Οι γενετικοί παράγοντες παίζουν σχετικά περιορισμένο ρόλο στην πρόκληση
καρκίνου του μαστού, ενώ άλλοι παράγοντες που σχετίζονται με τον τρόπο
διαβίωσης, όπως η παχυσαρκία, η διατροφή, το αλκοόλ και ο θηλασμός,
είναι πιο σημαντικοί, σύμφωνα με μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα.

Η μελέτη, υπό την Ρουθ Τρέηβις, της μονάδας επιδημιολογίας του καρκίνου
στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, η οποία δημοσιεύτηκε στο ιατρικό
περιοδικό “The Lancet”, σύμφωνα με τα πρακτορεία Ρόιτερ και Γαλλικό,
μελέτησε πάνω από 17.000 περιπτώσεις γυναικών με και χωρίς την
συγκεκριμένη ασθένεια. Διαπίστωσε ότι η ύπαρξη συγκεκριμένων γονιδίων
αυξάνει μεν τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου, όμως ακόμα πιο σημαντικοί
(και ανεξάρτητοι) είναι οι παράγοντες που έχουν να κάνουν με το στιλ
ζωής.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, η διαπίστωση αυτή είναι ενθαρρυντική, επειδή
ακόμα και αν κάποια γυναίκα έχει κληρονομήσει “ύποπτα” γονίδια για
καρκίνο, αν φροντίσει να ζει με συγκεκριμένο υγιή τρόπο (έλεγχος βάρους,
περιορισμός αλκοόλ κ.α.), τότε μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο για
εμφάνιση της νόσου.

Ο καρκίνος του μαστού είναι η πιο συνηθισμένη μορφή καρκίνου στις
γυναίκες των ανεπτυγμένων χωρών και σκοτώνει περίπου μισό εκατομμύριο
κάθε χρόνο παγκοσμίως. Οι επιστήμονες έχουν ανακαλύψει μέχρι σήμερα 18
γονίδια που αυξάνουν τον κίνδυνο για εμφάνιση της ασθένειας και τα οποία
εξηγούν περίπου το 8% των συνολικών περιστατικών διεθνώς.

Στη νέα έρευνα, οι βρετανοί ερευνητές πήραν δείγματα αίματος και
αναλυτικές πληροφορίες για τον τρόπο ζωής των γυναικών που συμμετείχαν.
Ανέλυσαν το DNA των γυναικών και παράλληλα το συσχέτισαν με δέκα
γνωστούς περιβαλλοντικούς παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο για
καρκίνο: την ηλικία εμφάνισης της εφηβείας, τον αριθμό των γεννήσεων
κάθε γυναίκας, την ηλικία όταν πρωτογέννησε (όσο αργότερα, τόσο
μεγαλύτερος ο κίνδυνος), το αν θήλασε ή όχι, το αν βρίσκεται σε
εμμηνόπαυση και από ποια ηλικία, την πιθανή χρήση ορμονών, το βάρος της
σε σχέση με την ποσότητα λίπους, το ύψος της και την κατανάλωση αλκοόλ.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, δεν προέκυψε κανένα αξιόλογο στοιχείο που να
δείχνει αλληλεπίδραση ανάμεσα στα γονίδια και το περιβάλλον, όσον αφορά
την εμφάνιση της νόσου, συνεπώς οι γενετικοί και οι περιβαλλοντικοί
παράγοντες είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους και οι μεν μπορούν να
επιβαρύνουν τους δε, αν συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο.