«Η Ελλάδα πήρε τα πιο αποτελεσματικά μέτρα για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας εν μέσω πανδημίας. Μέχρι το τέλος της κρίσης, κανένας πολίτης δεν θα μείνει ακάλυπτος» επεσήμανε ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Γιάννης Βρούτσης μιλώντας στη Βουλή κατά τη διάρκεια της συζήτησης της επίκαιρης επερώτησης 15 βουλευτών του ΚΚΕ προς τον ίδιο «για την προστασία του εισοδήματος των εργαζομένων, την αύξηση του βασικού μισθού, την επαναφορά των ΣΣΕ».

Το μέλος της κυβέρνησης στην πρωτολογία του παρουσίασε το σύνολο των πολιτικών που ασκήθηκαν το προηγούμενο διάστημα ενώ στρεφόμενος προς την πτέρυγα του Κομμουνιστικού Κόμματος, αναρωτήθηκε: «Αν κάνουμε αποδεκτά όλα όσα εσείς ζητάτε, μπορείτε να μας πείτε πόσο κοστίζουν και από που θα βρούμε τα χρήματα;». Επεσήμανε δε ότι «ο συνδικαλισμός για τη Νέα Δημοκρατία αποτελεί πυλώνα», πως «δεν θα επιτρέψουμε στο ΠΑΜΕ να αντικαταστήσει τους εκλεγμένους συνδικαλιστικούς φορείς» και ότι «εμείς ως κυβέρνηση είμαστε υπέρ των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων, θα το δείτε άλλωστε αυτό και στο νομοσχέδιο που θα έρθει».

Αναφερόμενος στην τηλεργασία τόνισε πως «στρέφεται εναντίον της το ΚΚΕ, παρά το γεγονός ότι δεν έχει τίποτα το κακό. Η απουσία της τηλεργασίας μέχρι σήμερα, ήταν ένα έλλειμμα της ελληνικής πραγματικότητας και του ελληνικού εργατικού δικαίου. Δεν είχαμε φτιάξει ένα σοβαρό και διευρυμένο θεσμικό πλαίσιο».

Όσον αφορά τον κατώτατο μισθό, ο υπουργός υπογράμμισε πως «είμαι αυτός που έφερε το νόμο στη Βουλή τον νόμο 4172 το 2013 με τον ΣΥΡΙΖΑ να λέει τότε πως πρόκειται για τον πιο αντεργατικό νόμο που θα καταργούσε με μιας όταν θα γινόταν κυβέρνηση. Όταν ανήλθε στην εξουσία όμως, δεν τον ακούμπησε, δεν πείραξε τίποτα και σωστά έπραξε. Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς Η απουσία ωριμότητας των κοινωνικών εταίρων και ο τρόπος με τον οποίον αποφασιζόταν το ποιο θα είναι το ύψος του κατώτατου μισθού, ξεφεύγει από την πραγματικότητα και αυτό έπρεπε να διορθωθεί. Πράγματι ο νόμος 4172 του 2013 εξορθολόγησε τον τρόπο υπολογισμού καθώς διατηρεί τη δυνατότητα ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων με τους κοινωνικούς εταίρου. Ο υπολογισμός του κατώτατου μισθού θα γίνεται πάντα, και στο μέλλον, με έναν τρόπο που θα συνεκτιμάται και η δυνατότητα και η αντοχή της οικονομίας. Πρέπει να αξιολογείται ποια είναι η δυνατότητα η δημοσιονομική της χώρας για να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός. Η επίκαιρη ερώτηση του ΚΚΕ έρχεται σε μία στιγμή που δεν θα έπρεπε. Θα έπρεπε να κάνουμε μία τέτοια εκτενή συζήτηση όταν τα πράγματα επανέλθουν στην κανονικότητα και όχι στην καρδιά της πανδημίας που δοκιμάζει και την αγορά εργασίας και τις επιχειρήσεις και το σύνολο της χώρας μας και το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας».