Η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε στην Ελλάδα το 2024, αλλά είναι λίγο πάνω από το μισό της Ευρωζώνης, αναφέρει το ΚΕΠΕ στην ετήσια έκθεσή του με την ιδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας.

Το 2024, σε σύγκριση με το 2023, παρατηρούνται ελαφρές βελτιώσεις σε όλους τους δείκτες παραγωγικότητας, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγικότητας της εργασίας σε όρους ΑΕΠ ανά εργαζόμενο (1%), καθώς και ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας (0,77%). Αντίθετα, η Ευρωζώνη και η Ε.Ε. παρουσίασαν κατά μέσο όρο μηδενική ή αρνητική αύξηση παραγωγικότητας και πολύ μικρή αύξηση παραγωγικότητας, αντίστοιχα, μεταξύ 2023-2024, ήτοι, για την παραγωγικότητα εργασίας σε όρους ΑΕΠ ανά εργαζόμενο 0% και 0,29%, και για την παραγωγικότητα εργασίας σε όρους ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας -0,16% και 0,34%, αντίστοιχα.

Παρά την αύξηση, το 2024, το ελληνικό ΑΕΠ ανά εργαζόμενο παρέμεινε περίπου στο 52% του μέσου όρου της Ευρωζώνης και στο 57% του μέσου όρου της Ε.Ε., ενώ το ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας ήταν ακόμη χαμηλότερο, στο 46% και 40%, αντίστοιχα. Οι διαφορές αυτές στην παραγωγικότητα αναμένεται να παραμείνουν σταθερές και κατά τα έτη 2025-2026.

Εργαζόμενοι

Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση:

  • Η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να σημειώσει συνολική αύξηση 2,3% σε όρους ΑΕΠ ανά εργαζόμενο και 2,0% σε όρους ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας το 2026, σε σύγκριση με το 2024. Η αντίστοιχη αύξηση της παραγωγικότητας στην Ευρωζώνη και την Ε.Ε.27 αναμένεται να είναι βραδύτερη από την Ελλάδα κατά την ίδια περίοδο (2024-2026), δηλαδή 1,6% και 1,2% σε όρους ΑΕΠ ανά εργαζόμενο και 1,3% και 0,6% σε όρους ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας, αντίστοιχα. Ωστόσο, αυτές οι βελτιώσεις δεν μπορούν να οδηγήσουν σε ουσιαστική σύγκλιση με την Ευρώπη.
  • Η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής (TFP) της ελληνικής οικονομίας το 2024 αυξήθηκε κατά 1,1% σε σύγκριση με το 2023, ενώ η ανοδική της τάση παραμένει μέτρια και σταθερή.
  • Από το 2022 έως το 2024, η ένταση κεφαλαίου συμβάλλει μόνο οριακά στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, δείχνοντας στασιμότητα ή υποαξιοποίηση του νέου κεφαλαίου, καθώς και την ανάγκη βελτίωσης της ποιότητας των επενδύσεων, ώστε να μεταφραστούν σε απτές βελτιώσεις της παραγωγικότητας.
  • Η παραγωγικότητα του κεφαλαίου δείχνει σημάδια ομαλοποίησης, με αύξηση 1,5% το 2024, γεγονός που σημαίνει αποδοτικότερη χρήση του φυσικού κεφαλαίου στην παραγωγική διαδικασία, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε υψηλότερη συνολική οικονομική ανάπτυξη και να συμβάλει στην άμβλυνση των επιπτώσεων της έλλειψης εργατικού δυναμικού.
  • Οι τάσεις παραγωγικότητας που καταγράφονται υπογραμμίζουν την ανάγκη να επιταχυνθεί η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την εγχώρια παραγωγική ικανότητα και διορθώνουν δομικές ανισορροπίες, οι οποίες περιορίζουν τη βιώσιμη ανάπτυξη και την ανθεκτικότητα της χώρας σε εξωτερικές διαταραχές.

Ανταγωνιστικότητα

Εργαζόμενοι

Η Ελλάδα έχει χάσει έδαφος στη συνολική ανταγωνιστικότητα και κατατάσσεται 50ή μεταξύ 69 οικονομιών παγκοσμίως και 22η μεταξύ των 26 κρατών μελών της Ε.Ε.27 που περιλαμβάνονται στην κατάταξη IMD World Competitiveness (η Μάλτα δεν περιλαμβάνεται). Η μεγαλύτερη πτώση παρατηρείται στην επιχειρηματική αποδοτικότητα, όπου η Ελλάδα υποχώρησε κατά εννέα θέσεις (53η από την 44η θέση στην έκδοση του 2024) και κατά τρεις θέσεις σε σύγκριση με την Ε.Ε.26 (κατατάσσεται 20ή από την 17η θέση στην έκδοση του 2024). Έχασε επίσης έδαφος στην οικονομική αποτελεσματικότητα (στην 22η θέση, έχασε μία θέση), ενώ παρέμεινε στην ίδια θέση στην κυβερνητική αποδοτικότητα (22η) και τις υποδομές (40ή), σε σύγκριση με την Ε.Ε.26.

Η αδυναμία της Ελλάδας σε θέματα αποτελεσματικότητας της κυβέρνησης και των επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με τους αδύναμους θεσμούς και τις βαριές ρυθμίσεις, εμποδίζει την ικανότητά της να προσελκύσει τόσο εγχώριες όσο και ξένες άμεσες επενδύσεις, με αποτέλεσμα τη χαμηλή παραγωγικότητα των επιχειρήσεων, τη χαμηλή συνολική παραγωγή και εξαγωγές, καθώς και τη χαμηλή ψηφιακή ανταγωνιστικότητα.