Μόλις επτά μήνες αφότου ανέλαβε την εξουσία, ο κυβερνητικός συνασπισμός του Φρίντριχ Μερτς βρίσκεται αντιμέτωπος με μια καθοριστική ψηφοφορία που θα μπορούσε ακόμη και να απειλήσει την ίδια του την «επιβίωση».
Την Παρασκευή, το Κοινοβούλιο θα ψηφίσει ένα κρίσιμο νομοσχέδιο για τις συντάξεις, που είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες του «φθινοπώρου των μεταρρυθμίσεων» που έχει δεσμευτεί να υλοποιήσει ο καγκελάριος, με στόχο την αναζωογόνηση της χώρας.
Όπως συμβαίνει σε πολλές ανεπτυγμένες οικονομίες, έτσι και στη Γερμανία τα δημόσια οικονομικά πιέζονται ολοένα περισσότερο από τον αυξανόμενο αριθμό των συνταξιούχων — γεγονός που προκαλεί την αγανάκτηση των νεότερων εργαζομένων, οι οποίοι καλούνται να χρηματοδοτήσουν ένα σύστημα παροχών από το οποίο οι ίδιοι ενδέχεται να μη ωφεληθούν ποτέ. Το νομοσχέδιο διασφαλίζει τις συνταξιοδοτικές πληρωμές έως το 2031 και σύμφωνα με το Bloomberg υπόσχεται εγγυήσεις ακόμη και για τα χρόνια πέρα από αυτή την ημερομηνία. Αν και το σύστημα βασίζεται στις υποχρεωτικές εισφορές των εργαζομένων, καθώς πληθαίνουν οι συνταξιούχοι το κράτος καλείται να καλύψει ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του κόστους.
Η προοπτική αυτή των επιπλέον δαπανών έχει προκαλέσει την έντονη αντίδραση των νεότερων βουλευτών του συντηρητικού κόμματος του Μερτς, οι οποίοι καταγγέλλουν ότι το βάρος μετατίθεται στις επόμενες γενιές. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια μιας δοκιμαστικής ψηφοφορίας της κοινοβουλευτικής ομάδας την Τρίτη, τουλάχιστον 10 βουλευτές αντέδρασαν, στέλνοντας ένα ξεκάθαρο μήνυμα στον συντηρητικό-σοσιαλιστικό συνασπισμό, ο οποίος έχει μια οριακή πλειοψηφία 12 εδρών στο Κοινοβούλιο.

Παρόλο που μια ήττα την Παρασκευή μπορεί ακόμη να αποφευχθεί χάρη στις αποχές της αντιπολίτευσης, μια τόσο οριακή έκβαση θα αναδείκνυε την ευάλωτη θέση στην οποία βρίσκεται ο καγκελάριος. Το κλίμα που επικρατούσε στην κυβέρνηση αρχικά ήταν ελπιδοφόρο, αφότου ο Μερτς κατάφερε να προωθήσει τη χαλάρωση των αυστηρών γερμανικών δημοσιονομικών κανόνων πριν αναλάβει τα καθήκοντά του. Ωστόσο, αυτή η κίνηση φαίνεται να μην έχει προσφέρει κανένα ουσιαστικό προβάδισμα. Ταυτόχρονα, η οικονομία δεν έχει παρουσιάσει ανάπτυξη από τότε που ο καγκελάριος ανέλαβε την εξουσία, και η πρόβλεψη της Bundesbank για «ήπια» αύξηση της παραγωγής στο τέταρτο τρίμηνο δεν αποτελεί αυτό που κάποιος θα μπορούσε να αποκαλέσει ψήφο εμπιστοσύνης.
Ήταν δεδομένο, σύμφωνα με το Bloomberg, ότι το πρόγραμμα δαπανών της κυβέρνησης, που στηρίζεται σε δανεισμό, θα χρειαζόταν χρόνο για να επηρεάσει την οικονομία, ωστόσο οι προοπτικές για το 2026 δεν εμπνέουν αισιοδοξία.
Αν και ορισμένοι βιομηχανικοί φορείς αρχικά χαιρέτισαν τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, τώρα κατηγορούν τον Μερτς και τους υπουργούς ότι δεν δρουν με την ταχύτητα και την αποφασιστικότητα που απαιτείται για να ανακτήσει η Γερμανία την ανταγωνιστικότητά της.
Ο Πέτερ Λάιμπινγκερ, πρόεδρος του ισχυρού επιχειρηματικού λόμπι BDI, προειδοποίησε ότι οι βιομηχανίες, από τον κλάδο των αυτοκινήτων μέχρι τον χάλυβα και τα χημικά, βρίσκονται σε «ένα δραματικό χαμηλό σημείο», καθώς πλησιάζει το τέλος του έτους. «Η οικονομία βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, αλλά η κυβέρνηση δεν ανταποκρίνεται με την απαιτούμενη αποφασιστικότητα», τόνισε, συμπληρόνοντας πως «κάθε μήνας χωρίς ουσιαστικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σημαίνει περισσότερες χαμένες θέσεις εργασίας και λιγότερη ευημερία, περιορίζοντας παράλληλα δραματικά το μελλοντικό περιθώριο δράσης του κράτους».