Με πολλαπλούς τρόπους, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αναδεικνύεται ως η «έσχατη πηγή» ρευστότητας για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και εγγυητής της ομαλής λειτουργίας των αγορών. Με την πρακτική της “σιωπηρής” παράτασης των μέτρων ενίσχυσης της ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος, η ΕΚΤ!

Υπό κανονικές συνθήκες, το πρόγραμμα ενίσχυσης της ρευστότητας που ξεκίνησε πριν από 12 μήνες, επρόκειτο να λήξει αύριο, 30 Ιουνίου 2010. Όμως, κατά τα φαινόμενα είναι αδύνατο να συνεχιστεί η κανονική λειτουργία του τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα, την Ισπανία και πιθανότατα και σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης, εάν δεν υπάρξει παράταση στην πρακτική αυτή. Η ΕΚΤ, θέλοντας να διατηρήσει τα προσχήματα, προχωρά σε παράταση του προγράμματος δανεισμού των τραπεζών, όμως αυτή τη φορά το πρόγραμμα θα είναι τρίμηνης διάρκειας, ενώ είναι σαφές σε όλους ότι θα υπάρξουν “αυτόματες” ανανεώσεις μετά τη λήξη του κάθε τριμήνου.

Από την άλλη πλευρά, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, συνεχίζει την παρέμβασή της στις αγορές ομολόγων, προσπαθώντας να διατηρήσει μεν τα spreads των ομολόγων της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Ιταλίας και της Ιρλανδίας σε λογικά επίπεδα, έτσι ώστε οι χώρες αυτές (και κυρίως η Πορτογαλία) να μη βρεθεί εκτός αγορών λόγω ασύμφορων επιτοκίων δανεισμού, αλλά παράλληλα προσπαθώντας να απορροφήσει όλες τις ποσότητες ελληνικών ομολόγων που βγαίνουν για πούλημα στην αγορά. Μέχρι πριν από μέρες, σύμφωνα με σχετικές ανακοινώσεις της ΕΚΤ, το ύψος της παρέμβασης είχε φθάσει στα 55 δισεκατομμύρια ευρώ, από τα οποία, περίπου 39 αφορούσαν σε αγορές ελληνικών ομολόγων.

Η γιγαντιαία αυτή επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μπορεί να σημαίνει δύο πράγματα: α) είτε γίνεται στα πλαίσια μίας απέλπιδας προσπάθειας διάσωσης των χωρών του Ευρωπαϊκού νότου, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο μακροχρόνιο σχέδιο, αλλά και χωρίς σχέδιο εξόδου από την δύσκολη κατάσταση στην οποία η ίδια η ΕΚΤ εισέρχεται, β) είτε γίνεται βάσει κάποιου μακροχρόνιου σχεδίου το οποίο συμπλέει με τα σχέδια των κυβερνήσεων της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για μετάβαση σε ένα νέο και ανώτερο επίπεδο ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης το οποίο θα περιλαμβάνει μία νέα διάσταση ευρωπαϊκής οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής, η οποία θα χαρακτηρίζεται από ένα κεντρικό “επίπεδο ελέγχου”, αλλά και κεντρικό φορέα λήψης των βασικών αποφάσεων.

Δηλαδή, ο στόχος των κυβερνήσεων της Ευρωζώνης σήμερα, στην καρδιά της κρίσης, είναι αφ’ ενός μεν η σταδιακή υποχώρηση του ευρώ (η υποχώρηση του ευρώ είναι κάτι που επιθυμούν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, αφού με τον τρόπο αυτό θα βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα των οικονομιών τους, αλλά και θα μειωθούν οι αρνητικές επιδράσεις που προκαλούνται στην οικονομία από την εφαρμογή προγραμμάτων περιοριστικής πολιτικής), αλλά και η σταδιακή δημιουργία μίας νέας κατάστασης στην Ευρωζώνη, η οποία θα ενοποιεί οικονομικά τις χώρες που συμμετέχουν σ’ αυτή.

Σε κάθε περίπτωση και καθώς η διαδικασία των πολιτικών αποφάσεων είναι και περίπλοκη, αλλά και αργή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποτελεί τον κύριο και καθημερινό βραχίονα άσκησης ενιαίας οικονομικής πολιτικής σήμερα, πιθανότατα στα πλαίσια ενός αισιόδοξου και μακροχρόνιου σχεδιασμού.

Οι εξελίξεις, στους επόμενους μήνες και στα επόμενα χρόνια, ίσως να το αποδείξουν. διαφυλάσσει την ισορροπία στη λειτουργία των τραπεζών και διατηρεί τα επιτόκια στη διατραπεζική αγορά της Ευρώπης σε ένα ομαλό επίπεδο.

Πηγή: eurocapital