Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (4 Μαρτίου 1851 – 3 Ιανουαρίου 1911) ήταν κορυφαίος έλληνας λογοτέχνης, επονομαζόμενος «ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων». Έγραψε ηθογραφικά διηγήματα και μυθιστορήματα, τα οποία κατέχουν περίοπτη θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία.

Ο Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο το 1851 και γονείς του ήταν ο ιερέας Αδαμάντιος Εμμανουήλ και η Αγγελική (Γκιουλώ) το γένος Μωραϊτίδη. Μεγάλωσε ανάμεσα σε εννιά παιδιά (τα δύο πέθαναν μικρά) και εξοικειώθηκε νωρίς με τα εκκλησιαστικά πράγματα, τη θρησκευτική ατμόσφαιρα, τις λειτουργίες, τα εξωκκλήσια και την ήσυχη ζωή του νησιώτικου περίγυρου. Όλα αυτά του διαμόρφωσαν μια χριστιανοπρεπή ιδιοσυγκρασία, πού τη διατήρησε με πείσμα ως το τέλος της ζωής του.

Παρόλη τη φτώχεια και τη στέρηση που συνόδεψε τα παιδικά του χρόνια ο Παπαδιαμάντης αγαπάει τα γράμματα και καταφέρνει με πολλές δυσκολίες, μετά από πολλές διακοπές να τελειώσει το γυμνάσιο και να γραφτεί στην φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Όμως δεν θα καταφέρει ποτέ να τελειώσει τις σπουδές του.

Μέσα στα περισσότερα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, του συγγραφέα και υμνητή «του ρόδινου νησιού του», γίνεται συχνή αναφορά στις ρεματιές, τις χαράδρες, τα υψώματα, με διαφορετική το καθένα βλάστηση, της Σκιάθου.Όταν δεν έκανε τέχνη τις παιδικές του αναμνήσεις, τότε έπαιρνε τα θέματά του από τη ζωή των φτωχογειτονιών της Αθήνας. Οι ήρωες του είναι ψαράδες, αγρότες, ιερωμένοι, μετανάστες, πολυφαμελίτες, εργένηδες, αναξιοπαθούσες χήρες, όμορφες ορφανές ή κακάσχημες μάγισσες και διάφορες αγύρτισσες.

Η φτώχεια, το ποτό και η ασυλλόγιστη απλοχεριά του, έγιναν αιτία να φτάσει σε απελπιστική κατάσταση, παράλληλα με την επιβάρυνση της υγείας του.Στα τέλη του Μαρτίου του 1908 επέστρεψε στη Σκιάθο και πέθανε τον Ιανουάριο του 1911, υστέρα από επιδείνωση της υγείας του.