Με το ράλι στις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, του πετρελαίου και του φυσικού αερίου να  συνεχίζεται με αμείωτη ένταση και τους αναλυτές να προειδοποιούν για το χειρότερο χειμώνα μετά το 1945 στο οικονομικό επιτελείο έχει σημάνει συναγερμός καθώς εντείνονται οι πιέσεις και αυξάνεται το δημοσιονομικό κόστος για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων.

Την ίδια ώρα η κυβέρνηση ετοιμάζεται να «τραβήξει το αυτί» στους φορείς του δημοσίου για την αδιαφορία που επιδεικνύουν ως προς τα μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας στα κτίρια και άλλες υποδομές ευθύνης τους.  Αν και η σχετική κοινή υπουργική απόφαση ισχύει από τις αρχές του Ιουλίου,  μέχρι σήμερα η ανταπόκριση είναι μικρή στις απαιτήσεις για την καταχώρηση στοιχείων και υπεύθυνων ενεργειακών εγκαταστάσεων.

Το θέμα της εξοικονόμησης ενέργειας συζητήθηκε στη χθεσινή ευρεία σύσκεψη υπό τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και της ομάδας διαχείρισης ενεργειακών κρίσεων. Η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να περάσει άμεσα στο επόμενο βήμα για την επίτευξη του στόχου της μείωσης κατανάλωσης ενέργειας κατά 10% το 2021 σε σχέση με το 2019. 

Από το επόμενο μήνα τα πράγματα δυσκολεύουν για τα νοικοκυριά αλλά και για την κυβέρνηση καθώς  έρχονται να προστεθούν οι δαπάνες για θέρμανση με το οικονομικό επιτελείο που αναζητά επειγόντως εναλλακτικό μηχανισμό επιδοτήσεων για τον περιορισμό του βάρους στα κρατικά ταμεία χωρίς όμως να αφήνει έκθετους στη λαίλαπα των ανατιμήσεων τους πολίτες    

Στελέχη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους επισημαίνουν ότι πάση θυσία θα πρέπει να βρεθεί τρόπος περιορισμού της κρατικής συμμετοχής στο πρόγραμμα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων καθώς ο προϋπολογισμός δεν μπορεί να σηκώσει το ολοένα και μεγαλύτερο φορτίο των επιδοτήσεων. Τα ίδια στελέχη σημειώνουν ότι ενώ η αρχική εκτίμηση για το κόστος στήριξης από τον προϋπολογισμό ήταν για 800 εκατ. ευρώ το δεύτερο εξάμηνο μετά και το κλείσιμο της στρόφιγγας από την Gazprom, που έβαλε νέα φωτιά στις τιμές του φυσικού αερίου η κρατική συνδρομή θα ξεπεράσει τα 2 δις. ευρώ ασκώντας έντονες πιέσεις στο έλλειμμα και περιορίζοντας δραστικά τα περιθώρια για άλλες παρεμβάσεις ελάφρυνσης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι οι τιμές θα παραμείνουν υψηλές και μέχρι το 2024-2025 σημειώνοντας ότι πρέπει να υπάρξει «δημοσιονομική σύνεση» στις κρατικές επιδοτήσεις το 2023 που κάλυψαν μέχρι σήμερα το 85% έως 94% των αυξήσεων στους λογαριασμούς. 

Στο πλαίσιο αυτό εξετάζονται διάφορα σενάρια για την χρηματοδότηση των ενεργειακών επιδοτήσεων με γνώμονα τις δημοσιονομικές αντοχές με επίκεντρο την αντικατάσταση του υφιστάμενου μηχανισμού επιδότησης στο ρεύμα από έναν νέο που θα αποσβένει ένα σημαντικό μέρος της αύξησης στους οικιακούς λογαριασμούς αλλά θα απαλύνει τους κραδασμούς στον προϋπολογισμό. Σύμφωνα με πληροφορίες η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από ένα νέο μοντέλο διαχείρισης της ενεργειακής κρίσης το οποίο θα βασίζεται σε στοχευμένο και όχι οριζόντιο μείγμα επιδοτήσεων καθώς αναγνωρίζεται ότι  το υφιστάμενο σχήμα επιδοτήσεων δεν μπορεί να διαρκέσει.

Στο οικονομικό επιτελείο ποντάρουν σε μία δραστική ευρωπαϊκή παρέμβαση που θα ελαφρύνει το δημοσιονομικό λογαριασμό για τα μέτρα στήριξης των νοικοκυριών με δεδομένο ότι τα περιθώρια του προϋπολογισμού δεν είναι ανεξάντλητα. Σύμφωνα με τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Θεόδωρο Σκυλακάκη ο σχεδιασμός περιλαμβάνει την κατάρτιση ενός συντηρητικού προϋπολογισμού για το 2023 με διάφορες υποθέσεις για την πορεία της οικονομίας εν μέσω της ενεργειακής κρίσης. Όπως είπε χαρακτηριστικά «σήμερα το αέριο κοστίζει σαν να ήταν το πετρέλαιο στα 500 ευρώ το βαρέλι ή η βενζίνη στα 6-7 ευρώ το λίτρο. Κι αυτή η εξωφρενική τιμή του φυσικού αερίου περνάει στους λογαριασμούς ρεύματος, αφού το 30%-40% του ηλεκτρικού παράγεται από αέριο».. Αυτό που ζούμε τώρα είναι μία θύελλα, όπου άνεμοι 10 μποφόρ έρχονται από παντού και αλλάζουν συνεχώς κατεύθυνση».