Το «φαβορί» κατά τον Guardian, οι γιαγιάδες της Λέσβου, οι Έλληνες νησιώτες που άνοιξαν τα σπίτια τους και τις αγκαλιές τους στους πρόσφυγες από τη Συρία, δεν πήραν το Νόμπελ Ειρήνης. Το βραβείο απονεμήθηκε στον Πρόεδρο της Κολομβίας Χουάν Μανουέλ Σάντος ο οποίος αν και υπέγραψε μια ιστορικής σημασίας συμφωνία ειρήνης με την οργάνωση FARC, για τον τερματισμό μιας ένοπλης σύρραξης που διήρκεσε πάνω από μισό αιώνα και είχε ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους εκατοντάδες χιλιάδες άτομα, τελικά έχασε το δημοψήφισμα… Η συμφωνία απορρίφθηκε από τους πολίτες της χώρας κατά πολλούς πλέον θεωρείται «νεκρή».  Η πρόεδρος όμως της νορβηγικής επιτροπής Νόμπελ Κάσι Κούλμαν Φάιβ έχει άλλη γνώμη. «Το γεγονός ότι η πλειοψηφία των ψηφισάντων είπε όχι στη συμφωνία ειρήνης δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η ειρηνευτική διαδικασία είναι νεκρή», ανέφερε.

Αν η συμφωνία είναι τελική «νεκρή» ή όχι είναι δύσκολο να απαντηθεί. Αυτό που είναι εύκολο να απαντηθεί είναι ότι οι γιαγιάδες της Λέσβου και οι νησιώτες άνοιξαν τις αγκαλιές τους και τα σπίτια τους και υποδέχθηκαν του πρόσφυγες που κατά χιλιάδες έφταναν από τις ακτές της Τουρκίας αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον μακρυά από τον πόλεμο. Η προσφορά τους δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Ανάμεσά τους η 85χρονη Αιμιλία Καμβύση, που έγινε πασίγνωστη μέσα από την περίφημη φωτογραφία με τις γιαγιάδες που τάιζαν ένα μωρό πρόσφυγα στη Λέσβο. Είναι ένα από τα πρόσωπα που μαζί με άλλους νησιώτες βοήθησαν πρόσφυγες και ήταν φαβορί σύμφωνα με τον διεθνή Τύπο για το Νόμπελ Ειρήνης 2016. Η βρετανική εφημερίδα Guardian που παρουσίασε τις προβλέψεις της, υποστήριξε ότι μεγαλύτερες πιθανότητες να νικήσουν έχουν όσοι έχουν διακριθεί για τον ανθρωπισμό τους στην κρίση με τους πρόσφυγες, όμως έπεσε έξω. «Στην πρώτη γραμμή του μεγαλύτερου κινήματος ανθρωπισμού στη σύγχρονη εποχή, οι κάτοικοι της Λέσβου -για να αναφέρουμε μόνο ένα από τα ελληνικά νησιά- άνοιξαν τα σπίτια και τις αγκαλιές τους για τους Σύρους πρόσφυγες, παρά την οικονομική δυσπραγία στη χώρα» γράφει ο Guardian. Τι έκαναν λοιπόν οι Έλληνες για τους πρόσφυγες είναι γνωστό πλέον παγκοσμίως. Έχει όμως ένα ενδιαφέρον να δει κανείς τι έκαναν οι Νορβηγοί για τους πρόσφυγες. Άλλωστε η επιτροπή διορίζεται από το κοινοβούλιο της Νορβηγίας. Τα πέντε μέλη της ορίζονται από το νορβηγικό κοινοβούλιο και σήμερα αντιπροσωπεύουν περίπου το πολιτικό μέρος του εν λόγω φορέα. Στη διαθήκη του, ο Άλφρεντ Νόμπελ ανέθεσε στο Κοινοβούλιο της Νορβηγίας την επιλογή των νικητών του βραβείου Νόμπελ Ειρήνης. Τις τελευταίες δεκαετίες, τα περισσότερα μέλη της επιτροπής είναι πρώην πολιτικοί. Όπως και η πρόεδρος Νόμπελ Κάσι Κούλμαν Φάιβ η οποία είναι πρώην υπουργός και βουλευτής και ήταν αρχηγός του Συντηρητικού Κόμματος. Αρχικά, λοιπόν οι Νορβηγοί ξεκίνησαν με αμφιλεγόμενα μέτρα για τους πρόσφυγες και ενίσχυσαν την πολιτική των κλειστών συνόρων… Αγρίεψαν και έκλεισαν τα σύνορα  επαναπροωθώντας όλους τους πρόσφυγες πίσω στη Σουηδία. Στη συνέχεια εντάχθηκαν στο «μπλοκ» της Δανίας και ανακοίνωσαν ότι θα κατάσχουν τα χρήματα και τα χρυσαφικά των προσφύγων! Τελικά, την άνοιξη του 2016, οι Νορβηγοί αποφάσισαν ότι η στήριξη τους στους πρόσφυγες είναι να τους δώσουν από 1.080 ευρώ για να φύγουν από τη χώρα τους… Αποφάσισαν ότι για να αλλάξουν γνώμη και να φύγουν εθελοντικά από την χώρα πρόσφυγες και μετανάστες θα τους πληρώσουν. Με άλλα λόγια όσα έκαναν οι Νορβηγοί δεν είχαν καμία σχέση με τη στάση των νησιωτών και των Ελλήνων, που στην πλειοψηφία τους, παρά τις παραφωνίες που σημειώνονται μέχρι και σήμερα, άνοιξαν τις αγκαλιές τους. Η κουλτούρα είναι προφανώς διαφορετική…

