Όταν ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος τον Οκτώβριο του 1940, μόνο στην Αθήνα κυκλοφορούσαν δεκαοκτώ εφημερίδες και άλλες τρεις στη Θεσσαλονίκη. Τηλεοπτικά κανάλια δεν υπήρχαν, ενώ ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών έκανε τα πρώτα του δειλά βήματα στις υπόγειες εγκαταστάσεις του Ζαππείου Μεγάρου.

Για την ιστορία, στην πρωτεύουσα κυκλοφορούσαν (κατά αλφαβητική σειρά): τα Αθηναϊκά Νέα (τα σημερινά Νέα), η Ακρόπολις, η Απογευματινή, ο Ασύρματος, η Βραδυνή, το Έθνος, η Ελευθερία, το Ελεύθερον Βήμα (το σημερινό Βήμα της Κυριακής), το Ελληνικό Μέλλον, η Καθημερινή, η Κοινωνία, η Νέα Ελλάς, οι Νέοι Καιροί, ο Νέος Κόσμος, η Νίκη, η Πειραϊκή, τα Πρωϊνά Νέα και ο Τύπος, ενώ στη συμπρωτεύουσα η Μακεδονία, η Νέα Αλήθεια και το Φως.

Ο Στρατής Μυριβήλης και άλλοι δημοσιογράφοι στο μέτωπο

Μόλις δόθηκε η σχετική έγκριση από το Γενικό Επιτελείο Στρατού, βρέθηκαν στο μέτωπο κάποιοι από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του Τύπου εκείνης της εποχής, όπως ήταν ο ήδη καταξιωμένος πεζογράφος Στρατής Μυριβήλης (τακτικό μέλος της ΕΣΗΕΑ από το 1936), ο σημαντικός χρονογράφος Παύλος Παλαιολόγος (το πρόσωπο του οποίου εντυπώθηκε σε γραμματόσημο που κυκλοφόρησε το 2015), ο αεικίνητος Θωμάς Μαλαβέτας (που έστελνε ανταποκρίσεις για λογαριασμό της εφημερίδας Έθνος και παρά το γεγονός ότι γλίτωσε από τις ιταλικές οβίδες, δολοφονήθηκε στα Δεκεμβριανά του 1944 από κομμουνιστές) και μια σειρά άλλων προσώπων: ο Πολύμερος Μοσχοβίτης, ο Επαμεινώνδρας Μπαμπούρης, ο Τάκης Παπαγιαννόπουλος, ο Κώστας Τριανταφυλλίδης, ο Γιάννης Ταχογιάννης, ο Νίκος Αναστασόπουλος, ο Γιώργος Ανδρουλιδάκης, ο Σπύρος Αυλωνίτης, ο Νίκος Γιοκαρίνης, ο Σόλων Γρηγοριάδης, ο Δημήτρης Δεβετζής, ο Κώστας Δημάδης, ο Θόδωρος Δογάνης, ο Κώστας Ζαφειρόπουλος, ο Ευστάτιος Θωμόπουλος, ο Ανδρέας Ιωσήφ, ο Παντελής Καψής, ο Χρήστος Κολιάτσος, ο Μιχάλης Κυριακίδης, ο Γεώργιος Λυδίας, ο Γιώργος Μανιατάκος, ο Βάσος Τσιμπιδάρος και ο Αλέκος Λιδωρίκης.

