Το WWF Ελλάς παρουσίασε για πρώτη φορά μια ολοκληρωμένη έρευνα για το παράνομο και ανεξέλεγκτο εμπόριο άγριων ειδών ζώων στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με την οργάνωση, η έρευνα που διήρκεσε περισσότερο από ένα έτος, στοχεύει να αναδείξει τα αίτια και τις συνέπειες του σημαντικότατου και σε μεγάλο βαθμό «αόρατου» προβλήματος, παρουσιάζοντας παράλληλα προτάσεις για την αντιμετώπισή του.
Σύμφωνα με τα βασικά ευρήματα της έρευνας του WWF: «Στην Ελλάδα η εμπορία άγριων ειδών αφορά κυρίως πτηνά που συλλαμβάνονται και πωλούνται στη χώρα, όπως τις καρδερίνες, τους φλώρους και τα λούγαρα. Ενδεικτικά, στο διάστημα διεξαγωγής της έρευνας, κατασχέθηκαν 292 άγρια πτηνά στο παζάρι του Σχιστού, κατά τη διάρκεια αιφνίδιας εφόδου θηροφυλάκων της Δ’ Κυνηγετικής Ομοσπονδίας Στερεάς Ελλάδας.
Ερπετά παράνομα συλλεγμένα στην Ελλάδα από τη φύση (π.χ. χελώνες, φίδια), αλλά και ασπόνδυλα (π.χ. σκορπιοί και μυρμήγκια) εντοπίστηκαν σε ευρωπαϊκές διαδικτυακές αγορές άγριων ειδών.
Το παράνομο εμπόριο άγριων ειδών καθίσταται ανεξέλεγκτο λόγω και του παρατεταμένου προβλήματος της υποστελέχωσης των δασικών υπηρεσιών. Οι προσλήψεις που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια είναι ανεπαρκείς και σίγουρα δεν λύνουν το σοβαρό αυτό ζήτημα της υποστελέχωσης, αφού δεν καλύπτουν τις ανάγκες των δασαρχείων. Οι περισσότεροι δασονόμοι και δασοφύλακες είναι επιβαρυμένοι με διοικητικά καθήκοντα, το οποίο σημαίνει ότι είναι δεσμευμένοι όλη μέρα στο γραφείο και σπανίως βγαίνουν έξω για να κάνουν ελέγχους και να καταστείλουν την παράνομη αιχμαλωσία άγριας ζωής».
Σύμφωνα πάντα με το WWF, «η ελλιπής προστασία των άγριων ειδών στην Ελλάδα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην έλλειψη ενδιαφέροντος και πολιτικής βούλησης και στις καθυστερήσεις ή τις παραλείψεις στην έγκαιρη υιοθέτηση από τις κρατικές Αρχές των αναγκαίων μέτρων.
Οι ελληνικές Αρχές παρουσιάζουν έλλειμμα ως προς τη συλλογή και ανάλυση δεδομένων από ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς που εμπλέκονται στην αντιμετώπιση του παράνομου και ανεξέλεγκτου εμπορίου άγριων ειδών, καθώς και έλλειμμα και ως προς τη δημοσιοποίηση στοιχείων και την παροχή απαντήσεων σχετικά με το εμπόριο άγριων ειδών».
Επιπλέον, σύμφωνα πάντα με την οργάνωση, «υπάρχει σημαντικό έλλειμμα της διαφάνειας και της ενημέρωσης των καταναλωτ(ρι)ών γύρω από την απόκτηση των εν λόγω ζώων».
WWF: οι συνέπειες του παράνομου εμπορίου άγριων ειδών και οι προτεινόμενες λύσεις
Η μη αποτελεσματική αντιμετώπιση του εμπορίου άγριων ζώων έχει ως συνέπεια την υποβάθμιση της βιοποικιλότητας παγκοσμίως. Σύμφωνα με το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τον Έλεγχο των Ναρκωτικών και την Πρόληψη του Εγκλήματος (UNODC), το εμπόριο άγριας ζωής «μπορεί να μειώσει πληθυσμούς ειδών και να προκαλέσει τοπική ή ακόμη και παγκόσμια εξαφάνιση (ζώων)», καθώς αυτή η υπερεκμετάλλευση διαταράσσει τους φυσικούς πληθυσμούς των ειδών. Με τη σειρά της, η υποβάθμιση της βιοποικιλότητας εξαιτίας της απώλειας ειδών άγριας ζωής, έχει ευθείες επιπτώσεις και στη ζωή του ανθρώπου.
Οι διαχρονικές αστοχίες και ελλείψεις στην αντιμετώπιση του εμπορίου άγριας ζωής στην Ελλάδα δείχνουν τον δρόμο για το τι πρέπει να αλλάξει με σκοπό την καταπολέμηση και αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου:
Εντατικοποίηση των ελέγχων σε καταστήματα, αγορές, αλλά και διαδικτυακούς ιστότοπους. Αυστηροποίηση προστίμων. Ενίσχυση προσωπικού και εξοπλισμού στα δασαρχεία, καθώς και συστηματική εκπαίδευση προσωπικού στα τελωνεία. Διαμόρφωση ενός νομοθετικού πλαισίου για τη ρύθμιση απόκτησης ερπετών ή και άλλων ειδών ζώων ως κατοικιδίων. Ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ αρμόδιων υπηρεσιών και αρχών. Ενημέρωση των πολιτών για τα είδη άγριας ζωής που πωλούνται παράνομα.
Η Παναγιώτα Μαραγκού, επικεφαλής προγραμμάτων προστασίας περιβάλλοντος στο WWF Ελλάς, δήλωσε: «Η έρευνα που υλοποιήσαμε έρχεται να επιβεβαιώσει πως το παράνομο εμπόριο άγριας ζωής όχι μόνο είναι ένα υπαρκτό πρόβλημα στη χώρα μας, αλλά ευδοκιμεί, εξαιτίας της απουσίας ενός αποτελεσματικού πλαισίου ρύθμισης και ελέγχων των αγορών και των δικτύων, μέσω των οποίων πραγματοποιείται παράνομα η πώληση σπάνιων και απειλούμενων ειδών. Σε ένα πλαίσιο που το κράτος συχνά αδυνατεί να αλλάξει την κατάσταση, ο ρόλος των καταναλωτ(ρι)ών είναι κομβικός, καθώς μέσα από τις υπεύθυνες επιλογές τους μπορούν να συμβάλλουν στην προστασία της βιοποικιλότητας».