Η επίσκεψη των Βασιλέων Καρόλου και Καμίλα στο Βατικανό έχει ήδη χαρακτηριστεί ως ιστορική. Για πρώτη φορά μέσα σε πέντε αιώνες – δηλαδή εδώ και 500 χρόνια – ένας εν ενεργεία Βρετανός μονάρχης προσεύχεται δημόσια μαζί με τον Πάπα της Καθολικής Εκκλησίας, μια κίνηση που «σπάει» το πρωτόκολλο και την εκκλησιαστική απομόνωση που ξεκίνησε επί Ερρίκου Η΄τη δεκαετία του 1530.

Επίσκεψη βασιλιά Καρόλου στο Βατικανό

Η βασίλισσα Καμίλα τράβηξε τα βλέμματα με την εντυπωσιακή μαύρη της εμφάνιση – μεταξωτό φόρεμα Fiona Clare, πέπλο Philip Treacy και κομψό κάλυμμα κεφαλής σε σχήμα κορώνας με μαύρα φύλλα.

Επίσκεψη βασιλιά Καρόλου στο Βατικανό

Ως Αγγλικανή, τήρησε το πρωτόκολλο που απαιτεί από τις μη καθολικές βασίλισσες να ντύνονται στα μαύρα ενώπιον του Αγίου Πατέρα των Καθολικών, ενώ συμπλήρωσε το σύνολο με έναν σταυρό που ανήκε στην εκλιπούσα βασίλισσα Ελισάβετ Β΄

Επίσκεψη βασιλιά Καρόλου στο Βατικανό

Το βασιλικό ζεύγος έγινε δεκτό στη βιβλιοθήκη του Αποστολικού Παλατιού από τον Πάπα Λέοντα ΙΔ΄, μέσα σε τελετουργικό πλαίσιο με τιμές από την Ελβετική Φρουρά και τους ύμνους του Ηνωμένου Βασιλείου και του Κράτους του Βατικανού.

Επίσκεψη βασιλιά Καρόλου στο Βατικανό

Κατά την παραδοσιακή ανταλλαγή δώρων, ο βασιλιάς προσέφερε στον Πάπα μια ασημένια φωτογραφία και μια εικόνα του Αγίου Εδουάρδου του Ομολογητή.

Ο Πάπας, από την πλευρά του, χάρισε στο βασιλικό ζεύγος ένα μικρογραφικό αντίγραφο του ψηφιδωτού του Χριστού Παντοκράτορα από τον καθεδρικό ναό του Τσεφαλού στη Σικελία, ένα έργο με έντονο ελληνορθόδοξο ύφος, εμπνευσμένο από τη βυζαντινή τέχνη που κοσμεί πλήθος ναών του ελληνικού κόσμου.

Πηγη: Risoluti/Fotogramma / Zuma Press / Profimedia

Η συνάντηση είχε ιδιαίτερο συμβολισμό: πραγματοποιήθηκε 40 χρόνια μετά την απαγόρευση της βασίλισσας Ελισάβετ Β΄ προς τον τότε πρίγκιπα Κάρολο να παραστεί σε παπική λειτουργία κατά την επίσκεψή της στο Βατικανό το 1985.

Ο σημερινός βασιλιάς, γνωστός για τη στήριξή του στον διαθρησκειακό διάλογο, δείχνει με τη στάση του ότι επιδιώκει γεφύρωση εκεί όπου άλλοτε υπήρχε ρήξη.

Η επίσκεψη σηματοδοτεί μια ιστορική επαναπροσέγγιση: μόλις τρία χρόνια πριν, το Ηνωμένο Βασίλειο και το Βατικανό είχαν αποκαταστήσει πλήρεις διπλωματικές σχέσεις μετά από 450 χρόνια ρήξης , από την εποχή που ο Ερρίκος Η΄ διέκοψε τους δεσμούς με τη Ρώμη όταν ο Πάπας αρνήθηκε να του χορηγήσει διαζύγιο από την Αικατερίνη της Αραγονίας.

