Μετά την επιτυχημένη του πρεμιέρα το καλοκαίρι του 2025, το wine bar «Taniko» επιστρέφει για 8 μόνο παραστάσεις στο Studio Μαυρομιχάλη. Το νέο έργο του Κωνσταντίνου Αβράμη τοποθετείται σε ένα σύγχρονο εξευγενισμένο wine bar της Αθήνας που φέρει το όνομα ενός αρχαίου ιαπωνικού μύθου.
Οι ιδιοκτήτριές του καλούνται να αντιπαλεύσουν τις απειλές και τις επιθέσεις των κατοίκων της περιοχής(;), να βρουν έναν τρόπο για να αντιμετωπίσουν άμεσα το σοβαρό πρόβλημα υγείας της μητέρας τους και να λύσουν το μυστήριο γύρω από την εξαφάνιση του αδερφού τους.
Με αφορμή την επιστροφή της παράστασης, ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Αβράμης μίλησε στο Newsbeast.
– Κωνσταντίνε, πώς γεννήθηκε το «Taniko»; Ποια ήταν η πρώτη σπίθα που σε οδήγησε να γράψεις αυτό το έργο;
Η πρώτη στιγμή του ενθουσιασμού ήρθε πριν από κάποια χρόνια, στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης, όταν διάβασα αυτό το πολιτισμικό χάσμα, την ατελή μετάγγιση μεταξύ του ιαπωνικού και του γερμανικού πολιτισμού που τόλμησε ο Brecht πριν από έναν αιώνα. Ήθελα να εξερευνήσω πώς είναι εφικτό να αντλήσει κανείς υλικό από ένα αυστηρό, άτεγκτο φορμαλιστικό θέατρο και να το φέρει σε διάλογο με το πολιτισμικό και κοινωνικό πλαίσιο της Αθήνας σήμερα. Στην καρδιά του έργου μας βρίσκεται μια ιστορία περίπου οχτακοσίων ετών. Είναι ένα έργο του ιαπωνικού θεάτρου Νο, του 15ου αιώνα, που λέγεται «Tanikō» και μιλά για έναν αυστηρό, βίαιο θρησκευτικό νόμο της αίρεσης yamabushi, η οποία συνδυάζει τον βουδισμό με τον σιντοϊσμό. Αυτόν τον μύθο τον παίρνει ο Brecht και τον εκκοσμικεύει, δημιουργώντας δύο όπερες («Αυτός που λέει ναι» και «Αυτός που λέει όχι»). Από εκεί ξεκινήσαμε.

– Το έργο διαδραματίζεται μέσα σε ένα wine bar – έναν κατεξοχήν χώρο «εκλεπτυσμένο», αλλά και εύθραυστο. Γιατί διάλεξες αυτό το σκηνικό; Τι συμβολίζει για σένα;
Με τα wine bars έχω έναν διπλό δεσμό, μια σχέση αγάπης και μίσους. Καθώς εργάζομαι από μικρός μέσα στην εστίαση, έχω εκπαιδευτεί πάνω στον κώδικα συμπεριφοράς, τις πληροφορίες γύρω από την παραγωγή του κρασιού, τις ποικιλίες. Ταυτόχρονα, όμως, αναγνωρίζω πως αποτελεί τον απόλυτο ναό της υπηρεσίας, της εξυπηρέτησης άλλων, της ηθικής παραίτησης. Το ολοένα αυξανόμενο κόστος οδηγεί εμάς, τους εργαζόμενους, στη θέση να σερβίρουμε ακριβώς εκείνους τους ανθρώπους εξ αιτίας των οποίων οι ίδιοι δεν μπορούμε να απολαύσουμε όσα εκείνοι καταναλώνουν.
– Οι ηρωίδες του έργου ζουν σε μια κοινωνική ασφυξία: επιθέσεις, οικονομική πίεση, απώλεια. Πόσο δύσκολο είναι να μιλήσει ένας συγγραφέας για τόσο οικεία σ’ όλους μας θέματα;
Η μόνη δυσκολία που αντιμετωπίσαμε είναι το να αποφύγουμε το προφανές. Δεν είναι ζήτημα η οικειότητα ενός θέματος. Πολλά πράγματα μας είναι πολύ οικεία, αλλά δεν μιλάμε για αυτά. Η συζήτηση γύρω από τον εξευγενισμό, την απώλεια, την ασφυξία έχει κορεστεί. Για αυτό κι εμείς χτίζουμε στην παράσταση έναν κώδικα επικοινωνίας στα όρια της κατάρρευσης· οι ηρωίδες μας μιλούν σαν όλα να έχουν ειπωθεί ξανά, δεν εξηγούν γιατί όλοι ξέρουμε. Δεν χρειάζεται να εξηγήσουν, είμαστε συνένοχοι. Και πιέζονται τόσο για να φέρουν στην άκρη της γλώσσας τους αυτό που δεν λέγεται, που κάποια στιγμή μεταμορφώνονται, γίνονται ο συλλογικός μας εφιάλτης.

– Η ομάδα dispositif φαίνεται να έχει μια πολύ συγκεκριμένη αισθητική και πολιτική ταυτότητα. Πώς δουλεύετε μεταξύ σας; Τι είναι αυτό που σας ενώνει;
Θα έλεγα πως η κοινή γραμμή που αναδύεται μέσα από τις παραστάσεις μας, ήδη από την παράσταση για την Εύα Palmer Σικελιανού, αλλά και στο «oRt I.» και στα «Τέλματα», είναι η εμμονή για τη σωματικότητα, τους μηχανισμούς της εξουσίας, το να καθιστούμε ορατά τα δίκτυα ισχύος που ελέγχουν το εκάστοτε οικοσύστημα αλλά παραμένουν αθεάτα. Γι’ αυτό η εμμονή με τη βιομηχανική αισθητική και τους μηχανισμούς: ο αργαλειός, η τυπογραφική πρέσα, το κλουβί με το παλάγκο, οι χαλκοσωλήνες.
Η Ελένη είναι εξαιρετική στο να δίνει σάρκα και ανθρωπινότητα στις αυστηρές γεωμετρίες που προτείνω, στο να μεταπλάθει ένα δοκίμιο σε ανθρώπινη ρέουσα γλώσσα. Από εκεί και πέρα, κάτι που μας ενώνει είναι το ότι προσπαθούμε να κρατάμε τη διαδικασία μας ρευστή. Παρά την ενδελεχή αρχική σύλληψη, ανοίγουμε διαρκώς την κάθε παράσταση στο απρόβλεπτο, στους ηθοποιούς, στον χώρο, στην κοινωνική συγκυρία. Δεν είναι πάντα εύκολο αυτό. Αλλά επιμένουμε σε ένα θέατρο που μας αρέσει να το θεωρούμε πολιτικό και πειραματικό, τολμηρό – όχι χάρη στα εφέ ή το προβοκάρισμα, αλλά χάρη στην απροθυμία μας να αποδεχτούμε ασφαλείς δραματουργικές λύσεις.
– Αν το Taniko ήταν ένα ποτήρι κρασί, τι γεύση θα είχε;
Μερικές φορές επιλέγει κανείς μία ετικέτα που έχει εισαχθεί από ένα κλίμα εντελώς διαφορετικό από το δικό μας, με τρόπο οινοποίησης διαφορετικό από τους δικούς μας, με αναφορές σε αρώματα τελείως ανοίκεια. Κι έπειτα ανοίγει τη φιάλη, τη δοκιμάζει και ανακαλύπτει πως αυτό που δοκιμάζει του είναι απογοητευτικά οικείο, ίδιο με το κρασί που έχει πιεί και ξαναπιεί στο χωριό του. Υπάρχει μια στυφότητα, ένα ελαφρώς γευστικό προφίλ που καταρρίπτει κάθε κοσμοπολιτισμό και αποδεικνύει πως κάποια πράγματα είναι ίδια παντού και πάντα. Για μένα, το Taniko θα ήταν ένα από αυτά τα εξωτικά κρασιά που απογοητεύουν λόγω της απροσδόκητης οικειότητάς τους.

Ταυτότητα Παράστασης:
Κείμενο/σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Αβράμης
Βοήθεια στη σκηνοθεσία/δραματουργία: Ελένη Νιωτάκη
Σύνθεση, μουσικός επί σκηνής: Δέσποινα Γεώργα
Φωτογραφίες, βίντεο, φωτισμοί: Χαράλαμπος Ιωαννόπουλος
Ηθοποιοί: Λίνα Μπότη, Ελένη Νιωτάκη, Μαρίσσα Φαρμάκη
Επικοινωνία: Γιώτα Δημητριάδη
Πρεμιέρα: Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2025
Για 8 μόνο παραστάσεις/ Κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στις 21:00
Διάρκεια: 61′
Εισιτήρια: 15€ (κανονικό), 12€ (μειωμένο) και 7€ (ατέλεια)
Προπώληση: More.com
Studio Μαυρομιχάλη
Μαυρομιχάλη 134 Νεάπολη Εξαρχείων