Πώς μπορεί μία φλόγα να γίνει ξαφνικά τόσο άκαρδη, να τρέχει ορμητικά και να καταπίνει τα πάντα στο πέρασμά της; Να καταστρέφει όλα όσα έφτιαξες με κόπο, να χάνεις ζωή, να χάνεις φίλους, συγγενείς, περιουσία.

Αιφνιδιασμός, πανικός, απόγνωση. Ανήμπορος μπροστά στις πύρινες, αχόρταγες γλώσσες στο τόσο κοντινό μας Μάτι Αττικής, στην τόσο μακρινή μας Καλιφόρνια.

Έναν αιώνα πριν, το 1917, μία τεράστια φωτιά αφάνισε τη Θεσσαλονίκη. Άφησε περισσότερους από 70.000 άστεγους (52.000 Εβραίοι, 10.000 Χριστιανοί και 11.000 Μουσουλμάνοι) και κατέκαψε σχεδόν ολόκληρο το ιστορικό κέντρο της πόλης.

Η πυρκαγιά κατέστρεψε το 32% της συνολικής έκτασης της πόλης. Μεσαιωνικές αγορές, νεοκλασικά, δημόσια κτίρια, ξενοδοχεία, ναοί, τζαμιά, συναγωγές, καφενεία, τυπογραφεία, καταστήματα, σχολεία, όλα παραδόθηκαν στις φλόγες. Πολυεθνικά και πολυπολιτισμικά αρχεία και ίχνη αιώνων, έγιναν στάχτες.

Οι καταστροφές μεγάλες, οι πληγέντες χιλιάδες, έχασαν τα πάντα από την μια στιγμή στην άλλη. Παραδόξως δεν έχουν καταγραφεί ανθρώπινα θύματα. Ωστόσο, αναφέρθηκε ότι κάποιοι μεθυσμένοι Γάλλοι στρατιώτες παγιδεύτηκαν σε καπηλειό και κάηκαν ζωντανοί.

Η πυρκαγιά του 1917 έχει μείνει στην ιστορία ως η μέρα που άλλαξε τη φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης αλλά και τη σύνθεση της ίδιας της πόλης. Η πόλη γεννήθηκε ξανά μέσα στις στάχτες και τα αποκαΐδια της.

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ξεκινήσει το 1914, αλλά η Ελλάδα είχε τηρήσει ουδετερότητα. Η Θεσσαλονίκη πολύ σύντομα έγινε διαμετακομιστικό κέντρο στρατευμάτων και εφοδίων, γεμίζοντας την πόλη με χιλιάδες Γάλλους και Βρετανούς στρατιώτες. Πολλοί ήταν οι πρόσφυγες που συγκεντρώθηκαν στην πόλη.

Ήταν ένα ζεστό μεσημέρι του Αυγούστου του 1917, όταν ξεκίνησε η πυρκαγιά. Η σπίθα της φωτιάς μίας κουζίνας, σε ένα φτωχικό σπίτι προσφύγων στη διεύθυνση Ολυμπιάδος 3, στη συνοικία Μεβλανέ, ήταν αρκετή για να γίνει το κακό. Οι δύο κάτοικοι του σπιτιού προσπάθησαν να σβήσουν τις σπίθες αλλά δεν τα κατάφεραν. Οι σπίθες έγιναν φλόγες και ξεπήδησαν σε διπλανή αποθήκη με άχυρο.

«Ολίγοι σπινθήρες εκ της πυράς ενός μαγειρείου πεσόντες επί σωρού χόρτου» όπως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά τότε.

Κάποιοι προσπάθησαν, με λίγα μέσα, να περιορίσουν την φωτιά αλλά ο αέρας ήταν δυνατός και το νερό λίγο. Η φωτιά «περνούσε» από σπίτι σε σπίτι, από σοκάκι σε σοκάκι. Οι κάτοικοι έτρεχαν τρομαγμένοι να σωθούν, αφήνοντας πίσω τους κόπους μιας ζωής. Η φωτιά «κινήθηκε» προς το Διοικητήριο. Όλοι νόμιζαν ότι θα σταματούσε κάπου στην οδό Εγνατίας όμως έκαναν λάθος. Εξαπλώθηκε προς το εμπορικό κέντρο και την πλευρά της θάλασσας. Η μάχη με τις φλόγες ήταν άνιση.

Άγγλοι και οι Γάλλοι έστειλαν στρατιώτες και οχήματα. Με τη βοήθειά τους, εκκενώθηκαν περιοχές και στήθηκαν στρατόπεδα για τους πυροπαθείς. Ταυτόχρονα έκαναν αντιπυρικές ζώνες, ανατινάζοντας λίγα σπίτια, ή ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα. Έτσι σώθηκε το Διοικητήριο. Πολλές φορές όμως, με τις ανατινάξεις δημιουργούσαν νέες εστίες πυρκαγιάς, που δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν. Επίσης, αρνήθηκαν να διακόψουν την υδροδότηση των στρατοπέδων και των νοσοκομείων, στερώντας την πόλη από μεγάλες ποσότητες νερού.

Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι στρατιώτες έσωσαν πολύ κόσμο και πολλά κτίρια. Δεν έλειψαν όμως τα κρούσματα πλιάτσικου και λεηλασιών. Με εντολή του στρατηγού Σαράιγ, τουφεκίστηκαν δύο στρατιώτες, που πιάστηκαν να πωλούν λεηλατημένα κοσμήματα.

Οι πυροπαθείς είχαν χάσει τα πάντα. Για πολλούς από αυτούς δεν υπήρχε πια ζωή στη Θεσσαλονίκη κι έτσι έφυγαν για μεγάλες πόλεις. Εκεί έστησαν τα νέα τους σπιτικά και ξεκινούσαν πάλι από το μηδέν. Περισσότερο από όλους, χτυπήθηκε η εβραϊκή κοινότητα. Βιβλιοθήκες με αρχεία και πολύτιμα βιβλία, συναγωγές, σχολεία και επιχειρήσεις «λαμπάδιασαν», αφήνοντας χωρίς ελπίδα περίπου 50.000 Εβραίους που έφυγαν από την πόλη.

Σκηνικό πολέμου θύμιζε η πόλη. Παντού στήθηκαν συσσίτια και κέντρα διανομής ψωμιού. Δημιουργήθηκαν παραπήγματα και στήθηκαν σκηνές για να βρουν στέγη οικογένειες που έχασαν τα σπίτια τους. Οι Θεσσαλονικείς προσέφεραν τρόφιμα και ρούχα σε μία ύσταη προσπάθεια ανακούφισης των πυροπαθών που είχαν απελπιστεί μπροστά σε αυτήν την τραγωδία.

Αμέσως μετά τα πρώτα πρόχειρα μέτρα ιδρύθηκε από τον κυβερνητικό αντιπρόσωπο Περικλή Α. Αργυρόπουλο η «Διεύθυνση Θυμάτων Πυρκαϊάς» για την περίθαλψη των χιλιάδων πυροπαθών και η κυβέρνηση ενέκρινε πίστωση 1.500.000 δραχμών για τις πρώτες ανάγκες. Συγχρόνως συστήθηκε «Κεντρική Επιτροπή Εράνων» με σειρά υποεπιτροπών για τη συλλογή εράνων και τη διανομή χρημάτων και ειδών.

Μετά την μεγάλη καταστροφή οι ασφαλιστικές εταιρείες ήταν επιφυλακτικές κι έστειλαν δικούς τους ανθρώπους για να δουν από κοντά τις ζημιές σε μια προσπάθεια να αποδώσουν την καταστροφή σε πολεμικές ενέργειες, στηριζόμενες και σε διάφορες φήμες για εμπρησμό από τους Γερμανούς ή τους Γάλλους, για να αποφύγουν την πληρωμή των τεράστιων ποσών σε όσους «κάηκαν».

Το συνολικό ύψος των ασφαλιστηρίων ήταν 3.000.000 χρυσές λίρες και το μεγαλύτερο μέρος τους ήταν σε βρετανικές εταιρείες. Τελικά όμως, με την πίεση των ελληνικών και ξένων αρχών και χάρη στο Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης επί της κατηγορίας για εμπρησμό κατά των ενοίκων της οικίας από όπου ξεκίνησε η πυρκαγιά, το οποίο αποφάνθηκε ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε από τυχαία αίτια, έγινε η αποπληρωμή όλων των ασφαλιστηρίων.

Η τεράστια φωτιά και η μεγάλη καταστροφή της πόλης, κινητοποίησαν την κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου. Αμέσως συστάθηκε Διεθνής Επιτροπή Νέου Σχεδίου Θεσσαλονίκης, με κορυφαίους αρχιτέκτονες και πολεοδόμους. Η επιτροπή έπρεπε να σχεδιάσει τη ρυμοτομία της Θεσσαλονίκης. Ήταν ο διεθνούς φήμης Γάλλος, Ερνέστος Εμπράρ, ο οποίος με τη βοήθεια Άγγλων και Ελλήνων επιστημόνων παρέδωσαν το 1918, μελέτη για την ανοικοδόμηση.

Παρά τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες το «Σχέδιο Εμπράρ» εφαρμόστηκε σε ένα μεγάλο βαθμό. Η Θεσσαλονίκη άφησε πίσω της τα τραγικά γεγονότα του 1917 και εκμεταλλεύτηκε την «χρυσή» ευκαιρία να ανανεωθεί εκμεταλλευόμενη τα δεδομένα της καταστροφής.

Η πόλη εντός των τειχών ανασχεδιάσθηκε από την αρχή, «ως ένα λευκό χαρτί» και ξαναγεννήθηκε από τις στάχτες της.