Από την Επανάσταση του 1821 έως και σήμερα, υπήρξαν πέντε περίοδοι στην ελληνική Ιστορία που η χώρα είχε ταυτόχρονα δύο κυβερνήσεις. Η πρώτη φορά ήταν το 1823 – 1824 όταν η Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος διασπάστηκε σε «Κυβερνητικούς» υπό τον Υδραίο μεγαλοκαραβοκύρη Γεώργιο Κουντουριώτη που είχαν έδρα το Κρανίδι και σε «Αντικυβερνητικούς» υπό τον αρχιστράτηγο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη που έδρευαν στην Τριπολιτσά. Οι μεν κατηγορούσαν τους δε ως παράνομους και αμφότεροι προκήρυξαν εκλογές για την ανάδειξη νέων μελών του Βουλευτικού σώματος.

Η δεύτερη φορά που συνέβη κάτι ανάλογο ήταν το 1916. Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος διαφωνούσε ριζικά με τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α’ αναφορικά με τη στάση που θα έπρεπε να κρατήσει η Ελλάδα έναντι του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο πρόεδρος ήθελε την είσοδο της χώρας στον πόλεμο το ταχύτερο δυνατό, ενώ το Στέμμα την τήρηση ουδετερότητας. Αποκορύφωμα του Εθνικού Διχασμού, όπως έμεινε γνωστός, ήταν η δημιουργία της προσωρινής Κυβέρνησης Εθνικής Αμύνης από την τριανδρία Βενιζέλου, Παύλου Κουντουριώτη και Παναγιώτη Δαγκλή. Έδρευε στη Θεσσαλονίκη και ήλεγχε τη Βόρεια Ελλάδα, τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη, ενώ η κυβέρνηση της Αθήνας το νότιο τμήμα της επικράτειας.

Στα χρόνια της Κατοχής είχαμε επίσης δύο κυβερνήσεις: την «εξόριστη κυβέρνηση», γνωστή και ως «κυβέρνηση του Καΐρου» εξαιτίας του γεγονότος ότι για λόγους ασφαλείας έδρευε στην αγγλοκρατούμενη πρωτεύουσα της Αιγύπτου. Επικεφαλής είχε τον βασιλέα Γεώργιο Β’ και πρωθυπουργούς διαδοχικά τους Εμμανουήλ Τσουδερό, Σοφοκλή Βενιζέλο και Γεώργιο Παπανδρέου.

Την ίδια ώρα στην Ελλάδα οι Γερμανοί επέβαλλαν κατοχική κυβέρνηση με πρωθυπουργούς διαδοχικά τους Γεώργιο Τσολάκογλου (1941), Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο (1942) και Ιωάννη Ράλλη (1943).

Τον Μάρτιο του 1944 σχηματίστηκε από το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), τα συνεργαζόμενα μέλη του και άλλες αντιστασιακές οργανώσεις, η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) ή «Κυβέρνηση του βουνού», με έδρα το χωριό Βίνιανη της Ευρυτανίας και με σκοπό τη διοίκηση και την οργάνωση της δημόσιας ζωής στις απελευθερωμένες από τους Γερμανούς περιοχές. Την ίδια ώρα η επίσημη κυβέρνηση της χώρας εξακολουθούσε να βρίσκεται εξόριστη στο Κάιρο, ενώ την κατεχόμενη επικράτεια διοικούσε η δωσιλογική κυβέρνηση Ράλλη.

Τέλος το 1947, μεσούντος δηλαδή του Εμφυλίου Πολέμου (που επισήμως ξέσπασε μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα) το Κ.Κ.Ε. ανακοινώνει τη δημιουργία της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης που λειτούργησε παράλληλα και ενάντια στη νόμιμη κυβέρνηση της Αθήνας. Σε αυτή θα σταθούμε σήμερα, καθώς η συγκρότησή της πραγματοποιήθηκε τέτοιες μέρες πριν από 75 χρόνια.

Ποιοι μετείχαν στην κυβέρνηση

Ο Μιλτιάδης Πορφυρογένης μιλάει με μαχητές και κατοίκους ορεινού χωριού

Παραμονή Χριστουγέννων του 1947, κι ενώ μαίνονται οι συγκρούσεις μεταξύ του επίσημου κυβερνητικού στρατού και του ελεγχόμενου από το ΚΚΕ Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) αναγγέλλεται από τον ραδιοφωνικό σταθμό των αντάρτικων αριστερών δυνάμεων πως: «Χθες σχηματίστηκε (σ.σ. με απόφαση του Πολιτικού Γραφείου του Κομμουνιστικού Κόμματος) στην περιοχή της Ελεύθερης Ελλάδας, η πρώτη Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση της Ελεύθερης Ελλάδας. Η σύνθεσή της είναι η ακόλουθη: Πρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός των Στρατιωτικών, στρατηγός Μάρκος (σ.σ. Βαφειάδης). Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός των Εσωτερικών, Γιάννης Ιωαννίδης. Υπουργός των Εξωτερικών, Πέτρος Ρούσσος. Υπουργός Δικαιοσύνης, Μιλτιάδης Πορφυρογένης. Υπουργός Υγιεινής και Πρόνοιας και προσωρινά της Παιδείας, Πέτρος Κόκκαλης (σ.σ. παππούς του σημερινού ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία). Υπουργός Οικονομικών, Βασίλης Μπαρτζιώτας. Υπουργός Γεωργίας, Δημήτρης Βλαντάς. Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και προσωρινά του Επισιτισμού, Λεωνίδας Στριγκός». Για μια ακόμη φορά η χώρα βρισκόταν με δύο κυβερνήσεις. Από τη μια πλευρά υπάρχει η αναγνωρισμένη από τους διεθνείς οργανισμούς κυβέρνηση της Αθήνας υπό τον 87χρονο Θεμιστοκλή Σοφούλη και από την άλλη η «Κυβέρνηση των Βουνών» όπως τη χαρακτήριζε ο ΕΑΜίτης συγγραφέας, δημοσιογράφος και πολιτικός Σόλων Ν. Γρηγοριάδης, εξαιτίας του γεγονότος ότι αναζητούσε έδρα στα βουνά της Πίνδου.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας και Ιταλίας απέτρεπε τον Ζαχαριάδη να περάσει στην ένοπλη δράση

Ο γ.γ. του ΚΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης

Ας δούμε όμως πως φθάσαμε έως εκεί. Η πρώτη αναφορά περί ενδεχόμενου σχηματισμού μιας κυβέρνησης στις περιοχές που ήλεγχαν οι κομμουνιστές αντάρτες είχε γίνει στις 27ης Ιουνίου 1947, από το βήμα του συνεδρίου που διεξήγαγε το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα στο Στρασβούργο. Ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ Μιλτιάδης Πορφυρογένης, πρόεδρος τότε της Επιτροπής Ελέγχου του κόμματος, θα πει ενώπιον τον ομοϊδεατών του απ’ όλη την Ευρώπη ότι «η αποφασιστική πολεμική επίδοση και ανάπτυξη του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας μπροστά στο γεγονός της αμερικανοαγγλικής και μοναρχοφασιστικής αδιαλλαξίας αναγκαστικά τείνει ν’ αποκρυσταλλωθεί και αποκρυσταλλώνεται κιόλας προς τη δημιουργία μιας λεύτερης Ελλάδας με δική της Κυβέρνηση και δική της κρατική υπόσταση». Η δήλωση θα γίνει δεκτή με ανάμεικτα συναισθήματα από τους παριστάμενους. Μερικές αντιπροσωπείες θα χειροκροτήσουν. Οι Γάλλοι, οι Ιταλοί και οι άλλοι δυτικοί κομμουνιστές θα παραμείνουν από επιφυλακτικοί έως ψυχροί με τα όσα ακούνε.

Από τον Μάρτιο του 1946 οι επικεφαλής του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας Μωρίς Τορέζ και Ιταλίας Παλμίρο Τολιάτι είχαν αποτρέψει τον γενικό γραμματέα του Κ.Κ.Ε. Νίκο Ζαχαριάδη να πάρει τα όπλα. Δεν κατάφεραν όμως να του αλλάξουν γνώμη. Ο ηγέτης της Αριστεράς αν και γνώριζε ότι καμία από τις ανατολικές χώρες δεν του είχε προσφέρει υπόσχεση αναγνώρισης του σχήματος εξουσίας που φιλοδοξούσε να συγκροτήσει, πίστευε πως όταν εμφάνιζε την κυβέρνησή του, κι αν κατόρθωνε να την εγκαταστήσει σταθερά σε μια πόλη, αυτομάτως ο ανατολικός συνασπισμός θα έπαυε να είναι επιφυλακτικός και θα τασσόταν επίσημα στο πλευρό του.

Δυναμική αντίδραση από την κυβέρνηση της Αθήνας: Εκτοπίσεις και διώξεις

Ο υπουργός της Κυβέρνησης του Βουνού, Πέτρος Κόκκαλης

Στην Αθήνα, πριν συμπληρωθούν δύο εβδομάδες από τη δήλωση του Στρασβούργου, εκδηλώνεται η πρώτη δυναμική αντίδραση της επίσημης ελληνικής κυβέρνησης με ένα τεράστιο κύμα μαζικών συλλήψεων που εξαπολύθηκε τη νύχτα της 9ης Ιουλίου 1947. Σύμφωνα με στοιχεία, οι αρχές συνέλαβαν 2.613 άτομα, τα οποία μετέφεραν με αρματαγωγά στην Ικαρία που θα αποτελούσε τόπο εξορίας μέχρι το τέλος του Εμφυλίου. Τα επόμενα εικοσιτετράωρα θα ακολουθήσουν νέες διώξεις χιλιάδων Αριστερών ως προληπτικό μέτρο «ενόψει εξέγερσης» όπως υποστήριζε ο τότε πρωθυπουργός και τραπεζίτης Δημήτριος Μάξιμος.

Μετά και τις τελευταίες δραματικές εξελίξεις το ΚΚΕ αποφασίζει να περάσει και ουσιαστικά στην ένοπλη δράση. Μέχρι τότε, σε μια προσπάθεια να διατηρήσει τη νόμιμη λειτουργία του, παρουσιαζόταν επισήμως ως άσχετο με τον ανταρτοπόλεμο, κάνοντας λόγο για «αυθόρμητο κίνημα του δημοκρατικού λαού». Στη συνεδρίαση της 3ης Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ όμως, που διεξάγεται 11 – 12 Σεπτεμβρίου 1947, τα 6 παρόντα μέλη από τα συνολικά 40 μέλη (τα υπόλοιπα είτε είχαν φυλακιστεί είτε είχαν καταφύγει στο βουνό) διακηρύσσουν πλέον ότι «ο ένοπλος αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας αποτελεί τη μοναδική επιβεβλημένη απάντηση που ο λαός και η Ελλάδα έχουν να δώσουν στους ξένους καταχτητές και τους ντόπιους υποταχτικούς τους». Στην απόφαση υπογραμμιζόταν επίσης πως «η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ διαπιστώνει ότι στην Ελλάδα ωρίμασαν οι συνθήκες για τη δημιουργία ελεύθερης δημοκρατικής περιοχής με δική της κυβέρνηση». Γινόταν πλέον ολοφάνερο πως έφθανε ο χρόνος δημιουργίας της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης.

Το πολυσυζητημένο «Σχέδιο Λίμνες»

