Βασικό προορισμό για τις εξαγωγές της δυτικής Μακεδονίας αποτελεί η αγορά της Τουρκίας, κυρίως για τα τρόφιμα και τα αγροτικά προϊόντα, όπως επισήμανε ο πρόεδρος του τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων του ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας, Τάσος Αλεξανδρίδης, εκτελεστικός αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος (ΣΕΒΕ).

Μιλώντας στο αναπτυξιακό συνέδριο του ΤΕΙ, που πραγματοποιήθηκε απόψε στην Κοζάνη, ο κ. Αλεξανδρίδης -επικαλούμενος και τα αποτελέσματα των δεικτών Αποκαλυπτόμενου Συγκριτικού Πλεονάσματος (RCA) και Εξαγωγικής Εξειδίκευσης (RCAsp)- επισήμανε:

«Οι περισσότεροι ελληνικοί, δυνατοί εξαγωγικά, κλάδοι έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα στην Τουρκία. Ωστόσο, σημειώνεται φθίνουσα πορεία συγκριτικού πλεονεκτήματος της χώρας μας διαχρονικά στην Τουρκία, λόγω και του εντεινόμενου ανταγωνισμού».

Ακόμη και σε κλάδους όπου τα ελληνικά προϊόντα έχουν αδιαμφισβήτητο συγκριτικό πλεονέκτημα, η Ελλάδα εξάγει πολύ μικρό μέρος της παραγωγής της, ενώ την ίδια στιγμή η Τουρκία εισάγει τα ίδια είδη από άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Για του λόγου το αληθές, ο κ. Αλεξανδρίδης παρέθεσε τα αποτελέσματα του δείκτη RCAsp σε συγκεκριμένες κατηγορίες ελληνικών εξαγόμενων προϊόντων στην τουρκική αγορά (σ.σ. εάν η τιμή του δείκτη είναι μεγαλύτερης της μονάδας 1, τότε υπάρχει συγκριτικό πλεονέκτημα του κλάδου σε μια χώρα).

Στα ζωντανά ζώα και τα ζωικά προϊόντα, η τιμή του δείκτη είναι 28,50. Στην περίοδο 2003-2012, οι εισαγωγές της Τουρκίας σε προϊόντα του κλάδου αυξήθηκαν κατά 13,1%, μέσο όρο. Μόνο που η γειτονική χώρα δεν αγόρασε από εμάς: Το ποσοστό ελληνικών εξαγωγών ζώντων ζώων και ζωικών προϊόντων στην Τουρκία δεν ξεπερνούσε το 0,1% το 2012, ενώ η Τουρκία εισάγει το 27,6% των προϊόντων του κλάδου από την ΕΕ των 28.

Αντίστοιχοι είναι οι συσχετισμοί και σε άλλους κάδους, όπως: παρασκευάσματα τροφίμων/ποτά/καπνά (δείκτης 10,99), μη μεταλλικά ορυκτά (5,04), λαχανικά/ νωπά φρούτα (2,56), ζωικά/φυτικά λύπη/ έλαια (1,98), βασικά μέταλλα (1,90), ορυκτά (1,53) και ενδύματα (1,37).

Από όλους τους παραπάνω κλάδους, όμως, το μερίδιο των ελληνικών εξαγωγών στην Τουρκία είναι σημαντικό μόνο σε ορυκτά (20,34%), ενδύματα (14,6%) και βασικά μέταλλα (5,7%).

Αναφερόμενος ευρύτερα στις ελληνικές εξαγωγές, ο κ. Αλεξανδρίδης διατύπωσε την εκτίμηση ότι η ανασυγκρότηση τής ελληνικής παραγωγικής βάσης είναι αναγκαία για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών εξαγωγών.

Πρόσθεσε ότι «ακόμη κι αν η Ελλάδα ακόμη υπολείπεται πολύ από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (35%), όσον αφορά τη συμμετοχή των εξαγωγών της στο ΑΕΠ (14%), το ποσοστό αυτό δεν παύει να αποτελεί ιστορικό ρεκόρ (λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη την ύφεση της ελληνικής οικονομίας και την πτώση του ΑΕΠ).

Την καλύτερη επίδοση στις εξαγωγές αγαθών (πλην καυσίμων) σημειώνουν (ευρύτερα, όχι μόνο στην αγορά της Τουρκίας), τα βασικά μέταλλα, τρόφιμα και χημικά-πλαστικά, μεταδίδει το ΑΜΠΕ.

Κατά τον κ. Αλεξανδρίδη, η βασική πρόκληση για την ελληνική οικονομία σήμερα είναι η αποκατάσταση και σταθεροποίηση χρηματοπιστωτικού και οικονομικού συστήματος, λαμβάνοντας παράλληλα μέτρα για δημιουργία ευκαιριών για ανάπτυξη.

Η ανάπτυξη μπορεί να προέλθει μέσα από την εξωστρέφεια, την ενίσχυση της καινοτομίας και της επένδυσης σε έρευνα, τη στήριξη της εκπαίδευσης, σε συνεργασία και με τον ιδιωτικό τομέα (το 25% των επιχειρήσεων στην ΕΕ-28 καταρτίζουν μαθητευόμενους) και την εξεύρεση λύσης για το φλέγον θέμα της έλλειψης χρηματοδότησης και ρευστότητας.