Λίγο πριν κλείσει και επισήμως τα 22 της χρόνια, στις 15 του Οκτώβρη, μια από τις εμβληματικές ταινίες της Γενιάς Χ, της Generation X, μπαίνει ξανά στο μικροσκόπιο της ποπ κουλτούρας. Δυστυχώς όμως, αυτή τη φορά για όλους τους λάθος λόγους. Σε ένα προ ημερών εκτενές του άρθρο, το περιοδικό Vanity Fair, υποστηρίζει ότι η τριανδρία των συμβαλλομένων μερών, ήτοι ο Μπραντ Πιτ, ο Εντουαρντ Νόρτον και ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Φίντσερ (και ασφαλώς ο συν-σεναριογράφος της ταινίας και συγγραφέας του ομώνυμου βιβλίου, Τσακ Πάλανιουκ) ουσιαστικά προφήτευσαν από το 1999 κιόλας το σημερινό, δυστοπικό μας μέλλον που ξεκίνησε δυο χρόνια μετά την κυκλοφορία της ταινίας, με την 11η Σεπτεμβρίου και συνεχίστηκε με τον Ντόναλντ Τραμπ και την άνοδο της Ακροδεξιάς.

«Το Fight Club είναι μεν ένα οπτικά υπέροχο, αλλά πνευματικά άσχημο αριστούργημα, ένα απωθητικό και περιορισμένης ευφυΐας έργο», γράφει στην εισαγωγή της η αρθρογράφος Λίλι Ανολικ στο σχετικό αφιέρωμα του Vanity Fair, συγκρίνοντας πολλές σκηνές της ταινίας με τα γεγονότα που ακολούθησαν και συντάραξαν μελλοντικά τον κόσμο. Πάμε να τις δούμε μια προς μια, αφού πρώτα αναφέρουμε, για λόγους υπενθύμισης, τους τρεις πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες:

Ο Νόρτον παίζει τον ανώνυμο πρωταγωνιστή που είναι δυσαρεστημένος με τη δουλειά γραφείου που κάνει και γι’ αυτό διργανώνει μία λέσχη πυγμαχίας («fight club») από κοινού με έναν κατασκευαστή σαπουνιών, τον Τάιλερ Ντέρντεν (Μπραντ Πιτ). Αμφότεροι εμπλέκονται συναισθηματικά και σεξουαλικά με μία παράξενη γυναίκα, τη Μάρλα Σίνγκερ (την υποδύεται η Ελενα Μπόναμ Κάρτερ).

Οι Δίδυμοι Πύργοι

Στο τέλος της ταινίας, ο Νόρτον και η Μπόναμ-Κάρτερ στέκονται στον τελευταίο όροφο ενός ουρανοξύστη και βλέπουν όλα τα ψηλά κτίρια απέναντί τους να καταρρέουν έχοντας καταστραφεί από βόμβες που τοποθέτησε μια ομάδα «τρομοκρατών των μνημείων του ύστερου αμερικανικού καπιταλισμού». Δυο χρόνια μετά, αυτό θα γινόταν πραγματικότητα, την 11η Σεπτεμβρίου του 2001.

Η άνοδος της αμερικανικής Ακροδεξιάς

Ο Ντέρντεν ξεσηκώνει τους οπαδούς του Fight Club με ένα λογύδριο που παραπέμπει ευθέως στις υπερφίαλες ομιλίες του Ντόναλντ Τραμπ: «Βλέπω γύρω μου τους πιο δυνατούς και έξυπνους άντρες που έχουν ζήσει ποτέ. Βλέπω όλο αυτό το δυναμικό και βλέπω να σπαταλιέται. Μια ολόκληρη γενιά βάζει βενζίνη, σερβίρει σε τραπέζια, υποδουλώνεται φορώντας λευκούς γιακάδες. Όλοι έχουμε μεγαλώσει με την τηλεόραση πιστεύοντας ότι μια μέρα όλοι μας θα ήμασταν θεοί του σινεμά και ροκ σταρ. Αλλά δεν θα μας συμβεί. Και το μαθαίνουμε σιγά σιγά αυτό το γεγονός και είμαστε πολύ, πολύ θυμωμένοι», λέει ο Πιτ, προσελκύοντας γύρω του ολοένα και περισσότερους οπαδούς της ακραίας ρητορικής που εκφράζεται με την βία και όχι με τον διάλογο.

