Του ανατέθηκε η δύσκολη αποστολή να καταγράψει την προσφυγική κρίση στα σύνορα Μεξικού-ΗΠΑ στο τέλος του 2018, την οποία φαίνεται ότι έφερε εις πέρας αρκετά καλά, όπως μαρτυρά η διάκρισή του με το βραβείο Πούλιτζερ, στην κατηγορία «Βreaking News Photography».

Ο Άλκης Κωνσταντινίδης συμμετείχε στην ομάδα του διεθνούς πρακτορείου Reuters, η οποία διακρίθηκε για τη φωτογραφική κάλυψη του θέματος και μέσω του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων μιλάει για τη δουλειά του, τις δυσκολίες και τις απαιτήσεις του επαγγέλματος και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τράβηξε τα καρέ που διακρίθηκαν. Επίσης, εστίασε τόσο στην αποστολή που έχει ένας φωτορεπόρτερ όσο και στις προκλήσεις μιας επαγγελματικής καριέρας, που πέρα από τη δημόσια εικόνα της, έχει ένα βάθος με απαιτήσεις κορυφαίου επιπέδου.

«Στην Τιχουάνα, όπου είχε δημιουργηθεί ένας πρόχειρος καταυλισμός σε ένα αθλητικό κέντρο, με περίπου 7.000 έως 8.000 μετανάστες και ξαφνικά σε μια από τις ημέρες που βρισκόμουν εκεί, η μάζα αυτή των ανθρώπων ετοιμάζεται να κινηθεί προς τα σύνορα με τις ΗΠΑ», κατάσταση που -όπως περιγράφει ο βραβευμένος Έλληνας φωτορεπόρτερ- οδήγησε σε εκτεταμένες ταραχές, «μια χαοτική κατάσταση» και εικόνες που αποτυπώθηκαν και «έκαναν μετά τον γύρο του κόσμου».

Είναι τέτοιες εικόνες που κατά τον κ. Κωσταντινίδη οδήγησαν στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης, αφού «άρχισαν μια ακόμη φορά να δείχνουν ότι ο πρόσφυγας και ο μετανάστης είναι άνθρωποι που έχουν κοινούς στόχους». Άνθρωποι «που έχουν αφήσει πίσω τους τα σπίτια τους, τις οικογένειες τους, τους φίλους τους με ένα μόνο σκοπό, έναν σκοπό που εμείς δυστυχώς δείχνουμε πως δεν μπορούμε να καταλάβουμε», τόνισε στη συνέχεια με έμφαση.

Κατά τον κ. Κωσταντινίδη, σε ό,τι συμβαίνει, πρωταρχικός στόχος ενός φωτορεπόρτερ και ενός δημοσιογράφου που δίνει το «παρών», πρέπει να είναι η αντικειμενική μεταφορά της κατάστασης, της είδησης. «Σκοπός μας ως φωτογράφοι και δημοσιογράφοι είναι να μπορέσουμε να φέρνουμε αυτές τις εικόνες στα μάτια των αναγνωστών, ώστε ίσως να μπορέσουν να καταλάβουν τι πραγματικά ώθησε αυτούς τους ανθρώπους», εξήγησε.

Και στη συνέχεια απάντησε στο ερώτημα της εσωτερικής διαχείρισης, στην οποία πρέπει να προχωρήσει και ο ίδιος ως άνθρωπος όταν αντικρίζει τη δυσκολία και το δράμα ανθρώπων: «Είναι μια προσωπική διεργασία πιστεύω αυτό, το αν θα το αφήσεις να σε επηρεάσει και την ώρα που εργάζεσαι και την ώρα που μετά θα προσπαθήσεις να συλλογιστείς αυτό που έγινε, που έχεις ζήσει…».

Για τον ίδιο, αυτά είναι απαραίτητα στοιχεία της διεργασίας, αν και παραδέχεται πως η εικόνα του πόνου δεν είναι κάτι που συνηθίζεται. «Αυτό που βλέπω είναι επίσης κομμάτι του κόσμου στον οποίο ζούμε, όπως είναι η χαρά κομμάτι της ζωής μας, έτσι είναι και ο πόνος. Προσπαθώ όμως να μην ξεχνάω ότι είναι κομμάτι της δουλειάς μου να είμαι όσο πιο αντικειμενικός γίνεται για να μπορέσω να δείξω αυτές τις δύσκολες καταστάσεις και στους υπόλοιπους, τόνισε, για να προσθέσει: «Δεν συνηθίζεται, δεν μπορείς να το συνηθίσεις, αλλά νομίζω ότι προσπαθείς να κάνεις το καλύτερο για το διαχειριστείς…».

Τέλος, σε ερώτηση τι θα συνιστούσε σε έναν νέο άνθρωπο, που θέλει να ακολουθήσει την καριέρα του/της φωτογράφου, ο κ. Κωσταντινίδης αφού σημείωσε πως στη δική του περίπτωση κάνει αυτό που ήθελε να κάνει από τότε που θυμάται τον εαυτό του, παραδέχθηκε πως είναι μια εργασία εξαιρετικά δημιουργική μεν, ιδιαίτερα απαιτητική δε…

«Είναι κάτι πραγματικά δύσκολο, οι ώρες εργασίας είναι πάρα πολλές, οι απογοητεύσεις είναι πάρα πολλές, κίνδυνοι υπάρχουν, όπως υπάρχουν και σε πάρα πολλά επαγγέλματα, αλλά στο τέλος της ημέρας, στο τέλος όλου αυτού, αξίζει και με το παραπάνω…», τόνισε χαρακτηριστικά, απευθυνόμενος στις νεότερες γενιές που ετοιμάζονται να αποτυπώσουν τα πρώτα τους φωτογραφικά «κλικ».

Αναλυτικά η συνέντευξή του:

– Μπορείτε να μας περιγράψετε τις συνθήκες μέσα από τις προέκυψε η βράβευσή σας;

«Τους πρώτους μήνες του 2018, προσφυγικές ροές ξεκίνησαν από τη νότια Αμερική και χώρες όπως η Ονδούρα με κατεύθυνση τις ΗΠΑ. Το Μεξικό ήταν ο ενδιάμεσος σταθμός όπου και βρέθηκα στα τέλη του 2018, τον Νοέμβριο και το Δεκέμβριο της προηγούμενης χρονιάς. Ξεκίνησα από τα νότια σύνορα της χώρας, τα σύνορα με τη Γουατεμάλα όπου ακολουθούσα μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων και καταλήξαμε στο Βορρά, στα σύνορα με τις ΗΠΑ και στην πόλη της Τιχουάνα όπου αρκετές χιλιάδες μεταναστών ουσιαστικά προσπαθούσαν να βρουν με ποιον τρόπο θα περάσουν στις ΗΠΑ και απέναντι στην πόλη του Σαν Ντιέγκο, την πιο κοντινή δομή, που βρισκόταν εκεί.

Είναι εικόνες που τις έχουμε ζήσει και εδώ, τις έχω και εγώ ζήσει αλλού, σε χώρες όπως το Μπαγκλαντές, στη Μοσούλη του Ιράκ. Όσοι συμμετέχουμε στην αποστολή είμαστε λοιπόν εκεί στην Τιχουάνα, όπου είχε δημιουργηθεί ένας πρόχειρος καταυλισμός σε ένα αθλητικό κέντρο, με περίπου 7.000 έως 8.000 μετανάστες και ξαφνικά σε μια από τις ημέρες που βρισκόμουν εκεί, η μάζα αυτή των ανθρώπων ετοιμάζεται να κινηθεί προς τα σύνορα με τις ΗΠΑ.

Το αποτέλεσμα είναι εκτεταμένες ταραχές, η παρέμβαση των αμερικανικών δυνάμεων προστασίας συνόρων από τη πλευρά των ΗΠΑ, και μια χαοτική κατάσταση. Μια κατάσταση στην οποία πραγματικά αρκετές εικόνες που αποτυπώθηκαν έκαναν μετά τον γύρο του κόσμου και άρχισαν μια ακόμη φορά να δείχνουν ότι ο πρόσφυγας και ο μετανάστης είναι άνθρωποι που έχουν κοινούς στόχους. Άνθρωποι που έχουν αφήσει πίσω τους τα σπίτια τους, τις οικογένειες τους, τους φίλους τους με ένα μόνο σκοπό, έναν σκοπό που εμείς δυστυχώς δείχνουμε πως δεν μπορούμε να καταλάβουμε…».

– Η εικόνα του πόνου και των γεγονότων που συγκλονίζουν είναι κάτι που «συνηθίζεται»;

«Σκοπός μας ως φωτογράφοι και δημοσιογράφοι είναι να μπορέσουμε να φέρνουμε αυτές τις εικόνες στα μάτια των αναγνωστών, ώστε ίσως να μπορέσουν να καταλάβουν τι πραγματικά ώθησε αυτούς τους ανθρώπους. Είναι μια προσωπική διεργασία πιστεύω αυτό, το αν θα το αφήσεις να σε επηρεάσει και την ώρα που εργάζεσαι και την ώρα που μετά θα προσπαθήσεις να συλλογιστείς αυτό που έγινε, που έχεις ζήσει.

Η προσωπική μου άποψη είναι πως αυτό που βλέπω είναι επίσης κομμάτι του κόσμου στον οποίο ζούμε, όπως είναι η χαρά κομμάτι της ζωής μας, έτσι είναι και ο πόνος. Προσπαθώ, όμως, να μην ξεχνάω ότι είναι κομμάτι της δουλειάς μου να είμαι όσο πιο αντικειμενικός γίνεται, για να μπορέσω να δείξω αυτές τις δύσκολες καταστάσεις και στους υπόλοιπους. Δεν συνηθίζεται, δεν μπορείς να το συνηθίσεις, αλλά νομίζω ότι προσπαθείς να κάνεις το καλύτερο για το διαχειριστείς…».

– Πόνος από τη μια, στιγμές γαλήνης από την άλλη: ποια από τις δύο εικόνες είναι τελικά η “εικόνα της πραγματικότητας” όταν υπάρχει ένα γεγονός σε εξέλιξη; Γιατί κερδίζει την προσοχή μας η εικόνα της δυσκολίας ως ανθρώπους;

«Ό,τι αποτυπώνουμε είναι πραγματικό. Αν η προδιάθεση και οι προθέσεις που έχει ένας φωτογράφος είναι όσο πιο αντικειμενικές γίνεται, ώστε να είναι ένας επαγγελματίας, και οι δύο εικόνες λένε την αλήθεια. Απλώς είναι λογικό μια πιο δυνατή συναισθηματικά εικόνα να προξενεί περισσότερες αντιδράσεις στη ψυχοσύνθεσή μας. Είναι αναπόφευκτο. Δεν μπορούμε όμως (τη δυνατή εικόνα της δύσκολης στιγμής) να την παραβλέψουμε, να την αφήσουμε στην άκρη.

Σίγουρα, όταν διανύουμε και εμείς δύσκολους καιρούς αρκετοί από εμάς, όπως και εγώ ο ίδιος, αισθανόμαστε κάποια στιγμή ότι δεν θέλουμε να “προξενήσουμε” περισσότερη ένταση στον εαυτό μας με έντονα εξωτερικά ερεθίσματα. Δυστυχώς όμως αυτή η εικόνα βρίσκεται εκεί, αυτή όμως η πραγματικότητα βρίσκεται εκεί και πρέπει να τη γνωρίσουμε. Κατά την άποψη μου πρέπει να είμαστε γνώστες του τι συμβαίνει μακριά από εμάς γιατί τι να μένουμε μέσα στη δικιά μας πραγματικότητα δε θα βοηθήσει στο να καταλάβουμε καλύτερα τη ζωή».

– Στην εποχή της εικόνας (και) μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα υπάρχει ένας… ανταγωνισμός μεταξύ του βίντεο και της φωτογραφίας. Κρατά η φωτογραφία τη θέση της όταν αναφερόμαστε στην αποτύπωση της ιστορικής στιγμής για τις επόμενες γενιές;

«Η φωτογραφία είναι ένα ιδιαίτερα προσιτό μέσο και ανοιχτό σε όλο τον κόσμο, είναι ουσιαστικά η η καταγραφή των στιγμών, της μνήμης του καθενός από εμάς είναι κάτι το οποίο σίγουρα μας ιντριγκάρει και ελκύει. Και για αυτό θα… στεναχωρήσω τους συναδέρφους που αγαπάνε το βίντεο, αλλά νομίζω ότι η φωτογραφία είναι ένα βήμα παραπάνω και μένει στη συλλογική μας μνήμη».

– Είναι αυτό που θέλατε και θέλετε να κάνετε στο υπόλοιπο της ζωής σας; Πιστεύετε πως η φωτογραφία ήταν το δικό σας «κάλεσμα»;

«Δεν ξέρω αν είναι το κάλεσμα μου, ξέρω όμως πως αυτό είναι που ήθελα να κάνω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, από τότε που συνειδητοποίησα ότι ο άνθρωπος στη ζωή του πρέπει να επιλέξει κάτι, μια κατεύθυνση για να εργαστεί. Είμαι από αυτούς που είναι τυχεροί που η εργασία τους τελικά είναι αυτό που πραγματικά αγαπάνε. Δεν μπορώ να σκεφτώ τον εαυτό μου να κάνει κάτι άλλο γιατί πραγματικά αγαπάω αυτό που κάνω και πιστεύω ότι προσφέρει κάτι…».

– Θα συνιστούσατε τη δουλειά σας σε έναν νεαρό/μια νεαρή που εκτιμά πως είναι κάτι που θα τον/την ενδιέφερε να εργαστεί στον τομέα σας; Τι θα του/της λέγατε αν εξέφραζε μια τέτοια επιθυμία;

«Είναι κάτι πραγματικά δύσκολο, οι ώρες εργασίας είναι πάρα πολλές, οι απογοητεύσεις είναι πάρα πολλές, κίνδυνοι υπάρχουν, όπως υπάρχουν και σε πάρα πολλά επαγγέλματα, αλλά στο τέλος της ημέρες, στο τέλος όλου αυτού, αξίζει και με το παραπάνω… Επιμονή, υπομονή, αυτοσυγκέντρωση, εστίαση στο σκοπό και πραγματικά είτε στο δικό μας περιβάλλον, είτε σε κάποιο άλλο που μπορεί ένας νέος άνθρωπος να επιλέξει, έτσι μπορεί να τα καταφέρει».