Στις 15 Νοεμβρίου 2022 δηλώθηκε μέσω του Συστήματος Υποχρεωτικής Δήλωσης Νοσημάτων του ΕΟΔΥ συρροή δύο ύποπτων κρουσμάτων αλλαντίασης που συνδέονται μεταξύ τους με οικογενειακή σχέση (ζευγάρι), σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ.

Όπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση, άμεσα κινητοποιήθηκε ο μηχανισμός διάθεσης αντιτοξίνης της αλλαντίασης μέσω του ΕΟΔΥ, σε συνεργασία με τους θεράποντες ιατρούς, για χορήγηση της αντιτοξίνης στους δύο ασθενείς. Με τη συνδρομή του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, κατέστη δυνατή η χορήγηση της ειδικής αντιτοξίνης εντός του πρώτου εικοσιτετραώρου από τη δήλωση των 2 κρουσμάτων στον ΕΟΔΥ. Οι δύο ασθενείς, η μία εκ των οποίων είναι διασωληνωμένη, νοσηλεύονται σε σταθερή κλινική κατάσταση σε υγειονομικές μονάδες της Αττικής.

Από το αναφερόμενο ιστορικό κατανάλωσης τροφίμων προέκυψε ότι το ζευγάρι, αλλοδαπής εθνικότητας, που βρισκόταν στην Ελλάδα για διακοπές, κατανάλωσε, λίγες ημέρες πριν την έναρξη των συμπτωμάτων, σπαράγγια παρασκευασμένα από τους ίδιους με τη διαδικασία της κονσερβοποίησης.

Σημειώνεται πως το χρονικό διάστημα 2004-2021 δηλώθηκαν στον ΕΟΔΥ, τρία εργαστηριακά επιβεβαιωμένα κρούσματα αλλαντίασης σε βρέφη και ένα ύποπτο κρούσμα σε ενήλικα.

Η τροφιμογενής αλλαντίαση προκύπτει όταν το Clostridiumbotulinum αναπτύσσεται και παράγει τοξίνη σε τρόφιμο το οποίο στη συνέχεια καταναλώνεται χωρίς να προηγηθεί κατάλληλο μαγείρεμά του ώστε να καταστραφεί η τοξίνη. Η τοξίνη παράγεται συνήθως, σε τρόφιμα ακατάλληλα παρασκευασμένα ή κονσερβοποιημένα, χαμηλής περιεκτικότητας σε αλάτι ή ζάχαρη, χαμηλής οξύτητας, καθώς και σε παστεριωμένα ή ελαφρώς μαγειρεμένα τρόφιμα που δεν έχουν καταψυχθεί, ειδικά σε αυτά σε αεροστεγή συσκευασία (π.χ καπνιστά ψάρια, προϊόντα κρέατος, σάλτσες κ.α). Η τοξίνη καταστρέφεται με το βρασμό (85°C για 5 λεπτά ή περισσότερο), ενώ τα σπόρια απαιτούν περισσότερο χρόνο για να καταστραφούν.

Ως εκ τούτου, συστήνεται η παρασκευή κονσερβοποιημένων τροφίμων να γίνεται ακολουθώντας τις οδηγίες των αρμόδιων φορέων για την ασφάλεια των τροφίμων.

O σκοπός του ΕΟΔΥ είναι η παροχή υπηρεσιών, που συμβάλλουν στην προστασία και βελτίωση της υγείας και την αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης του πληθυσμού ενισχύοντας την ικανότητα του Εθνικού Συστήματος Υγείας, ιδιαιτέρως των υπηρεσιών δημόσιας υγείας, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των απειλών κατά της ανθρώπινης υγείας από μεταδοτικά νοσήματα μέσω της έγκαιρης ανίχνευσης, παρακολούθησης και αξιολόγησης των κινδύνων, αναφοράς και κατάθεσης επιστημονικά τεκμηριωμένων προτάσεων και μέτρων παρέμβασης.

Τι είναι η αλλαντίαση

Η αλλαντίαση είναι μια σπάνια αλλά σοβαρή παραλυτική νόσος που προκαλείται από μια νευροτοξίνη η οποία παράγεται από το βακτηρίδιο Clostridium botuiinum και μερικές φορές από στελέχη των βακτηριδίων Clostridium butyricum και Clostridium baratii. Υπάρχουν έξι είδη αλλαντίασης: α) η τροφιμογενής, β) η βρεφική, γ) η εντερική τοξιναιμία των ενηλίκων, δ) η τραυματική, ε) η ιατρογενής και στ) η εισπνευστική.