Ο Μάρκος Βαφειάδης φωτογραφημένος από τον Σπ. Μελετζή

Παράλληλα τα παριστάμενα μέλη στα οποία συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων ο γ.γ. του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης και ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής του Δημοκρατικού Στρατού Μάρκος Βαφειάδης, ενέκριναν το πολυσυζητημένο «Σχέδιο Λίμνες» – η ονομασία του σχεδίου οφείλεται στον τόπο που πραγματοποιήθηκαν οι εργασίες της Ολομέλειας, κοντά στη λίμνη Πρέσπες, κατά πάσα πιθανότητα σε γιουγκοσλαβικό έδαφος. Βάσει αυτού προβλεπόταν για την άνοιξη του 1948 η κατάληψη ολόκληρης της Μακεδονίας και της Θράκης, αναλόγως δε με τις στρατιωτικές δυνατότητες και της Ηπείρου, προκειμένου να εγκαθιδρυθεί στην περιοχή Λαϊκή Δημοκρατία με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη. Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι κομμουνιστικές δυνάμεις ελέγχουν πάνω από 100 χωριά στο βόρειο τμήμα της επικράτειας και διοικούν ένα στρατό 13.000 ανταρτών έχοντας την υποστήριξη άλλων 50.000 σε διάφορες πόλεις αλλά και την υποστήριξη της γειτονικής Βουλγαρίας, Γιουγκοσλαβίας και της Αλβανίας.

Το σχέδιο «δημιουργίας ελεύθερου εδάφους στη βόρεια Ελλάδα» όπως διέτεινε εύγλωττα η Αριστερά δεν θα γίνει γνωστό αμέσως καθώς θεωρήθηκε απόρρητο όπως άλλωστε και όλα τα υπόλοιπα που αποφασίστηκαν στην 3η Ολομέλεια. Αυτό όμως δεν εμπόδισε την επίσημη κυβέρνηση της Αθήνας να εντείνει τα έκτακτα στρατοδικεία και τις εκτελέσεις. Μάλιστα στις 8 Δεκεμβρίου 1947 θεσπίζεται και ψήφισμα που απαγορεύει ακόμη και τις απεργίες.

Τι προέβλεπε η ιδρυτική πράξη της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης

Ο Νίκος Ζαχαριάδης μιλάει σε μέλη του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας

Έτσι, φθάνουμε δεκαπέντε ημέρες αργότερα στην ανακοίνωση από τον ραδιοσταθμό των ανταρτών, περί σχηματισμού της πρώτης «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (ΠΔΚ) της Ελεύθερης Ελλάδας» εκ μέρους των κομμουνιστών. Στην ιδρυτική της πράξη υπογραμμιζόταν ότι αυτή συγκροτήθηκε έχοντας ως κύριους και πρωταρχικούς σκοπούς:

«1. Να συνεχίσει και να εντείνει με όλα τα μέσα και με όλες τις δυνάμεις του λαού τον αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδας από το ζυγό των ξένων ιμπεριαλιστών και των οργάνων τους, για την αποκατάσταση της εθνικής ανεξαρτησίας, για την επικράτηση και τη νίκη της Δημοκρατίας στην Ελλάδα και για την κατοχύρωση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ελληνικού λαού.

2. Να κυβερνήσει τη χώρα πάνω σε λαϊκές και δημοκρατικές βάσεις παίρνοντας όλα τα μέτρα για την ανάπτυξη των λαϊκοδημοκρατικών θεσμών και μεταρρυθμίσεων όπως των λαϊκών συμβουλίων, της λαϊκής δικαιοσύνης, της αγροτικής μεταρρύθμισης, της λαϊκής παιδείας κλπ και για την αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών του λαού στις ελεύθερες και στις απελευθερωμένες περιοχές.

3. Να επιδιώξει την πραγματοποίηση και επέκταση της συμφιλίωσης και ενότητας του λαού πάνω στη βάση της εξασφάλισης της εθνικής ανεξαρτησίας και του σεβασμού των δημοκρατικών του δικαιωμάτων και ελευθεριών, και

4. Να εκπροσωπεί τη δημοκρατική Ελλάδα στο εξωτερικό και να αποκαταστήσει φιλικές σχέσεις με όλους τους δημοκρατικούς λαούς και τις κυβερνήσεις τους».

Ο όρκος των μελών της κυβέρνησης

Μαχητές του ΔΣΕ στον χιονισμένο Γράμμο

Πέραν των σκοπών της ΠΔΚ, άξιος μνείας είναι και ο όρκος που έδωσαν τα μέλη της, καθώς αναφερόταν πως: «Ορκίζομαι ότι θα εκτελέσω πιστά τα καθήκοντά μου σαν μέλος της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης της Ελεύθερης Ελλάδας έχοντας σαν γνώμονα το συμφέρον της πατρίδας μου και του ελληνικού λαού. Ότι θα αγωνιστώ με αυτοθυσία για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους ξένους ιμπεριαλιστές και για τη Δημοκρατία, ότι θα υπερασπίζω παντού και πάντοτε τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του λαού και θα είμαι παραστάτης και οδηγός του λαού στον αγώνα του για τη λευτεριά και τα κυριαρχικά του δικαιώματα».

Το διάγγελμα προς τον λαό: «Στην Αθήνα δεν υπάρχει εθνική ελληνική κυβέρνηση»

Ο πρωθυπουργός Θεμιστοκλής Σοφούλης

Αμέσως μετά την συγκρότησή της, η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση προχώρησε στην έκδοση διαγγέλματος προς τον ελληνικό λαό: «Μπροστά στην εκμηδένιση της εθνικής μας ανεξαρτησίας από τον αμερικάνικο και αγγλικό ιμπεριαλισμό, μπροστά στην κατάργηση της δημοκρατίας από το μοναρχοφασισμό μαζί με το ψευτοδημοκρατικό Κέντρο, τα ύψιστα συμφέροντα της Ελλάδας και του ελληνικού λαού επέβαλαν την ανάγκη του σχηματισμού μιας δημοκρατικής κυβέρνησης. Στην Αθήνα, δεν υπάρχει εθνική ελληνική κυβέρνηση. Υπάρχουν οι Τσαλδάρης και Σοφούλης, που ξεπούλησαν στους ξένους ιμπεριαλιστές και στους ντόπιους πλουτοκράτες κάθε όσιο και ιερό, την τιμή και τη ζωή του λαού, την ίδια την Ελλάδα. Αυτή η κατάπτωση στην έσχατη προδοσία, μαζί με τον αγώνα του λαού και την πολεμική επίδοση του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας δημιούργησαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να πραγματοποιηθεί αυτό που επέβαλαν τα συμφέροντα της χώρας και που αποτελούσε πανελλήνια εθνική απαίτηση. Υπακούοντας στη φωνή της Ελλάδας, αναλάβαμε το σχηματισμό της πρώτης Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης της Ελεύθερης Ελλάδας».

Παράλληλα ξεκαθάριζε πως: «Πρώτος και κύριος σκοπός της Προσωρινής Κυβέρνησης είναι να κινητοποιήσει όλες τις δυνάμεις του λαού για τη γρήγορη απελευθέρωση της χώρας από τους ξένους ιμπεριαλιστές και από τους ντόπιους γραικύλους, για την κατοχύρωση της εθνικής κυριαρχίας, για την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας από κάθε ξένη ιμπεριαλιστική επιβουλή και για τη νίκη της Δημοκρατίας».

Και κατέληγε: «Η διακυβέρνηση των ελεύθερων περιοχών πάνω σε λαϊκοδημοκρατικές βάσεις και η παραπέρα ανάπτυξη των θεσμών των λαϊκών συμβουλίων και της λαϊκής δικαιοσύνης, που αποτελούν την πρώτη βάση για τη δημοκρατική αναδημιουργία, θα είναι ένα από τα κύρια καθήκοντά μας. Το ίδιο η εθνικοποίηση των ξένων εταιριών, των μεγάλων τραπεζών και της βαριάς βιομηχανίας. Η εφαρμογή της αγροτικής μεταρρύθμισης, η αντιμετώπιση των επισιτιστικών αναγκών του λαού. Η αναδιοργάνωση της εθνικής οικονομίας και του κρατικού μηχανισμού πάνω σε λαϊκές δημοκρατικές βάσεις. Η σταθεροποίηση της συμφιλίωσης και ενότητας του λαού πάνω στη βάση της εξασφάλισης της εθνικής ανεξαρτησίας και του σεβασμού των δημοκρατικών του δικαιωμάτων. Η αναγνώριση πλέριας ισοτιμίας στις εθνικές μειονότητες και του δικαιώματος της ελεύθερης εθνικής τους ανάπτυξης. Η δημιουργία γερού λαϊκού στρατού, στόλου και αεροπορίας, μιας ισχυρής Ελλάδας, ικανής να υπερασπίσει την εθνική της κυριαρχία, ανεξαρτησία και ακεραιότητα από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική επιβουλή, σε στενή αδελφική συνεργασία με όλους τους δημοκρατικούς λαούς της Ευρώπης».

Η ανεπιτυχής κατάληψη της Κόνιτσας

Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Εμπρός» της 6ης Ιανουαρίου 1948 για τη μάχη της Κόνιτσας

Λίγες μόλις ώρες μετά την ανακοίνωση συγκρότησης της «Κυβέρνησης των Βουνών», ξημερώματα Χριστουγέννων του 1947, ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας με δύναμη δύο ταξιαρχιών 2.000 – 2.500 ανδρών συνολικά, επιτίθεται κατά της Κόνιτσας χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά πυροβολικό. Ήταν ξεκάθαρο πως μετά την ανακήρυξη κυβέρνησης, αναζητούνταν τώρα και μια πόλη που θα εκτελούσε χρέη πρωτεύουσας. Το κράτος αντιδρά ακαριαία και αποφασιστικά. Αφού δηλώνει πως ο σχηματισμός ΠΔΚ ήταν «εν ακόμη στάδιον εις την εφαρμογήν προσεκτικώς καταρτισθέντος υπό της Γιουγκοσλαβίας, Βουλγαρίας και Αλβανίας σχεδίου διά την επιβολή εις την Ελλάδα κομμουνιστικού καθεστώτος, αντιθέτου προς τας θελήσεις της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού», στις 27 Δεκεμβρίου ψηφίζεται ο αναγκαστικός νόμος 509 «περί μέτρων ασφαλείας του κράτους και του κοινωνικού καθεστώτος» με τον οποίο το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και η οργάνωση Εθνική Αλληλεγγύη ετίθεντο εκτός νόμου και διαλύονταν. Ο δε κομμουνισμός θεωρούνταν κολάσιμο αδίκημα. Όσοι προπαγάνδιζαν γραπτώς ή προφορικώς κομμουνιστικές ιδέες τιμωρούνταν με ποινές από απλή φυλάκιση μέχρι θάνατο. Τα μέτρα εφαρμόζονται κατευθείαν και χιλιάδες κομμουνιστές εκτοπίζονται σε ξερονήσια.

Στο μεταξύ η μάχη της Κόνιτσας μαίνεται για τα καλά. Παρά τις προσδοκίες του Βαφειάδη οι κάτοικοι της κωμόπολης πήραν το μέρος των κυβερνητικών δυνάμεων που ενισχύθηκαν με την έλευση μονάδων του Λόχου Ορεινών Καταδρομών και ταγμάτων πεζικού. Συνολικά ο εθνικός στρατός θα παρατάξει δύναμη 200.000 ανδρών (8 μεραρχίες και 3 ανεξάρτητες ταξιαρχίες) με αεροσκάφη και αγγλοαμερικανική βοήθεια έναντι μόλις 6.000 ανταρτών. Το αποτέλεσμα ήταν προδιαγεγραμμένο. Το μεσημέρι της 7ης Ιανουαρίου 1948 η βασίλισσα Φρειδερίκη έμπαινε στην πόλη προκειμένου να συγχαρεί τους διοικητές του στρατού σε μια συμβολική κίνηση. Οι απώλειες των δύο πλευρών ωστόσο αποτυπώνουν τη σφοδρότητα της σύγκρουσης. Ο ΔΣΕ είχε 458 νεκρούς και 217 τραυματίες, ενώ ο Εθνικός Στρατός 149 νεκρούς, 458 τραυματίες και 69 αγνοούμενους.

Η αποτυχία κατάληψης της Κόνιτσας ανάγκασε την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση να μην έχει έδρα, μετακινούμενη συνεχώς στους ορεινούς όγκους της βόρειας Πίνδου. Ο βίος της εν λόγω κυβέρνησης θα τερματιστεί τον Αύγουστο του 1949, μαζί με την οριστική στρατιωτική ήττα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας στον Εμφύλιο Πόλεμο.

  • Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος – μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων.