεχίσει η παρουσία του είδους σε έναν εξαιρετικά εχθρικό κόσμο.

Όμως ξαφνικά, σύμφωνα με επιστημονική έρευνα, ο πληθυσμός κατέρρευσε σε περίπου 1.200 με 1300 άτομα. Δηλαδή περίπου το 98% εξαφανίστηκε. Τελικά, ύστερα από 117.000 χρόνια, αυτός ο μικρός αριθμός αποδείχθηκε αρκετός για να ανακάμψει και να αποτρέψει την εξαφάνιση. Πριν από 800.000 χρόνια, ο πληθυσμός είχε φτάσει σε περίπου 30.000 και η καταστροφική πορεία είχε πλέον αντιστραφεί.

Όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα της El Pais, η κρίσιμη φάση για το ανθρώπινο είδος διαδραματίστηκε κατά την παλαιολιθική περίοδο, μια εποχή σημαντικών αλλαγών στον πλανήτη, όπου πολλά είδη αντικατέστησαν άλλα κατά κύματα που σάρωσαν τον κόσμο από την ανατολή προς τη δύση. Οι δε κλιματικές αλλαγές προκάλεσαν τεράστια προβλήματα και οι πρόγονοί μας οδηγήθηκαν στο χείλος της εξαφάνισης.

Η αλληλεπίδραση των λίγων εναπομεινάντων του είδους οδήγησε σε ένα γονιδίωμα που μοιάζει πολύ με αυτό του σύγχρονου ανθρώπου. Επί της ουσίας εμφανίστηκε ένα νέο είδος, ενδεχομένως ο κοινός πρόγονος μεταξύ των πλέον εξαφανισμένων Νεάτερνταλ και Ντενίσοβαν και του Χόμο Σάπιενς. Το εν λόγω είδος έζησε επικρατώντας των υπολοίπων, συμβάλλοντας κατά κάποιο τρόπο και στην οριστική εξαφάνισή τους. Οι σημερινοί 8 δισεκατομμύρια άνθρωποι προήλθαν από αυτούς τους περίπου 1.200 επιζώντες.

Βάσει μελέτης που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science, συνοπτικά και απλουστευμένα αυτή είναι η ιστορία όσων συντελέστηκαν εκείνη την περίοδο. Στόχος της επιστημονικής ομάδας, στην οποία συμμετείχαν ερευνητές από την Κίνα, την Ιταλία και τις ΗΠΑ, ήταν να φωτίσει το σκοτεινό στάδιο της ανθρώπινης εξέλιξης στο τέλος του κατώτερου προς το μέσο Πλειστόκαινο (σ.σ. Το Πλειστόκαινο είναι μια γεωλογική περίοδος που περιλαμβάνει από 2.5 εκατομμύρια με 11.700 χρόνια περίπου πριν και χωρίζεται σε τρεις φάσεις, το κατώτερο, το μέσο και το ανώτερο).

Η περίοδος που εξετάστηκε είναι αυτή που καταγράφεται το προτελευταίο μεγάλο γνωστικό άλμα της ανθρωπότητας, όπως αναφέρεται. Ωστόσο για λόγους που ακόμα είναι άγνωστοι, σχεδόν κανένα απολίθωμα δεν έχει εντοπιστεί από την εποχή που προσδιορίζεται σε περίπου 900.000 χρόνια πριν. Σπάνιες εξαιρέσεις είναι τα κομμάτια του κρανίου που ανακαλύφθηκαν στο Gombore στην Αιθιοπία και τα λείψανα του Homo antecessor στην Atapuerca της Ισπανίας.

Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μια τεχνική που ονομάζεται FitCoal και η οποία καθιστά δυνατή την εξαγωγή συμπερασμάτων μελετώντας το γονιδίωμα ενός ατόμου. Μέσω ανάλυσης διαπίστωσαν το εντυπωσιακό χρονικό σημείο στο οποίο οι πρόγονοί μας είχαν βρεθεί στο σημείο της εξαφάνισης. Με μόλις περίπου 1.200 άτομα να μπορούν να συμβάλλουν στην αναπαραγωγή του είδους, η ενδογαμία συνέβαλε στον περιορισμό της γενετικής ποικιλότητας – εκτιμάται πως υπήρξε απώλεια της τάξεως του 65%.

Σε αυτή τη δύσκολη φάση, όπως εκτιμούν οι επιστήμονες, ενδεχομένως να δημιουργήθηκε ένα νέο είδος, ο Homo heidelbergensis , ο κοινός πρόγονος των Νεάντερταλ, των Ντενίσοβαν και του Χόμο Σάπιενς. Σε άλλες κρίσιμες καμπές της ανθρώπινης εξέλιξης, όπως η τελική αναχώρηση των προγόνων μας από την Αφρική πριν από 70.000 χρόνια, προκλήθηκε εκ νέου μείωση της γενετικής ποικιλότητας, ώστε να καταλήξουμε σταδιακά σε ένα είδος, του οποίου είμαστε σήμερα όλοι στενοί απόγονοι.

Επιχειρώντας να εξηγήσουν την εκτεταμένη απώλεια πληθυσμού, οι επιστήμονες που δημοσιεύουν τη μελέτη τους στο Science, επισημαίνουν πως το φαινόμενο ενδεχομένως να προκλήθηκε από σημαντικές κλιματικές αλλαγές, οι οποίες παρατείναν τους παγετώνες και προκάλεσαν σημαντικές ξηρασίες σε τεράστιες περιοχές του πλανήτη.

Για να εξηγήσουν την ανάκαμψη του πληθυσμού, η οποία εκτιμάται πως ξεκίνησε πριν από περίπου 813.000 χρόνια, όταν ο αριθμός αυξήθηκε κατά περίπου 20 φορές, οι επιστήμονες σημειώνουν τον έλεγχο της φωτιάς, αλλά και ένα λιγότερο εχθρικό περιβάλλον με περισσότερα θηράματα και λαχανικά, που διευκόλυναν την εύρεση τροφής.

Η επιστημονική μελέτη που δημοσιεύεται στο Science, εκτός από την πρωτοποριακή μέθοδο που ακολούθησε και μπορεί να αποτελέσει υπόδειγμα για άλλες αντίστοιχες έρευνες, παρέχει κάποιες κρίσιμες εκτιμήσεις που μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στην ανακατασκευή της εξελικτικής ιστορίας της ανθρωπότητας. Οι υποθέσεις που προκύπτουν από την ύπαρξη αυτής της παρατεταμένης οριακής κατάστασης απαιτούν την ανακάλυψη και απολιθωμάτων για συμπληρωθεί η εικόνα. Τα ευρήματα της μελέτης προσφέρουν εξηγήσεις, αλλά στην πραγματικότητα γεννούν και πολλά ερωτήματα, που θα πρέπει να απαντηθούν.