Η μεγάλη ήττα του Σάντος που πήρε το Νόμπελ Ειρήνης

Το βραβείο απονεμήθηκε στον Πρόεδρο της Κολομβίας Χουάν Μανουέλ Σάντος Ο κ. Σάντος δεσμεύτηκε για την αναβίωση ενός ειρηνευτικού σχεδίου με τους αντάρτες FARC, παρότι οι πολίτες της Κολομβίας απέρριψαν την ειρηνευτική συμφωνία στο δημοψήφισμα της 2ας Οκτωβρίου. Στην ψηφοφορία, το «όχι» επικράτησε οριακά με ποσοστό 50,23%, έναντι του 49,76% που συγκέντρωσε το «ναι». Το βραβείο Νόμπελ, αξίας 930.000 δολαρίων θα απονεμηθεί σε ειδική τελετή στο Όσλο στις 10 Δεκεμβρίου. Το δημοψήφισμα στην Κολομβία ζητούσε ένα απλό «ναι» ή «όχι» στην ερώτηση αν οι Κολομβιανοί υποστηρίζουν τη συμφωνία που υπογράφηκε την περασμένη εβδομάδα από τον πρόεδρο Χουάν Μανουέλ Σάντος και τον διοικητή των ανταρτών γνωστό ως Τιμοσένκο. Οι Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας (FARC), ο αριθμός των οποίων μειώθηκε τα τελευταία χρόνια σε περίπου 7.000 μέλη λόγω της υποστηριζόμενης από τις ΗΠΑ στρατιωτικής επίθεσης εναντίον τους, συμφώνησαν να παραδώσουν τα όπλα και να αγωνισθούν για την εξουσία στις κάλπες, αντί με τις σφαίρες. Τελικά όμως κανείς δεν ξέρει τι θα βγάλει μία κάλπη. Το «όχι» επικράτησε. Το «ναι» έλαβε 6.346.055 ψήφους, πολλές περισσότερες από το ελάχιστο όριο των 4,4 εκατομμυρίων (13% του εκλογικού σώματος) που απαιτείτο. Όμως για να επικρατήσει έπρεπε να λάβει περισσότερες ψήφους από το «όχι», το οποίο, αντίθετα με ό,τι προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις, που του έδιναν 35% ως 45% το πολύ, συγκέντρωσε 6.408.350 ψήφους. Η κυβέρνηση και οι αντάρτες με τη συμφωνία αυτή επιδίωκαν τον τερματισμό της παλιότερης ένοπλης σύρραξης στην αμερικανική ήπειρο, στην οποία έχασαν τη ζωή τους πάνω από 260.000 άνθρωποι, άλλοι 45.000 παραμένουν επισήμως αγνοούμενοι και 6,9 εκατομμύρια εκτοπίστηκαν. Το αποτέλεσμα αποτελεί τεράστια ήττα για τον Σάντος, ο οποίος ανέμενε ότι μετά το δημοψήφισμα θα άρχιζε ειρηνευτικές συνομιλίες με τον Στρατό Εθνικής Απελευθέρωσης (ELN), μια μικρότερη οργάνωση ανταρτών. Οι αντίπαλοι της συμφωνίας καταγγέλλουν κυρίως τη «χαλαρότητα» των ποινών που προβλεπόταν να επιβληθούν στους αντάρτες που διέπραξαν τα πιο σοβαρά εγκλήματα κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά και τη συμμετοχή των ανταρτών μετά την αποστράτευσή τους στην πολιτική ζωή, εκφράζοντας φόβους για τον «καστροτσαβισμό» τους, την επιρροή τους από τις κυβερνήσεις της Κούβας και της Βενεζουέλας.