«Κλιματική κατάσταση έκτακτης ανάγκης» κήρυξε το κοινοβούλιο της Ιρλανδίας, εννέα ημέρες μετά τη βρετανική Βουλή, νέο που έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τη νεαρή Σουηδέζα ακτιβίστρια Γκρέτα Τούνμπεργκ.

Χωρίς ψηφοφορία, το ιρλανδικό κοινοβούλιο ενέκρινε τροποποίηση σε κοινοβουλευτική έκθεση ώστε να κηρυχθεί «κλιματική κατάσταση έκτακτης ανάγκης» και να ζητηθεί από την κυβέρνηση της Ιρλανδίας να εξεταστεί το «πώς μπορεί να βελτιώσει την απάντησης στο πρόβλημα της απώλειας της βιοποικιλότητας».

«Πλέον έχουμε τη στήριξη όλων των κομμάτων για να κηρύξουμε κατάσταση έκτακτης ανάγκης σε ό,τι αφορά το κλίμα και τη βιοποικιλότητα» τόνισε στο Twitter η βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος Fine Gael και πρόεδρος της επιτροπής κλιματικής δράσης του κοινοβουλίου Χίλντεγκαρντ Νότον. Όμως «τώρα χρειάζεται δράση» υπογράμμισε.

«Η κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης δεν σημαίνει απολύτως τίποτα αν δεν ληφθούν μέτρα» επεσήμανε και ο επικεφαλής του κόμματος των Πρασίνων Ίμον Ράιαν στο κρατικό τηλεοπτικό δίκτυο RTE. «Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να κάνει πράγματα που δεν θέλει να κάνει».

Τρέχων στόχος της κυβέρνησης της Ιρλανδίας είναι η μείωση των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 80% σε σχέση με το 1990 ως το 2050, σύμφωνα με την ιστοσελίδα της ιρλανδικής υπηρεσίας για την κλιματική δράση.

Η είδηση αυτή έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τη Γκρέτα Τούνμπεργκ, η οποία έχει αναχθεί σε πρόσωπο της μάχης κατά της κλιματικής αλλαγής. «Καταπληκτικό νέο από την Ιρλανδία! Ποιος θα ακολουθήσει;» έγραψε στο Twitter.

Η απόφαση του ιρλανδικού κοινοβουλίου έρχεται εννέα ημέρες μετά την αντίστοιχη απόφαση της βρετανικής βουλής, η οποία ήταν η πρώτη που τον Μάιο κήρυξε κλιματική κατάσταση έκτακτης ανάγκης έπειτα από αίτημα των Εργατικών και μετά τις σημαντικές κινητοποιήσεις του κινήματος Extinction Revellion.

Στις αρχές Μαΐου έκθεση της Βρετανικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή πρότεινε να οριστεί «νέος φιλόδοξος στόχος για τη μείωση των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου στο μηδέν ως το 2050», την ώρα που ο τρέχων στόχος προβλέπει μείωση κατά 80% σε σχέση με το 1990.