Δεκαετίες πίσω έχει γυρίσει η παραγωγή πολλών αγροτικών προϊόντων στη χώρα μας, με τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις να έχουν μειωθεί στα επίπεδα που βρίσκονταν στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Η διαπίστωση αυτή εξηγεί και τους λόγους για τους οποίους στα ράφια των σούπερ μάρκετ ο καταναλωτής βρίσκει φθηνά αγροτικά προϊόντα από χώρες όπως η Αργεντινή, η Αίγυπτος, η Τουρκία και η Μολδαβία.

Αν και φαίνεται αδιανόητο για μια χώρα με την αγροτική παράδοση της Ελλάδας, οι πατάτες Αιγύπτου, τα μήλα Αργεντινής και οι ξηροί καρποί από την Τουρκία έχουν βάλει στο περιθώριο τα αντίστοιχα εγχώρια προϊόντα, οι καλλιέργειες των οποίων αποτελούσαν την «αιχμή του δόρατος» για τη γεωργία μας.

Ένα «κοκτέιλ» αιτιών, το οποίο περιλαμβάνει το υψηλό κόστος παραγωγής, τις κακές καιρικές συνθήκες, τον φθηνό ανταγωνισμό από χώρες του εξωτερικού, τα κυκλώματα των μεσαζόντων, αλλά και την Κοινή Αγροτική Παραγωγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν κάνει ασύμφορη την παραγωγή οπωροκηπευτικών και εσπεριδοειδών, με αποτέλεσμα οι αγρότες να προσανατολίζονται σε άλλες καλλιέργειες ή να αφήνουν τα χωράφια τους ανεκμετάλλευτα.

Τα στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης επιβεβαιώνουν ότι σε κάποιες περιπτώσεις αγροτικών προϊόντων η έκταση των καλλιεργειών έχει επιστρέψει στα επίπεδα της δεκαετίας του 1960, αν και, λόγω της τεράστιας προόδου της τεχνολογίας από τότε, δεν ισχύει το ίδιο για την ποσότητα του παραγόμενου προϊόντος. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι αν εκτάσεις χιλιάδων στρεμμάτων δεν είχαν εγκαταλειφθεί ή αλλάξει χρήση, το φαινόμενο των αθρόων εισαγωγών κηπευτικών προϊόντων μπορεί να ήταν πολύ περιορισμένο.

Ο γενικός διευθυντής της ΠΑΣΕΓΕΣ, Γιάννης Τσιφόρος, διαπιστώνει και αυτός ότι η καλλιέργεια κάποιων προϊόντων έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια. Μιλώντας στο «Έθνος» λέει ότι κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. «Σε κάποια οπωροκηπευτικά, όπως η ντομάτα, το πρόβλημα προέκυψε γιατί κάποιες χώρες μπήκαν πολύ δυνατά στην παραγωγή με πολύ χαμηλές τιμές. Στα λεμόνια είχαμε δύο παγετούς το 2004 και το 2008, που είχαν ως αποτέλεσμα να χαθεί το 50% της παραγωγής. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι πυρκαγιές του 2007 και 2008 που κατέστρεψαν ολοκληρωτικά μεγάλος μέρος της αγροτικής γης», σημειώνει.