Οι πρώτοι ανταποκριτές μεταβαίνουν στις 18 Νοεμβρίου

Η πρώτη ομάδα των Αθηναίων δημοσιογράφων μετέβη από τα Ιωάννινα στο μέτωπο, τη Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 1940. Η χρονική συγκυρία χορήγησης επίσημης άδειας μετάβασης των δημοσιογράφων στο μέτωπο (που παρεμπιπτόντως σχεδόν κανείς δεν είχε εμπειρία από πόλεμο), δεν ήταν τυχαία. Από τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου έως και τις 13 Νοεμβρίου ο Ελληνικός Στρατός απωθούσε επαρκώς τις πολυπληθείς και καλύτερα εξοπλισμένες φασιστικές δυνάμεις. Από τις 14 Νοεμβρίου μάλιστα, προς έκπληξη της διεθνούς κοινής γνώμης, οι Έλληνες περνούσαν από την αντίσταση στην αντεπίθεση με οκτώ μεραρχίες πεζικού, δύο ταξιαρχίες πεζικού και μια μεραρχία ιππικού. Οι Ιταλοί που δεν περίμεναν τέτοια εξέλιξη, έδειχναν να τα έχουν χαμένα, υποχωρώντας όλο και πιο πολύ στο αλβανικό έδαφος. Στο στράτευμά μας υπήρχε μια γενική ευφορία, αν και οι συνθήκες στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου ήταν απελπιστικές. Υπήρχε δριμύ ψύχος που εναλλασσόταν με βροχή και οι μπότες πατούσαν συνεχώς σε λάσπες. Τα πρώτα φονικά κρυοπαγήματα είχαν κάνει την εμφάνισή τους σε πολλές μονάδες και οι απώλειες δεν ήταν αμελητέες.

«Ο ήρως τα Μάροβα»

Ο θρίαμβος της ελληνικής ψυχής εξυμνήθηκε σε πολλά από τα δημοσιεύματα της εποχής

Η πρώτη ανταπόκριση από τα όρια της πρώτης γραμμής του μετώπου εστάλη στις 20 Νοεμβρίου για να ακολουθήσει ένας καταιγισμός από κείμενα. Για να αντιληφθούμε τον τρόπο γραφής και μετάδοσης των γεγονότων εκείνη την εποχή, αξίζει να σταθούμε σε κάποια χαρακτηριστικά κείμενα των εφημερίδων. Ο απεσταλμένος της Πρωίας (μιας από τις μεγαλύτερες τότε αθηναϊκές εφημερίδες) Γιώργος Ν. Δρόσος βρέθηκε στην Κορυτσά (στη νοτιοανατολική Αλβανία) αμέσως μόλις τελείωσε η αποφασιστική μάχη στους ορεινούς όγκους της Μόροβα (ή Μάροβα) που διήρκεσε από τις 13 έως τις 22 Νοεμβρίου 1940 βρέθηκε στην περιοχή. Θυμίζουμε ότι χάρις σε αυτή τη μάχη έσπασε η «ραχοκοκαλιά» των ιταλικών δυνάμεων, με αποτέλεσμα να ανοίξει ο δρόμος για την προέλαση των μονάδων της Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας προς τη Βόρειο Ήπειρο, σε βάθος έως και 80 χιλιομέτρων.

Ο πολεμικός ανταποκριτής, στο κείμενό του με τίτλο «Ο ήρως της Μάροβας», επιχειρεί να παρουσιάσει στο φύλλο της Πρωίας την Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 1940 μια σειρά από ατομικές ανδραγαθίες των ημερών που προηγήθηκαν. Γράφει χαρακτηριστικά: «Εάν δεν ήσαν οι φαντάροι μας, οι λασπωμένοι αρρενωποί και με τη φλόγα της μάχης ζωγραφισμένη στα μάτια τους, θα ενόμιζε κανείς ότι η Κοριτσά είνε κάποια πόλις στην Νότιο Αμερική ή στην Αυσταλία, μακρυά από τον πόλεο και από το κανονίδι. Τίποτα μέσα στην πόλη δεν προδίδει ότι γύρω της έγιναν μάχαι σκληραί, τίποτα δεν ενθυμίζει τον αγώνα που λίγες μέρες πριν έγινεν εδώ. Κανένα κτίριο δεν έχει καταρρεύσει, κανένα κατάστημα δεν έχει κλείσει, καμία μεταβολή δεν επήλθεν εις τον κανονικόν ρυθμόν της πόλεως. Ο κόσμος κυκλοφορεί ήσυχος εις τους δρόμους, τα καφενεία είνε γεμάτα και αι Κοριτσαίαι αι οποίαι θεωρούνται αι κομψότεραι γυναίκες της Αλβανίας, επισκέπτονται όπως πριν τους οίκους νεωτερισμών και κάνουν τα ψώνια τους εις τα εμπορικά της πόλης. […] Οι Έλληνες στρατιώτες κυκλοφορούν και χαζεύουν στους δρόμους, με ύφος κάθε άλλο παρά κατακτητή, αλλά απλώς με το ύφος ανθρώπων οι οποίοι εκτέλεσαν τη δουλειά τους καλά και δικαιούνται τώρα να κάνουν με την ησυχία τους μια βόλτα στην πόλη που για πρώτη φορά επισκέπτονται.

