Για ένα ειδεχθές έγκλημα, ένα από τα χειρότερα στην ιστορικά των ανθρωποκτονιών στην Ελλάδα έκανε λόγο ο εισαγγελέας του Μικτού Ορκωτού  Δικαστηρίου όπου εκδικάζεται η υπόθεση της δολοφονίας του 63χρονου ναυτικού το πτώμα του οποίου βρέθηκε, τον Ιανουάριο του 2016, μέσα σε έναν καταψύκτη.

Της Μαρίας Ζαχαροπούλου

«Αυτοί που το έκαναν δεν σεβάστηκαν το δικαίωμα σε έναν αξιοπρεπή θάνατο» είπε ο εισαγγελέας ο οποίος εισηγήθηκε, στην πρόταση του, την ενοχή της πρώην συζύγου του θύματος από τη Βουλγαρία και της 27χρονης συμπατριώτισσας της. «Τέλεσαν την πράξη της ανθρωποκτονίας κατά συναυτουργία σε ήρεμη ψυχική κατάσταση γιατί είχαν σχέδιο και το εκτέλεσαν» είπε στην αγόρευση του.

«Ήταν το τέλος αυτό που άξιζε στον άνθρωπο αυτό, όποιος κι αν ήταν;» αναρωτήθηκε ο εισαγγελικός λειτουργός και συνέχισε λέγοντας: «Από την αρχαία Ελλάδα υπήρχε ένας σεβασμός στο νεκρό. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος αντί για τάλαντα και τιμές έλαβε έναν καταψύκτη».

Ο εισαγγελέας έκανε λόγο για μια προβληματική σχέση ανάμεσα στο ζευγάρι.

«Αντιμετώπιζαν προβλήματα όπως πολλά ζευγάρια που τα λύνουν με τον τρόπο που καθορίζει η έννομη τάξη» είπε υπογραμμίζοντας πως η 50χρονη κατηγορούμενη επέλεξε να «σκοτώσει τον πατέρα του παιδιού της, τον άνθρωπο με τον οποίο ήταν παντρεμένη» με στόχο να δώσει τέλος στην πολυετή αντιδικία που είχαν για την επιμέλεια του παιδιού τους.

«Το σχέδιο της  ήταν να πάρει την περιουσία του»

«Το πρόβλημα ήταν ο σύζυγος. Δεν έπρεπε να υπάρχει» είπε χαρακτηριστικά ο εισαγγελέας και συμπλήρωσε «Ακούστηκε κάτι για ποτό. Δεν το απορρίπτουμε. Το σχέδιο της, όμως, ήταν να πάρει την περιουσία του. Είχε πάρει ήδη χρήματα και ο στόχος ήταν  ό,τι απέμενε από την περιουσία. Δεν μπορούσε όμως να εκτελέσει το σχέδιο της», υπογράμμισε.

Ο εισαγγελικός λειτουργός εξέφρασε την βεβαιότητα πως η κατηγορούμενη λειτούργησε μεθοδικά και με ένα δόλιο σχέδιο, όπως είπε,  επιχείρησε να αφαιρέσει όλες τις υποψίες από πάνω της. Μάλιστα, ο εισαγγελέας ήταν καταπέλτης και για την 27χρονη κατηγορούμενη στην οποία απέδωσε κομβικό ρόλο στην υπόθεση.

«Έπρεπε να βρει τους πρόθυμους, ικανούς και αδίστακτους ανθρώπους που θα έφερναν σε εφαρμογή το σχέδιο της. Βρήκε λοιπόν την άλλη κατηγορούμενη η οποία γνώριζε ανθρώπους χρήσιμους για να εκτελέσουν το σχέδιο της. Έγινε η επαφή με τον άνθρωπο “κλειδί” ο οποίος διαφεύγει. Αυτός γνώριζε και τους άλλους δράστες. Η δεύτερη κατηγορούμενη είχε πλήρη επίγνωση του σχεδίου και κατά τη γνώμη μας ήταν παρούσα και στην ανθρωποκτονία», είπε.

Ο εισαγγελέας περιέγραψε βήμα-βήμα πως η κατηγορούμενη νοίκιασε το διαμέρισμα όπου βρέθηκε το πτώμα του 63χρονου στον οποίο όπως παραδέχτηκε είχε δώσει κλειδιά. Ο εισαγγελικός λειτουργός υπογράμμισε πως δεν υπάρχει άμεσος μάρτυρας αλλά πιθανολόγησε πως η 50χρονη ήταν εκείνη που άνοιξε στον πρώην σύζυγο της στο τελευταίο τους ραντεβού την μοιραία ημέρα. «Εξύφαινε μέρα-μέρα το εγκληματικό της σχέδιο. Ήρθε σε επαφή με τον τρίτο κατηγορούμενο από τον οποίο ζήτησε έναν καταψύκτη» και στη συνέχεια ισχυρίστηκε πως  ήταν φιλοξενούμενη σε φιλικό σπίτι γεγονός που δεν το ανέφερε ο συγκεκριμένος άνθρωπος «διότι στην πραγματικότητα έμενε στο σπίτι που έγινε το έγκλημα».

«Η παγίδα ήταν έτοιμη»

«Στις 3 Ιανουαρίου του 2015, έχουμε  πειστεί ότι ήταν παρούσα στο σπίτι. Παρούσα ήταν και η δεύτερη κατηγορούμενη μαζί με τους άγνωστους δράστες του εγκλήματος.

Η κατηγορούμενη ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που επικοινώνησε στις 18:26 με το θύμα. Εκείνος επικοινώνησε μαζί της 17 φορές εκείνη την ημέρα και τώρα ήρθε εδώ και είπε ότι δεν είχε καμία επικοινωνία μαζί του.

Τον κάλεσε να έρθει στο σπίτι ενώ η παγίδα ήταν έτοιμη με το πρόσχημα ότι το παιδί ήταν άρρωστο. Ήταν όλη η συμμορία μέσα στο σπίτι και τον περίμεναν, τον χτύπησαν, τον οδήγησαν στο δωμάτιο και τον στραγγάλισαν» τόνισε ο εισαγγελέας.

Αναφερόμενος δε στην αρχική απολογία της 27χρονης κατηγορούμενης  στην  οποία είχε περιγράψει τη σκηνή του εγκλήματος και είχε αναφέρει πως βοήθησε τη συμπατριώτισσα της να βρει τους «εκτελεστές» του συμβολαίου θανάτου  υποστήριξε  πως στην συνέχεια  την αναίρεσε «γιατί είχε αρχίσει να διαφαίνεται ο ρόλος της». «Υποστήριξε ότι ήταν προϊόν αστυνομικής βίας χωρίς να υποβληθεί ποτέ μήνυση για αυτό. Κατά τη γνώμη μας η κατάθεση απέδιδε σε μεγάλο βαθμό αυτά που έγιναν», τόνισε .

Ο εισαγγελέας απευθύνθηκε στους ενόρκους τους οποίους κάλεσε να μην πιστέψουν τους ισχυρισμούς της 50χρονης ότι ήθελε μόνο να απειλήσουν τον πρώην σύζυγο της και να μην συγκινηθούν από τα δάκρυα της. «Απευθύνομαι στους ενόρκους και λέω να μη συγκινηθούν από τα δάκρυα των κατηγορουμένων. Μπορεί να ήταν δάκρυα τύψης και όχι αθωότητας.

Σας καλώ να μην πιστέψετε αυτά που σας είπαν. Ήταν εκεί. Συμμετείχαν στην ανθρωποκτονία. Και όλα έγιναν περίπου όπως ειπώθηκαν στην προανακριτική κατάθεση στην αστυνομία η οποία μετά έγινε προϊόν βίας».

Αντικρούοντας τον ισχυρισμό της κατηγορούμενης ότι δεν βρήκε ανταπόκριση στις εκκλήσεις της για βοήθεια με αφορμή τις καταγγελίες της για κακοποίηση του παιδιού της ο εισαγγελέας τόνισε: «Η ιταμότητα τους έφτασε  στο σημείο να αμφισβητήσει όλους τους θεσμούς της χώρας, από την εισαγγελέα ανηλίκων μέχρι την αστυνομία.

Ας υποθέσουμε ότι το θύμα κακοποιούσε το παιδί του. Ποιες ήταν οι ενέργειες της; Προσπάθησε λέει να καταγγείλει. Απευθύνεται σε δικαστές εγνωσμένου κύρους που γνωρίζουν τι συμβαίνει  σε τέτοιες περιπτώσεις και ισχυρίζεται ότι κάνεις δεν ενδιαφέρθηκε και όλοι συμμάχησαν εναντίον της».

Τέλος, ο εισαγγελικός λειτουργός ζήτησε την απαλλαγή του τρίτου κατηγορούμενου για την πράξη της υπόθαλψης εγκληματία, λόγω αμφιβολιών.