Στην πραγματικότητα, λέει η αρθρογράφος του Vanity Fair, το Fight Club μοιάζει «να είναι ένα κίνημα που οι οπαδοί του πιστεύουν στο πόσο δύσκολο είναι να είσαι λευκός και άντρας», κάτι σαν τους Proud Boys, της ομάδας των ακροδεξιών που υποστηρίζει τον Τραμπ.

Πώς «φωτογραφίζει» τους Millenials

Ο Τάιλερ στοχοποιεί τα μέλη της Γενιάς Χ όταν λέει με υπαινικτικό τρόπο: «Είμαστε τα μεσαία παιδιά της ιστορίας. Δεν ζήσαμε Μεγάλο Πόλεμο. Καμία Μεγάλη Υφεση. Ο δικός μας Μεγάλος Πόλεμος είναι ένας πνευματικός πόλεμος. Η μεγάλη μας ύφεση είναι η ζωή μας».Το μήνυμα είναι, φυσικά, ξεκάθαρο: η Γενιά Χ του σήμερα, δηλαδή οι Millenials και οι εκπρόσωποι της Gen Z, είναι αυτοί που «τραβάνε το κουπί» για όσα συμβαίνουν σήμερα. Αυτοί ουσιαστικά είναι «τα μεσαία παιδιά της ιστορίας».

Ο Ντόναλντ Τραμπ

Η αρθρογράφος υποστηρίζει ότι το Fight Club «άνοιξε τυπικά τον δρόμο στον Ντόναλντ Τραμπ». Ο Ντέρντεν είναι ένας ημι-παράφρονας μεσσίας και ένας πωλητής ψευδών ειδήσεων. Λέει συνέχει κάτι που δεν ισχύει και στηρίζεται στο ψέμα και την απάτη, όπως αντίστοιχα και ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ. «Οπως ο Τάιλερ, έτσι και ο Τραμπ διαθέτει μια δύναμη που είναι, από τη φύση της, εκμηδενιστική. Ο Τάιλερ θέλει να εξαλείψει τις εταιρείες πιστωτικών καρτών. Ο Τραμπ θέλει να εξαλείψει τα τελευταία 70 χρόνια. Και οι δύο κηρύττουν την απελευθέρωση του εαυτού ενώ απαιτούν υποταγή. Και οι δύο κυβερνούν μέσω της καταστροφής», επισημαίνει με νόημα το δημοσίευμα, καταλήγοντας στην κατακλείδα του: «Αν ο Τραμπ αποδειχθεί, όπως αποδείχθηκε στην ταινία ότι ο Τάιλερ είναι η φυσική εκδήλωση της ψυχωτικής κατάρρευσης ενός μέσου ανθρώπου, τότε αυτό θα βγάζει νόημα. Γιατί με αυτόν τον τρόπο το Fight Club όχι μόνο αποδεικνύεται προφητική ταινία, αλλά μια ταινία που διαμόρφωσε την ίδια την εποχή μας».

Πέντε πράγματα που ίσως δεν γνωρίζατε για το Fight Club

Ο Νόρτον παραλίγο να παραιτηθεί: Ο σκηνοθέτης της ταινίας Ντέιβιντ Φίντσερ είχε καθημερινές διενέξεις με τον Εντουαρντ Νόρτον, ο οποίος αντιλαμβανόταν την ταινία όχι ως μια σκοτεινή σάτιρα (όπως ο Φίντσερ) αλλά ως μια ξεκάθαρη κωμωδία. «Ο Εντουαρντ είχε εκλάβει την ταινία ως κωμωδία», αναφέρει ο σκηνοθέτης. «Δηλαδή κάπως σαν να του κλείνουμε το μάτι και να του λέμε «έλα, χαλάρωσε, πλάκα κάνουμε». Εμένα δεν μου αρέσει καθόλου το κλείσιμο του ματιού. Αντιθέτως, το νόημα είναι να φρικάρει ο θεατής». Τα γυρίσματα διακόπτονταν διαρκώς, με τους δυο άνδρες να ανταλλάσσουν άσχημα λόγια και το υπόλοιπο καστ να κάθεται και να περιμένει την επίλυση της διαφωνίας μεταξύ τους.

Η ιδέα ξεκίνησε από έναν πραγματικό καυγά: Ο Πάλανιουκ εμπνεύστηκε το βιβλίο μετά από ένα περιστατικό σε ένα κάμπινγκ, στο οποίο είχε πάει με τους φίλους του. Όταν ο συγγραφέας παραπονέθηκε σε κάποιους άλλους κατασκηνωτές ότι η μουσική του ραδιοφώνου τους ήταν πολύ δυνατά, ξέσπασε ένας τρικούβερτος καυγάς. Παρά το γεγονός ότι το πρόσωπο του Πάλανιουκ γέμισε κοψίματα και μελανιές, κανένας από τους συναδέλφους του δεν τα πρόσεξε όταν αυτός γύρισε τη Δευτέρα στην δουλειά. Ήταν σαν να μην έχει συμβεί απολύτως τίποτα.

Η πρώτη μπουνιά ήταν αληθινή

Την πρώτη φορά που παλεύουν ο Νόρτον με τον Πιτ, ένα βράδυ στο άδειο πάρκινγκ ενός εμπορικού κέντρου, ο Πιτ ζητάει από τον Νόρτον να τον χτυπήσει «για να δει πώς θα νιώσει». Η μπουνιά που θα του έδινε ο Νόρτον θα ήταν ασφαλώς ψεύτικη, όπως λίγο πριν γυριστεί η σκηνή, ο Φίντσερ είπε στον Νόρτον να χτυπήσει πραγματικά τον Πιτ για να είναι πιο ρεαλιστική η αντίδραση του. Ο Νόρτον χτύπησε τον Πιτ με δύναμη στο αυτί του και η αντίδραση του Μπραντ είναι απόλυτα φυσική και όχι αποτέλεσμα του σεναρίου, φωνάζοντας με δύναμη “Ρε, με χτύπησες στο αυτί!”

Σε κάθε σκηνή υπάρχει ένα ποτήρι των Starbucks: Ο Φίντσερ έβαλε επίτηδες ένα κύπελλο Starbucks σε σχεδόν κάθε σκηνή. Με την σειρά τους, τα Starbucks δεν έφεραν καμία απολύτως αντίρρηση στην ιδέα, αλλά δεν ήθελαν επ’ ουδενί να ανατινάζεται ένα κατάστημα της αλυσίδας στο τέλος της ταινίας και έτσι η υποτιθέμενη καφετέρια που ανατινάζεται ονομάζεται «Gratifico Coffee».

Η σκηνή του γκολφ ήταν ad-lib

Η σκηνή που ο Νόρτον και ο Πιτ παίζουν γκολφ, σημαδεύοντας σπίτια και αυτοκίνητα στη γειτονιά δίπλα στο σπίτι τους, δεν υπήρχε στο σενάριο και ήταν ξεκάθαρος αυτοσχεδιασμός που ο Φίντσερ άφησε επίτηδες στην ταινία. Οι δυο ηθοποιοί είχαν αρχίσει να πίνουν σε ένα βραδινό γύρισμα και κατέληξαν να παίζουν γκολφ, πετώντας τις μπάλες στο βανάκι του κέτερινγκ με το φαγητό. Ο Φίντσερ κατάλαβε ότι θα μπορούσε να προκύψει μια πολύ ωραία σκηνή από αυτήν την ιδέα , έτσι τους ζήτησε να κάνουν το ίδιο παίζοντας γκολφ και σημαδεύοντας τυχαία αντικείμενα, λέγοντας τα λόγια του σεναρίου.