Εκεί λοιπόν, σε ένα καφενείο, συναντήσαμε τον ήρωα της Μάροβας. Ποιος είναι, πώς τον λένε, από πού έρχεται ούτε τον ρωτήσαμε ούτε σημασία έχει το πράγμα. Τι βαθμό φέρει; Είναι απλώς στρατιώτης. Ένα κακοδεμένο παιδί 25-26 ετών, με καστανά μάτια, με σπασμένα δύο τρία δόντια από κάποιο γλίστρημα επάνω στους βράχους της Μάροβας, με λασπωμένες μπότες, με ένα διαρκές μειδίαμα στα χείλη και με μια σεμνότητα και συστολή που τον κάνει καταφανώς να στενοχωρείται όταν μιλεί για τον εαυτό του

Το βατερλό του Μουσολίνι στην Κορυτσά (Πρωία 23/11/1940)

-Είμαι, λέγει, ο πρώτος, μα ο εντελώς πρώτος Έλληνας στρατιώτης που μπήκε μέσα στην Κορυτσά. Όταν ο λόχος μας με τον λοχαγό επικεφαλής μπήκε μέσα στην πόλη, πρώτος εγώ βγήκα από τη γραμμή, έτρεξα δίπλα στο λοχαγό και οι δυο μας μπήκαμε μαζί. Μάλιστα, εγώ πήγαινα ένα βήμα πιο μπροστά από το λοχαγό. Με άφησε, ξέρετε, γιατί ήταν ευχαριστημένος από εμένα. Φαίνεται πως πολέμησε καλά…

-Και πού πολέμησες;

-Να σας πω… Και εγώ καλά καλά δεν ξέρω. Δεν ρωτούσα το όνομα των διαφόρων τοποθεσιών. Ξέρω όμως ότι πολεμούσα συνεχώς επί εννέα μέρες. Ότι επί εννέα μέρες έτρωγα μόνο ψωμί και τυρί. Ότι τις νύχτες κοιμόμουν δύο ή τρεις ώρες, ντυμένος, μέσα σε μια κουβέρτα, με το όπλο μου αγκαλιά, και ότι συχνά και αυτόν τον λίγο ύπνο τον διέκοπταν αιφνιδιαστικές τουφεκιές. Εάν μου λέγατε, λίγους μήνες πριν, ότι θα έκανα αυτή τη ζωή για εννέα ημέρες, θα σας έλεγα ότι πριν περάσει μια εβδομάδα θα είχα πεθάνει από εξάντληση. Και όμως, δόξα τω Θεώ, δεν έπαθα τίποτα και αισθάνομαι πολύ καλά. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι ωραίο πράγμα είναι να νικήσει κανείς, και πώς μπροστά στη νίκη όλα τα άλλα, πείνα, νύστα και άνεση, φαίνονται μικρά και ασήμαντα πράγματα.

Μια μικρή σιωπή, μερικές ερωτήσεις για τη μαχητικότητα των Ιταλών και μια διαβεβαίωση, η οποία, από το στόμα που προέρχεται, δεν επιδέχεται ούτε αμφιβολία ούτε αντίρρηση:

