Έτος 279 π.Χ.: Οι Γαλάτες υπό την αρχηγία του πολέμαρχου Βρέννου εκστρατεύουν εναντίον της Ελλάδας. Είναι αποφασισμένοι να φτάσουν μέχρι την Πελοπόννησο και τίποτα δεν μπορεί να τους εμποδίσει, ούτε καν οι γενναίοι άνδρες που τους περιμένουν στις Θερμοπύλες. Εντωμεταξύ την ίδια ώρα στο Θέρμο της Αιτωλίας, μια γυναίκα που δεν καταδέχεται να γίνει το άθυρμα της μοίρας, η Ελένη του στρατηγού Καλλίνου, θα «βάψει» τα χέρια της με αίμα για να εκδικηθεί για τον άγριο βιασμό του αδελφού της, Κλεομήδη. Ένα ανθρωποκυνηγητό εξαπολύεται στα βουνά της Αιτωλίας για να συλληφθεί η φόνισσα και να τιμωρηθεί παραδειγματικά…
Αυτή είναι εν ολίγοις η συναρπαστική υπόθεση του νέου ιστορικού μυθιστορήματος «Η Ελένη της Αιτωλίας» που συνέγραψε ο δημοσιογράφος, Αντώνης Αντωνιάδης και κυκλοφορεί τις προσεχείς ημέρες από τις εκδόσεις «Οξύ».
Επί της ουσίας πρόκειται για μια ιστορία που είναι βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, για τις γυναίκες εκείνης της εποχής που υπερασπίστηκαν τις οικογένειες και τα σπίτια τους. Μια ιστορία που αποσιωπήθηκε, αποκρύφτηκε για θρησκευτικούς και πατριαρχικούς λόγους και με το πέρασμα των αιώνων ξεχάστηκε.

Όπως αναφέρει ο κ. Αντωνιάδης: «Το να γράφεις ένα μυθιστόρημα απαιτεί έρευνα, ειδικά ένα ιστορικό μυθιστόρημα στο οποίο θα αναφερθείς σε αληθινά γεγονότα και πρόσωπα. Τι γίνεται όμως, όταν ανακαλύπτεις μια «χαμένη» πτυχή της Ιστορίας; Και μάλιστα όχι χαμένη, αλλά αποσιωπημένη, έντεχνα διαστρεβλωμένη και τελικά ξεχασμένη; Κατά την αναζήτησή μου να γράψω ένα διαφορετικό ιστορικό μυθιστόρημα για την αρχαία Ελλάδα, όπου ο πρωταγωνιστής δεν θα είναι ο ηρωικός άνδρας, αλλά γυναίκα, θυμήθηκα την πληροφορία που αναφέρει ο Παυσανίας στο “Ελλάδος Περιήγησις” ότι μετά την καταστροφή και τα έκτροπα που προκάλεσαν οι Γαλάτες στην πόλη Κάλλιον -κατά την εισβολή τους στην Ελλάδα το 279 π.Χ.- πήραν τα όπλα και οι γυναίκες, οι οποίες πολέμησαν γενναία όπως οι άνδρες».
Ο Παυσανίας ωστόσο έγραψε το βιβλίο του τον 2ο μ.Χ. αιώνα, περιγράφοντας μάχες που δόθηκαν περίπου 4,5 αιώνες νωρίτερα. Μάλιστα για αυτές τις μάχες δίνει αρκετές λεπτομέρειες και ονόματα, αλλά για τις γυναίκες αφιερώνει μονάχα μία πρόταση. Κατά τη γνώμη του συγγραφέα, οι γυναίκες της Αιτωλίας δεν περίμεναν να τις σώσουν. Σήκωσαν τα όπλα και πήραν στα χέρια τους την τύχη τους, όπως κάνουν και σήμερα χιλιάδες γυναίκες σε όλο τον κόσμο, που αρνούνται να μείνουν «αόρατες» και διεκδικούν τον χώρο που τους αναλογεί στην Ιστορία. Ψάχνοντας λοιπόν στο διαδίκτυο δεν βρήκε καμία σχετική μελέτη για τα γεγονότα που συνέβησαν στον τόπο μας πριν από 2.304 χρόνια, αν και οι σύγχρονοι ιστορικοί αναφέρουν ότι πράγματι οι γυναίκες τότε πήραν τα όπλα και πολέμησαν.
«Η αναζήτησή μου όμως έδειξε κάποιες εικόνες από αρχαία αιτωλικά νομίσματα που στη μια όψη έχουν ένα γυναικείο πρόσωπο και στην άλλη μια γυναικεία μορφή να κάθεται πάνω σε γαλατικές ασπίδες», σημειώνει. Οπότε σκέφτηκε πως, για να κόψουν νομίσματα με γυναικείες μορφές οι αρχαίοι Αιτωλοί, σημαίνει ότι οι γυναίκες που πήραν τα όπλα και πολέμησαν δεν ήταν καμιά δεκαριά, ούτε μερικές εκατοντάδες, αλλά χιλιάδες και γι’ αυτό τις τίμησαν.

Για ποιον λόγο τότε δεν αναφέρεται τίποτα για αυτές πέρα από μια πρόταση; Ο κ. Αντωνιάδης ξεκίνησε την έρευνά του για να ενώσει τα κομμάτια ενός διαλυμένου θα έλεγε κανείς παζλ. Άξιο μνείας είναι το γεγονός ότι ο Παυσανίας αναφέρει ακόμα μία πρόταση, πως ο στρατηγός Ευρύδαμος αφιέρωσε στους Δελφούς ένα γυναικείο άγαλμα που «απεικονίζει δήθεν την Αιτωλία». Το «δήθεν» είναι του Παυσανία, ο οποίος γενικώς είναι θεοσεβούμενος, μύστης και θρησκόληπτος.
Εάν το άγαλμα δεν απεικόνιζε την Αιτωλία, τότε ποια απεικόνιζε; Ο ερευνητής πιθανολογεί πως στα νομίσματα απεικονίζονταν οι αρχηγίνες των γυναικών που πολέμησαν. Από ό,τι γνωρίζουμε, οι αρχαίοι δεν συνήθιζαν να απεικονίζουν τις πατρίδες τους με γυναικείες μορφές, ιδιαίτερα όταν το όνομα της περιοχής προερχόταν από άνδρα ήρωα. Για παράδειγμα, δεν υπάρχουν αγάλματα που να αναπαριστούν τη Σπάρτη, την Αττική, τη Μακεδονία ή την Αχαΐα. Το μοναδικό σχετικό παράδειγμα φαίνεται να είναι το άγαλμα που, σύμφωνα με τον Παυσανία, υποτίθεται ότι παρουσιάζει την Αιτωλία. Είναι πιθανό ότι αρχικά έφερε το όνομα της αρχηγού των γυναικών που πολέμησαν και κάποιοι αργότερα το διόρθωσαν ή το έσβησαν. Παρόμοιο περιστατικό αναφέρει ο Ηρόδοτος για τον τρίποδα που αφιέρωσαν οι Σπαρτιάτες στους Δελφούς και τροποποιήθηκε από άλλους Έλληνες, γράφοντας τα ονόματα των πόλεών τους.
Έτσι, μετά τη νίκη επί των Γαλατών, οι Αιτωλοί αναγνώρισαν εν μέρει τον ρόλο των γυναικών στον πόλεμο: έκοψαν νομίσματα και αφιέρωσαν γυναικείο άγαλμα, ονομάζοντάς το Αιτωλία. Στη συνέχεια, όμως, η ιστορία ξεθώριασε και σχεδόν ξεχάστηκε. Οι λόγοι ήταν κυρίως κοινωνικοί και πολιτικοί, προϊόν μιας πατριαρχικής οπτικής. Η θέση της γυναίκας στην αρχαία Ελλάδα άλλωστε δεν ήταν ιδανική, αλλά ούτε και συγκρίσιμη με αυτήν των γυναικών της Ανατολής, των Βορείων ή των χριστιανικών χρόνων. Υπάρχουν παραδείγματα ισοτιμίας μεταξύ των φύλων, αλλά όχι ισονομίας στα πολιτικά δικαιώματα – και ούτε μεταξύ των ανδρών υπήρχε πλήρης ισονομία.

«Για μένα, η απουσία λεπτομερούς καταγραφής της ιστορίας δεν ήταν τυχαία, αλλά σκόπιμη σιωπή: η αναγνώριση της συμμετοχής των γυναικών στην έκβαση ενός πολέμου θα απαιτούσε αναθεώρηση του κοινωνικού τους ρόλου. Η ιστορία τους δεν τελειώνει με τη μάχη της Αιτωλίας. Οι γυναίκες δεν περιορίστηκαν στη νίκη επί των Γαλατών, προχώρησαν στους Δελφούς και εκεί τους νίκησαν ξανά. Σε αυτό το σημείο παίζει ρόλο και το δελφικό ιερατείο: για θρησκευτικούς λόγους διαστρέβλωσε την ιστορία, παρουσιάζοντάς την ως λαογραφικό παραμύθι ή φανταστική αφήγηση, αντί για αληθινό γεγονός», λέει ο κ. Αντωνιάδης.
Ο Παυσανίας και άλλοι ιστορικοί περιγράφουν τη μάχη των Δελφών ως εξής: οι Γαλάτες έφτασαν έξω από τους Δελφούς και ο θεός Απόλλωνας μαζί με την Άρτεμη και την Αθηνά προκάλεσαν χιονοθύελλα, τους έκαψαν με κεραυνούς και τους έτρεψαν σε φυγή. Οι αριθμοί των υπερασπιστών ήταν μερικές χιλιάδες, αλλά η αφήγηση επικεντρώνεται σε θεϊκές επεμβάσεις. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει ακόμα και τον χρησμό του Απόλλωνα ότι οι Έλληνες δεν χρειάζονταν, καθώς θα τους προστάτευαν οι «λευκές κόρες».
Όσοι πιστεύουν σε θεϊκές παρεμβάσεις μπορούν να δουν την αφήγηση κυριολεκτικά. Για τους υπόλοιπους, που αναζητούν μια ρεαλιστική εξήγηση, η ιστορία δείχνει πως η συμμετοχή των γυναικών μετατράπηκε σε θρησκευτικό αφήγημα, ώστε να αποκρυφτεί η πραγματικότητα και να ενισχυθεί η πίστη των πιστών. «Συνολικά, για κοινωνικούς, πολιτικούς και θρησκευτικούς λόγους, μια ένδοξη ιστορία -όπου οι Ελληνίδες έσωσαν την πατρίδα τους και το ιερό κέντρο της Ελλάδας- αποσιωπήθηκε και ξεχάστηκε. Έγραψα αυτό το βιβλίο για να φωτίσω αυτή τη σκοτεινή σελίδα της Ιστορίας, για να αφηγηθώ μια ιστορία που αξίζει να ακουστεί, όχι ως “φεμινιστική”, αλλά γιατί είναι αληθινή. Οι γυναίκες δεν υπήρξαν ποτέ απλοί θεατές των πολέμων. Υπήρξαν πρωταγωνίστριες – απλώς κάποιοι δεν το κατέγραψαν ποτέ», καταλήγει ο συγγραφέας.