Ο πρόεδρος της Νιγηρίας, Μπόλα Τινούμπου, ζήτησε από τη Γερουσία την έγκρισή της για να συμμετάσχει η χώρα του σε στρατιωτική επέμβαση στον γειτονικό Νίγηρα, μετά το πραξικόπημα της 26ης Ιουλίου, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Punch.

Ο κ. Τινούμπου, ο οποίος ασκεί επίσης το τρέχον διάστημα την προεδρία της Οικονομικής Κοινότητας των Κρατών της Δυτικής Αφρικής (ECOWAS στα αγγλικά, CEDEAO στα γαλλικά), ζήτησε πράσινο φως για να προχωρήσει σε «στρατιωτική επέμβαση» στον Νίγηρα, προκειμένου να αποκατασταθεί η συνταγματική τάξη στη χώρα αυτή, «αν η στρατιωτική χούντα δεν πειθαρχήσει» στο τελεσίγραφο που της έχει απευθύνει ο περιφερειακός οργανισμός.

Την Κυριακή, οι ηγέτες της κοινότητας έδωσαν τελεσίγραφο μιας εβδομάδας στη στρατιωτική χούντα στον Νίγηρα για την «πλήρη επιστροφή στη συνταγματική τάξη», προσθέτοντας πως δεν αποκλείουν την «καταφυγή στη βία» εάν δεν συμβεί αυτό μέχρι αύριο.

Αποφάσισαν επίσης την «αναστολή όλων των εμπορικών και χρηματοοικονομικών συναλλαγών» ανάμεσα στα κράτη μέλη και τον Νίγηρα και το πάγωμα τυχόν πόρων των στρατιωτικών που ενέχονται στο πραξικόπημα στις δικαιοδοσίες τους.

Αξιωματικοί του στρατού ανέτρεψαν τον εκλεγμένο πρόεδρο Μοαμέντ Μπαζούμ, ανέστειλαν το Σύνταγμα και κατέλυσαν τους θεσμούς· συνέλαβαν τον πρόεδρο, υπουργούς της κυβέρνησης και εκατοντάδες στελέχη του κόμματος του. Ο επικεφαλής των πραξικοπηματιών Αμπνταραμάν Τσιανί αυτοανακηρύχθηκε νέος αρχηγός του κράτους.

Ανώτατοι αξιωματικοί των ένοπλων δυνάμεων των χωρών-μελών της ECOWAS ανακοίνωσαν χθες πως πλέον είναι έτοιμοι να επέμβουν στρατιωτικά στον Νίγηρα αν λάβουν τη διαταγή.

Οι ΗΠΑ «αναστέλλουν» κάποια προγράμματα βοήθειας

Η κυβέρνηση των ΗΠΑ ανέστειλε προγράμματα βοήθειας στην κυβέρνηση του Νίγηρα μετά την κατάληψη της εξουσίας από πραξικοπηματίες την περασμένη εβδομάδα, όμως θα συνεχίσει τη «ζωτικής» σημασίας χορήγηση ανθρωπιστικής βοήθειας, γνωστοποίησε ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας Άντονι Μπλίνκεν χθες Παρασκευή.

Η Ουάσιγκτον «αναστέλλει ορισμένα προγράμματα διεθνούς βοήθειας που ωφελούσαν την κυβέρνηση του Νίγηρα», ανέφερε ο κ. Μπλίνκεν στην ανακοίνωση Τύπου που αναρτήθηκε από τις υπηρεσίες του στον ιστότοπο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Πάντως «οι παραδόσεις ζωτικής σημασίας ανθρωπιστικής βοήθειας και βοήθειας σε τρόφιμα θα συνεχιστούν», πρόσθεσε ο υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν.

Το βράδυ της Τετάρτης, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ διέταξε την άμεση αποχώρηση από τη χώρα όλων των μελών του διπλωματικού προσωπικού του στη Νιαμέ που δεν θεωρείται απόλυτα απαραίτητα, καθώς και των μελών των οικογενειών των διπλωματών.

Στην ανακοίνωση, ο κ. Μπλίνκεν, που έχει συνομιλήσει αρκετές φορές με τον ανατραπέντα πρόεδρο Μοαμέντ Μπαζούμ μετά το πραξικόπημα, ανέφερε πως η κυβέρνησή του εννοεί να «συνεχίσει τις δραστηριότητές της στον Νίγηρα όπου είναι εφαρμόσιμο, συμπεριλαμβανομένων των διπλωματικών δραστηριοτήτων και των επιχειρήσεων ασφαλείας, για την ασφάλεια των Αμερικανών δημοσίων λειτουργών».

Η χορήγηση βοήθειας στην κυβέρνηση «εξαρτάται από τη δημοκρατική διακυβέρνηση και τον σεβασμό της συνταγματικής τάξης» στον Νίγηρα, συνέχισε, τονίζοντας ότι η Ουάσιγκτον θα «συνεχίσει την επανεξέταση της βοήθειας και της συνεργασίας [της] ανάλογα με την εξέλιξη της κατάστασης» στη χώρα της Αφρικής.

Η κυβέρνηση των ΗΠΑ καταδίκασε έντονα την ανατροπή του προέδρου Μπαζούμ από τους στρατιωτικούς, όμως –αντίθετα με τη Γαλλία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες– δεν διέταξε εκκένωση παρά την Τετάρτη και δεν ανέστειλε τη βοήθειά της στη Νιαμέ, που ανέρχεται σε αρκετά εκατομμύρια δολάρια, παρά χθες.

Σε άρθρο του στην εφημερίδα Washington Post, ο ανατραπείς πρόεδρος Μπαζούμ ανέφερε ότι «η διεθνής βοήθεια αντιπροσωπεύει το 40%» του εθνικού προϋπολογισμού.

Οι ΗΠΑ έχουν αναπτύξει περίπου 1.000 στρατιωτικούς στον Νίγηρα στο πλαίσιο των επιχειρήσεων εναντίον τζιχαντιστικών οργανώσεων στο Σαχέλ.

Την Παρασκευή, αξιωματικοί των ένοπλων δυνάμεων των χωρών μελών της Οικονομικής Κοινότητας των Κρατών της Δυτικής Αφρικής (CEDEAO) ανακοίνωσαν πως είναι έτοιμοι να επέμβουν στρατιωτικά εναντίον των πραξικοπηματιών που κατέλαβαν την εξουσία την 26η Ιουλίου, την ώρα που το νέο καθεστώς στη Νιαμέ ανακοίνωνε τη διακοπή της στρατιωτικής συνεργασίας με τη Γαλλία.