Το Clostridium botulinum είναι ένα Gram (+) βακτηρίδιο που αναπτύσσεται καλύτερα υπό αναερόβιες συνθήκες. Το βακτηρίδιο παράγει σπόρια που του επιτρέπουν να επιβιώνει σε δυσμενείς συνθήκες μέχρι να υπάρξουν κατάλληλες συνθήκες που να επιτρέψουν την ανάπτυξή του. Υπάρχουν 7 τύποι αλλαντικής τοξίνης που διαχωρίζονται με τα γράμματα Α, Β, C, D, E, F, G. Μόνο οι τύποι Α, Β, Ε και σπάνια ο F προκαλούν νόσο στον άνθρωπο. Η αλλαντική τοξίνη θεωρείται από τις πιο θανατηφόρες ουσίες.

Η μέση θανατηφόρος δόση (lethal dose- LD50) είναι 1 ng τοξίνης ανά χιλιόγραμμο βάρους σώματος.

Σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, η τροφιμογενής αλλαντίαση προκύπτει όταν το Clostridium botulinum αναπτύσσεται και παράγει τοξίνη σε τρόφιμο το οποίο στη συνέχεια καταναλώνεται χωρίς να προηγηθεί κατάλληλο μαγείρεμά του ώστε να καταστραφεί η τοξίνη. Η τοξίνη παράγεται συνήθως, σε τρόφιμα ακατάλληλα παρασκευασμένα ή κονσερβοποιημένα, χαμηλής περιεκτικότητας σε αλάτι ή ζάχαρη, χαμηλής οξύτητας, καθώς και σε παστεριωμένα ή ελαφρώς μαγειρεμένα τρόφιμα που δεν έχουν καταψυχθεί, ειδικά σε αυτά σε αεροστεγή συσκευασία (π.χ καπνιστά ψάρια, προϊόντα κρέατος, σάλτσες κ.α). Η τοξίνη καταστρέφεται με το βρασμό (85°C για 5 λεπτά ή περισσότερο), ενώ τα σπόρια απαιτούν περισσότερο χρόνο για να καταστραφούν (120Τ για 10 λεπτά ή περισσότερο).

Αρχικά οι ασθενείς παρουσιάζουν αδυναμία, ίλιγγο, θαμπή όραση, ξηροστομία, δυσκολία στην κατάποση και την ομιλία, λόγω της προσβολής των κρανιακών νεύρων από την αλλαντική τοξίνη. Τα νευρολογικά συμπτώματα είναι αποτέλεσμα της μυϊκής παράλυσης που προκαλείται από την αλλαντική τοξίνη και περιγράφονται ως «χαλαρή συμμετρική κατιούσα παράλυση». Η παράλυση των αναπνευστικών μυών μπορεί να είναι θανατηφόρα αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως με μηχανική υποστήριξη της αναπνοής. Δεν παρατηρείται πυρετός ή απώλεια συνείδησης. Μπορεί να συνυπάρχουν γαστρεντερικές διαταραχές, όπως ναυτία, έμετος, δυσκοιλιότητα ή σπανιότερα διάρροια.

Η τροφιμογενής και τραυματική αλλαντίαση θεραπεύονται με αντιτοξίνη η οποία μπλοκάρει τη δράση της τοξίνης. Όταν η αντιτοξίνη δοθεί πριν ολοκληρωθεί η παράλυση μπορεί να προλάβει την επιδείνωση και να βραχύνει τον χρόνο αποθεραπείας. Στην τροφιμογενή αλλαντίαση χρήσιμη είναι η απομάκρυνση της μολυσμένης τροφής από το έντερο είτε με υποκλυσμούς είτε με πρόκληση εμέτου. Η αναπνευστική παράλυση που συμβαίνει σε σοβαρή μορφή αλλαντίασης αντιμετωπίζεται σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας με τη χρήση αναπνευστήρα για εβδομάδες ή και μήνες. Στην αλλαντίαση από τραύμα η θεραπεία περιλαμβάνει χειρουργικό καθαρισμό του τραύματος και χορήγηση κατάλληλης αντιμικροβιακής αγωγής. Η βρεφική αλλαντίαση θεραπεύεται με χορήγηση ανθρώπινης ανοσοσφαιρίνης ειδικής για την αλλαντίαση, ενώ απαγορεύεται η χορήγηση αντιτοξίνης σε αυτή την περίπτωση.