Η κατάρτιση, εφέτος, ακόμη και του προσχεδίου του κρατικού προϋπολογισμού της χώρας, για το 2023, παρουσιάζει ιδιαίτερες, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, δυσκολίες, λόγω των αυξημένων εθνικών και διεθνών – οικονομικών και γεωπολιτικών – αβεβαιοτήτων:

  • εξέλιξη ρωσο-ουκρανικού πολέμου και πανδημίας,
  • ενεργειακή ένδεια και επισιτιστική κρίση,
  • άνοδος του κόστους χρήματος,
  • ένταση και διάρκεια των πληθωριστικών πιέσεων,
  • πρόσθετες δημοσιονομικές επιβαρύνσεις από το δεύτερο συμπληρωματικό προϋπολογισμό 2022, για την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών,
  • ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας,
  • αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής,
  • επανεξέταση της διαδικασίας ευρωπαϊκής ενοποίησης,
  • ανακοπή της επέκτασης της παγκοσμιοποίησης.

Η πρωτόγνωρη αυτή αστάθεια διαδέχεται μια πολύχρονη περίοδο αλλεπάλληλων κρίσεων, οι οποίες επέφεραν σοβαρά πλήγματα στον παραγωγικό και κοινωνικό ιστό, διόγκωσαν το κρατικό χρέος, όξυναν τα διαρθρωτικά προβλήματα και αμφισβήτησαν την αποτελεσματικότητα «παραδοσιακών» κοινοτικών παρεμβάσεων.

Τα κύρια στοιχεία που καλείται να αξιολογήσει, σήμερα, η κυβέρνηση για να δώσει απαντήσεις σε κρίσιμα διλήμματα, διαμορφώνοντας τα επί μέρους κονδύλια του νέου προϋπολογισμού, μπορούν να συνοψισθούν στο κάτωθι τρίπτυχο:

  • ο υψηλός πληθωρισμός, η αύξηση του κόστους, δανεισμού, ενέργειας και πρώτων υλών, η επανεμφάνιση ζοφερών προβλέψεων για νέα παγκόσμια ύφεση (Δ.Ν.Τ), ενισχύουν τις επιχειρηματικές επιφυλάξεις, επιβραδύνουν την πορεία των παραγωγικών επενδύσεων για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών υστερήσεων και στρέφουν τις κεφαλαιαγορές σε λιγότερο επικίνδυνες τοποθετήσεις, σε μία περίοδο που η αδύναμη παραγωγική μας βάση έχει ανάγκη ριζικής αναδιάταξης,
  • η μείωση της αγοραστικής δύναμής (άνοδος τιμών και κόστους εξυπηρέτησης δανεικών υποχρεώσεων) οδηγεί σε περιορισμό της κατανάλωσης και των πωλήσεων, σε διεύρυνση των οφειλών σε Τράπεζες, Εφορίες και Ασφαλιστικά Ταμεία, σε αύξηση των κινδύνων για κλείσιμο επιχειρήσεων, σε ανεργία, σε μια εποχή που οι αντοχές νοικοκυριών και επιχειρήσεων έχουν, σχεδόν, εξαντληθεί,
  • οι κοινοτικές επισημάνσεις / απαιτήσεις, για αυστηρότερη δημοσιονομική πολιτική, λόγω υπερχρέωσης και ορθολογικότερες επιδοματικές ενισχύσεις, για τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων και την ενίσχυση της πιστοληπτικής αξιοπιστίας της χώρας, περιορίζουν αισθητά τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο για την άσκηση μιας πιο δυναμικής – επενδυτικής και κοινωνικής – πολιτικής ( αύξηση μισθών και συντάξεων, μείωση φορολογικών βαρών), σε μια προεκλογική χρονιά, που η συγκράτηση των κρατικών δαπανών δεν θεωρείται, πολιτικά, ρεαλιστική επιλογή.

Την ώρα αυτή, με δεδομένο ότι το ύψος κρίσιμων κονδυλίων του κρατικού μας προϋπολογισμού εξαρτάται από κοινοτικές αποφάσεις, προέχει η χάραξη μιας σαφούς και ενιαίας ευρωπαϊκής στρατηγικής οριστικής εξόδου από την τροχιά των κρίσεων (οικονομικών, ενεργειακών, μεταναστευτικών, αμυντικών) και η θωράκιση των οικονομιών των μελών της Ένωσης, έναντι των απειλών ενός επικίνδυνου στασιμοπληθωρισμού.

Στα πλαίσια αυτά είναι αναγκαία:

  • Η, γενική και άνευ όρων, παράταση, πέραν του 2023, για μια ακόμη, τουλάχιστον, διετία, της αναστολής των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης ( νομισματική και δημοσιονομική χαλάρωση ), λόγω των έκτακτων προβλημάτων που δημιουργεί, ακόμη και στη Γερμανία, η ενεργειακή κρίση και η ριζική, στη συνέχεια, αναθεώρησή τους.
    Η επανεξέταση της πολιτικής ασφάλειας της Ευρώπης, από την οποίαν δεν θα μπορούσε να αποκλεισθεί μια δημοκρατική και χωρίς επεκτατικές τάσεις, Ρωσία, σε μια ευκταία σχετική εξέλιξη, προκειμένου να εδραιωθεί η παρουσία της Ενωμένης Ευρώπης, ως αυτόνομης πολιτικής δύναμης, στη διεθνή σκηνή και να αντιμετωπίζονται, έγκαιρα και αποτελεσματικά, οι όποιες τάσεις αναθεωρητισμού ( απόπειρες αλλαγής συνόρων ) εμφανίζονται, οι οποίες δυναμιτίζουν την ειρήνη και την οικονομική μεγέθυνση.
  • Η έναρξη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων για την εμβάθυνση της διαδικασίας ευρωπαϊκής ενοποίησης με στόχο τη δημιουργία, το ταχύτερο δυνατόν, της πολιτικής ευρωπαϊκής Ένωσης, που αποτελεί προϋπόθεση ορθολογικότερης λειτουργίας της ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης
    Βασικές προτεραιότητες στη προσπάθεια αυτή είναι, η ευρύτερη αξιοποίηση του μηχανισμού έκδοσης κοινών ευρωπαϊκών ομολόγων ( αμοιβαιοποίηση του κοινοτικού χρέους ) και η ουσιαστικότερη ενδοκοινοτική αλληλεγγύη, με τη μεταφορά αναπτυξιακών πόρων από τον πλούσιο κοινοτικό Βορρά, στο φτωχότερο Νότο, για τον περιορισμό των ενδοκοινοτικών ανισοτήτων, που ενισχύουν τις αποσχιστικές τάσεις.
  • Η επανίδρυση ενός βιώσιμου κοινωνικού κράτους που, παραδοσιακά, αποτελούσε το βασικό στοιχείο υπεροχής του ευρωπαϊκού καπιταλισμού σε σχέση με το αγγλο-σαξωνικό παραγωγικό σύστημα. Στα πλαίσια αυτά, η Ευρώπη θα μπορούσε να αξιοποιήσει το καινοτόμο πνεύμα της, εξετάζοντας τη διαδικασία μιας συντεταγμένης, σταδιακής, μείωσης των συνολικών ωρών εργασίας, χωρίς περιορισμό των αμοιβών, για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και την ενίσχυση της απασχόλησης και υιοθετώντας ενιαίους τρόπους προσδιορισμού των κατώτατων αμοιβών και των συντελεστών φορολόγησης των επιχειρηματικών κερδών, για την εδραίωση ίσων όρων ανταγωνισμού και την πάταξη της ενδοκοινοτικής φοροδιαφυγής.
  • Η σφαιρική ανάλυση των αιτίων του σημερινού πληθωρισμού που, συμπιέζοντας τα πραγματικά εισοδήματα, εξασθενίζει τους αναπτυξιακούς ρυθμούς. Φαίνεται, ότι οι ευθύνες για την εξέλιξη αυτή δεν βαρύνουν τόσο την υπερβάλλουσα ζήτηση, οπότε θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η κοινοτική επιλογή της περιοριστικής νομισματικής επιλογής, όσο την άνοδο του κόστους της εισαγόμενης, στην Κοινότητα, ενέργειας και τα διαρθρωτικά προβλήματα της προσφοράς ( δυσλειτουργίες προμηθευτικών αλυσίδων , κλείσιμο, λόγω πανδημίας και πολέμου, μονάδων παραγωγής, κ.α. ) γεγονός που περιορίζει την αποτελεσματικότητα της υιοθετηθείσης αντιπληθωριστικής πολιτικής. Αντ’ αυτής, σκόπιμη θα ήταν μια πολιτική στοχευμένων επιδοτήσεων και χαμηλότοκων χρηματοδοτήσεων, για την εξυγίανση «νησίδων» παρασιτισμού και μειωμένης ανταγωνιστικότητας.

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έκανε εμφανέστερες τις επιπτώσεις της πολύχρονης αδράνειας του κοινοτικού συστήματος και της αδικαιολόγητης ακινησίας στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, μπροστά σε εξελίξεις που σηματοδοτούν αλλαγή εποχής.

Σήμερα, η αλλαγή πορείας αποτελεί μονόδρομο για την Ευρωπαϊκή Ένωση, εάν επιθυμεί να διαδραματίσει έναν δυναμικότερο ρόλο σ’ έναν πολυ-πολικό κόσμο που αρχίζει να διαμορφώνεται.
Και πρώτο βήμα, προς την κατεύθυνση αυτή, είναι η άμβλυνση των αβεβαιοτήτων, που δημιουργεί η απουσία ενός νέου, ρεαλιστικού, ευρωπαϊκού οράματος, χωρίς τις παλιές ηγεμονικές τάσεις, και τα τιμωρητικά μνημόνια και χωρίς την επαναφορά της καταστροφικής λιτότητας.