Ορισμένα από τα πιο γνωστά αντικαταθλιπτικά φάρμακα μπορεί να αυξάνουν ελαφρώς τον κίνδυνο αιμορραγίας του εγκεφάλου, αναφέρουν Καναδοί ερευνητές στο επιστημονικό έντυπο Neurology. Οι συγγραφείς σπεύδουν, βέβαια, να τονίσουν ότι ο σχετικός κίνδυνος είναι μικρός, αν και υπαρκτός.

Πρόκειται για φάρμακα που ανήκουν στην κατηγορία των εκλεκτικών αναστολέων επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRI) που είναι ευρέως χρησιμοποιούμενα. Μελέτες σχετικά με το αν συνδέονται με αιμορραγίες του εγκεφάλου έχουν δώσει, κατά καιρούς, αντικρουόμενα αποτελέσματα.

Σύμφωνα, όμως, με την τελευταία μελέτη, η οποία διενεργήθηκε από το Western University στο Οντάριο του Καναδά, οι χρήστες τέτοιων αντικαταθλιπτικών είχαν 40% έως 50% υψηλότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν αιμορραγία στον εγκέφαλο ή γύρω από αυτόν.

Παρά το γεγονός ότι μια τέτοια αύξηση μπορεί να ακούγεται μεγάλη, εντούτοις οι συγγραφείς επιμένουν ότι ο κίνδυνος εξακολουθεί να είναι «υπερβολικά χαμηλός». Κάποιος που ακολουθεί θεραπεία με SSRI για περισσότερο από ένα χρόνο έχει 1 στις 10.000 πιθανότητες να αναπτύξει εγκεφαλική αιμορραγία.

Τονίζουν, μάλιστα, ότι δεν είναι δυνατόν να φταίει σίγουρα το αντικαταθλιπτικό για την αιμορραγία που μπορεί να συμβεί στον εγκέφαλο. Μια σειρά άλλων καταστάσεων ή συνηθειών, όπως το κάπνισμα, το αλκοόλ και η συνύπαρξη χρόνιων παθήσεων όπως ο διαβήτης τύπου 2 μπορεί να παίζουν τον ρόλο τους για τα αυξημένα ποσοστά κινδύνου που διαπιστώθηκαν σε χρήστες αντικαταθλιπτικών.

Δεν θεωρούν, όμως, διόλου τυχαίο ένα άλλο εύρημα της μελέτης… Ότι, δηλαδή, ο υψηλότερος κίνδυνος αιμορραγίας στον εγκέφαλο παρουσιαζόταν κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών μετά την έναρξη της θεραπείας με τέτοια αντικαταθλιπτικά.

Σε κάθε περίπτωση, οι Καναδοί ερευνητές καλούν τους ασθενείς να μην ανησυχούν, τονίζοντας ότι αυτοί οι τύποι των αντικαταθλιπτικών είναι σχετικά ασφαλείς. Υπογραμμίζουν, ωστόσο, ότι οι γιατροί θα πρέπει να είναι προσεκτικοί όταν αποφασίζουν τι να συνταγογραφήσουν αντικαταθλιπτικά φάρμακα σε ασθενείς που ήδη αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο αιμορραγίας στον εγκέφαλο.

Πηγή: healthpress.gr