Από την Κωνσταντινούπολη στη Σικελία: Το βυζαντινό φως που λάμπει ακόμη στον Καθεδρικό του Τσεφαλού

Ο Καθεδρικός ναός της Τσεφαλού (Cefalù) στη Σικελία, ένα μνημείο της Νορμανδικής περιόδου, αποτελεί έναν αναπάντεχο θησαυρό της βυζαντινής τέχνης. Τα περίφημα ψηφιδωτά του, και κυρίως η επιβλητική μορφή του Χριστού Παντοκράτορα, δεν είναι απλά έργα τέχνης, αλλά «ζωντανές» μαρτυρίες της άμεσης και στενής σύνδεσης της Σικελίας του 12ου αιώνα με την Κωνσταντινούπολη.

Τεχνίτες από την Αυτοκρατορική Αυλή

Τα ψηφιδωτά, των οποίων η ολοκλήρωση χρονολογείται το 1148, φιλοτεχνήθηκαν από ένα ειδικό εργαστήριο που προσλήφθηκε απευθείας από την Κωνσταντινούπολη.

Χριστός Παντοκράτωρ _Κεφαλού _Σικελία

Η παρουσία αυτών των Βυζαντινών τεχνιτών στη Σικελία δεν ήταν τυχαία. Συνδέεται άμεσα με τον τότε Πατριάρχη της Σικελίας, τον Νείλο Δοξαπατρή, ο οποίος ήταν πρώην κληρικός της Αγίας Σοφίας και μέλος της Βυζαντινής αυτοκρατορικής υπηρεσίας, φτάνοντας στην αυλή του Ρογήρου Β’ πριν το 1142/3.

  • Εργαστήριο Κομνηνών: Το συνεργείο αυτό σχετιζόταν με τα αυτοκρατορικά έργα της Κωνσταντινούπολης (της Δυναστείας των Κομνηνών) και έφτασε στην ιταλική νήσο μέσω των εμπορικών πλοίων που διακινούνταν συχνά μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Παλέρμο.
  • Συμβολική Αναφορά: Η Παναγία (Θεοτόκος) σε στάση δέησης που εμφανίζεται στην αψίδα της Τσεφαλού είναι σχεδιασμένη ώστε να μιμείται μια παρόμοια, εμβληματική μορφή της Παρθένου στο παρεκκλήσι του Φάρου που βρισκόταν στην περιοχή του Μεγάλου Παλατιού στην Κωνσταντινούπολη. Ακόμη και οι Άγγελοι στους θόλους αντιγράφουν τα αντίστοιχα ψηφιδωτά στη Νότια Στοά της Αγίας Σοφίας.
Χριστός Παντοκράτωρ _Κεφαλού _Σικελία

Τα ψηφιδωτά της Τσεφαλού είναι τα πιο κοντινά σε στυλ στα χαμένα ψηφιδωτά της μονής του Παντοκράτορος της Κωνσταντινούπολης, που είχε κτιστεί από τον πατέρα του Μανουήλ Α’, Ιωάννη Β’ Κομνηνό. Εικάζεται μάλιστα ότι μερικοί από τους ίδιους καλλιτέχνες μπορεί να εργάστηκαν και στα δύο μέρη.

Πέρα από την θρησκευτική/καλλιτεχνική τους αξία, τα ψηφιδωτά είχαν και έντονο πολιτικό υπόβαθρο. Σκοπός τους ήταν να λειτουργήσουν ως αφιέρωμα για τη νίκη των δυνάμεων του Νορμανδού βασιλιά Ρογήρου Β’ στην επίθεσή του εναντίον του Μανουήλ Α’ Κομνηνού και του Βυζαντίου το 1148. Ο Ρογήρος είχε ξεκάθαρες φιλοδοξίες να κατακτήσει και να αναλάβει τον θρόνο του Βυζαντίου.