-Πολεμήσαμε σκληρά. Κάθε σπιθαμή γης που πήραμε, την κερδίσαμε με αγώνα. Τίποτα δεν πήραμε τσάμπα. Οι Ιταλοί αντιστέκονται και είναι καλά οπλισμένοι. Μόνο στον αγώνα στήθος προς στήθος δεν αντέχουν. Φαίνεται ότι τους λείπει το ψυχικό σθένος. Έτσι την πήραμε όλη τη Μάροβα. Τουφεκίδι, κανονίδι και κατόπιν ξιφολόγχη. Έπειτα πάλι από την αρχή. Ο εχθρός έμπαινε σε οχυρά και χαρακώματα. Σιγά σιγά όμως καθαρίσαμε ολόκληρο το βουνό. Μια φορά πήραμε διαταγή να περάσουμε από κάτι κατσάβραχα για να βάλουμε στη μέση κάτι Ιταλούς. Έπρεπε να πηδήξουμε ένα βράχο εφτά μετρά ύψος. Πώς τον πηδήξαμε και εγώ δεν ξέρω. Ξέρω όμως ότι είτε γλιστρώντας είτε με σχοινιά τον πηδήξαμε όλοι και το κόλπο έπιασε. Έτσι φτάσαμε ως εδώ που με βλέπετε και πίνουμε το καφεδάκι μας στον κεντρικό δρόμο της Κορυτσάς».

«Το παρόν τηλεγράφημα το έχω συντάξει επί χάρτου δημοσίας ιταλικής υπηρεσίας»

Η ανταπόκριση του Ανδρουλιδάκη για λογαριασμό της εφημερίδας «Πρωία» της 24ης Νοεμβρίου 1940

Στην ελευθερωμένη από τον ελληνικό Στρατό Κορυτσά βρέθηκε και ο δραστήριος Αθηναίος δημοσιογράφος Γιώργος Ανδρουλιδάκης για λογαριασμό της εφημερίδας «Η Πρωία». Όπως αναφέρει σε κείμενό του που δημοσιεύτηκε στις 24 Νοεμβρίου 1940 (σελ. 4), «έφθασα σήμερον εις την Κορυτσάν, την απελευθερωθείσα υπό τον στρατού μας, ο οποίος ήδη διώκει τον πανικόβλητον ιταλικόν στρατόν εκείθεν της λίμνης Μαλίκης. Αι στρατιωτικαί αρχαί και η χωροφυλακή εγκατεστάθησαν ήδη εντός της πόλεως. Και οργάνωσαν την ασφάλειαν, η οποία αποκατεστάθη τάχιστα. Ήδη φροντίζουν διά τον ανεφοδιασμόν της πόλεως εις τρόφιμα, των οποίων υπάρχει μεγάλη έλλειψης. Σήμερον, επίσης, εγκατεστάθη η νέα δημοτική αρχή υπό τον Έλληνα δήμαρχον Επαμεινώνδα Χαρισιάδην και δημοτικόν συμβούλιον, το οποίον αποτελείται εκ 4 Αλβανών και 11 Ελλήνων, οίτινες απολαμβάνουν της γενικής εμπιστοσύνης και εκτιμήσεως του πληθυσμού. Ο πρώην δήμαρχος, όργανον των Ιταλών, ηκολούθησε τους φυγάδας.

Ο πληθυσμός της Κορυτσάς με ειλικρινή ενθουσιασμόν πανηγυρίζει την απελευθέρωσίν του από τον φασιστικόν ζυγόν διά κωδωνοκρουσιών και πανδήμων εκδηλώσεων. Αύριον (σήμερον) θα τελεσθή δοξολογία εις τον καθεδρικός ναόν. Σήμερον οι κάτοικοι της Κορυτσάς είχαν ρυθμίσει τα ραδιόφωνα των εις το κύμα του σταθμού Αθηνών διά να ακούσουν το διάγγελμα του Βασιλέως. Οι Ιταλοί, φεύγοντες εκ της Κορυτσάς, εγκατέλειψαν στρατιωτικόν υλικόν παντός είδους, αξίας δεκάδων εκατομμυρίων. Τοιαύτη ήτο η σπουδή της φυγής, ώστε εις τα δημόσια γραφεία εγκατέλεψαν άθικτον και αυτήν την γραφικήν ύλην. Το παρόν τηλεγράφημά μου το έχω συντάξει επί χάρτου δημοσίας ιταλικής υπηρεσίας. Εις την Κορυτσάν ανεύρον προκηρύξεις εις την ιταλικήν, αλβανικήν και ελληνικήν, προοριζομένας διά τας ελληνικές πόλεις, τας οποίας «θα» κατελάμβανον οι Ιταλοί, και περιεχούσας εντολάς προς τον ελληνικόν λαόν διά τον τρόπον με τον οποίον θα έπρεπε να ζη υπό την ιταλικήν κατοχήν. Ο αλβανικός λαός εγνώριζε την προέλασιν του ελληνικού στρατού ακροώμενος μυστικά εις το ραδιόφωνον και ως εκ τούτου ουδεμίαν έδιδε πίστιν εις τα φληναφήματα των Ιταλών, οι οποίοι τέσσαρας ακόμη ώρας πριν εγκαταλείψουν την πόλιν επίστευον ότι ο ιταλικός στρατός βαδίζει προς την Θεσσαλονίκην.

Ιταλοί αιχμάλωτοι στρατιώτες μεταφέρονται στην Αθήνα όπως μας ενημερώνει η εφημερίδα «Πρωία» στο φύλλο της 24ης Νοεμβρίου 1940

Ήδη εις την Κορυτσάν, εις τους δρόμους και τα κέντρα της, κυριαρχεί το ελληνικόν χακί και ουδέν ενθυμίζει την ιταλικήν κατοχήν, εξαιρέσει των καταξεσχισμένων προσωπογραφιών του Μουσσολίνι και διαφόρων επιγραφών, τας οποίας οι Ιταλοί είχαν χαράξει εις τους τοίχους των κτιρίων. Ελληνικαί σημαίαι ευρίσκονται παντού. Η κατάληψης της Κορυτσάς παρέσχε μίαν απόδειξιν της ευστοχίας της ελληνικής αεροπορίας. Το αεροδρόμιον της Κορυτσάς έχει καταστεί άχρηστον και επ’ αυτού είναι κατεσπαρμένα τα συντρίμματα των καταστραφέντων ιταλικών αεροπλάνων, ενώ οι στρατώνες έχουν επιμελώς «γαζωθή» από τα πολυβόλα των αεροπόρων μας, χωρίς να θιγή πολύς ή πολύς. Οι μετακινηθέντες βεβαίως υπό των Ιταλών αλβανικοί πληθυσμοί επανέρχονται εις τα απελευθερωθέντα χωρία των και σειρά βοϊδαμαξών γεμίζει της δημοσίας οδούς. Η διαδρομή από των ελληνικών συνόρων μέχρι της Κορυτσάς υπήρξε συγκινητικοτάτη. Το πρώτον παραμεθόριον φυλάκιον, όπου ευρίσκεται μια λαξευτή επί του τοίχου κεφαλή του Μουσολίνι, με την επιγραφήν «Ζήτω ο Ντούτσε», κατέχεται ήδη υπό των Ελλήνων στρατιωτών και επ’ αυτού κυματίζει η ελληνική σημαία. Ολόκληρος η ευρεία λεωφόρος, την οποία είχαν κατασκευάσει Ιταλοί διά να κινήσουν επ’ αυτής τας τόσον διαφημισθείσας μηχανοκινήτους δυνάμεις των εναντίον της Ελλάδας, είναι ήδη πλήρης εγκαταλελειμμένον υλικού, το οποίον είναι άθικτον από τας ιταλικας βόμβας, τας ριφθείσας διά να το καταστρέψουν. Και απλώς έκαιγε τους πέριξ αγρούς. Οι Έλληνες στρατιώται, αφού ηγωνίσθησαν ηρωικώς επί των επάλξεων του θρυλικού πλέον Μάροβα και του Ιβάν, κατήλθον και σχηματίζουν τα φυλάκια, τα οποία φρουρούν και την οδόν ταύτην. Παρά τους κόπους και τας θυσίας των, κατέχονται υπό αφθάστου ενθουσιασμού και ορμητικότητος. Είναι πλήρεις χαράς και εκφράζονται με περιφρόνησιν διά την μαχητικήν ικανότητα των Ιταλών, διά την οποίαν άλλως τε και οι Αλβανοί δεν έχουν διάφορον γνώμιν, τονίζοντες. «Αυτοί μόνον για ξύρισμα και κολώνια είναι…».

Η πρώτη ανταπόκριση από το ελεύθερο Αργυρόκαστρο

Γελοιογραφία της εποχής με τον Μουσολίνι να παραχωρεί ιταλικό οπλισμό στους Έλληνες μετά την αποχώρηση των στρατευμάτων του (Πρωία – 24/11/1940)

Τέλος, δύο εβδομάδες αργότερα, ένας από τους τρεις απεσταλμένους του Δημοσιογραφικού Συγκροτήματος Λαμπράκη, ο Νίκος Γιοκαρίνης, στέλνει στις 8 Δεκεμβρίου στα Αθηναϊκά Νέα, την πρώτη ανταπόκριση Έλληνα δημοσιογράφου από το ελεύθερο πλέον Αργυρόκαστρο.

Γράφει χαρακτηριστικά: «Γελαστή ξημερώνει η σημερινή μέρα! Απ’ άκρου σ’ άκρο χαρμόσυνες φωνές και τραγούδια ακούγονται… «Τ’ Αργυρόκαστρο έπεσε!». Ο στρατός, μαζί με τους Έλληνες της Αλβανίας, γιορτάζει πανηγυρικά την καινούργια νίκη. Βρισκόμαστε στην Πολίτσανη (σ.σ. εθνοτικώς ελληνικό χωριό μέχρι σήμερα, που βρίσκεται εντός της περιοχής Πωγωνίου που εκτείνεται τόσο την Ελλάδα όσο και στην Αλβανία). Εδώ συναντάμε και τα υπόλοιπα κλιμάκια του εφοδιασμού μας και παίρνουμε εντολή να τραβήξουμε για την νεοκαταληφθείσα πόλη και να εφοδιαστούμε από κει τροφές και πυρομαχικά. Απόγευμα. Ξεκινάμε ακολουθώντας τον δημόσιο δρόμο της χαράδρας, που πάει για τ’ Αργυρόκαστρο. Η κακοκαιρία μας εξαναγκάζει να διακόψουμε την πορεία μας. Ένας παρατημένος μύλος μες στη χαράδρα μας χρησιμεύει για καταφύγιο. Η νύχτα περνάει γύρω απ’ τη μεγάλη φωτιά που διατηρούμε ως το πρωί. Χαράζει… Ξεκινάμε… Το νερό δεν παύει ούτε λεπτό. Καταραμένο μέρος η Αλβανία! Όλο νερό, νερό και λάσπη… Βρέχει!… Βρέχει!… Η γη έχει σαπίσει κι όπου πατάς βουλιάζεις και κολλάς:… Μετά τέσσερις ώρες ακόμα κοπιαστική πορεία, φτάνουμε στ’ Αργυρόκαστρο.

Επιτέλους!.. Βλέπουμε κόσμο!… Κίνηση!… Βλέπουμε χτίρια τριώροφα και τετραώροφα, μαγαζιά με βιτρίνες κι επιγραφές, σπίτια με σοβατισμένες προσόψεις, δρόμους ασφαλτοστρωμένους, αυτοκίνητα, ηλεκτρικά, κινηματογράφο, γυναίκες με… ευρωπαϊκά φορέματα. Νιώθουμε δηλαδή πως μπαίνουμε σε πόλη, σε κόσμο πολιτισμένο… Αλήθεια!.. Τι παράξενο κόσμο συναντήσαμε στην Ήπειρο, στα Ζαγοροχώρια κι εδώ στ’ Αρβανιτοχώρια. Άλλες συνήθειες, άλλα ήθη κι έθιμα, που σε μας τους «πρωτευουσιάνους» χτυπούσαν πολύ άσχημα. Τι ιδιότροπα ντυμένες οι γυναίκες, με τις μακριές φούστες τους, με τα «σιγκούνια» και τα «τσαπράζια» τους.

Τα «τσεμπέρια» εδώ αντικαταστούνε τα καπέλα και τους χρωματιστούς φιλέδες, και οι «κουντούρες», τα «τσόκαρα» και τα στιβάλια» τα γοβάκια και τα μοντέρνα φελλά…».

*Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος – μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων.