Είναι φανερό ότι το Εθνικό Μέτωπο θριάμβευσε στις ευρωεκλογές. Ένας στους τέσσερις Γάλλους ψήφισε το κόμμα της οικογένειας Λεπέν. Αν κρίνει κανείς από τον πολιτικό-μιντιακό θόρυβο, νομίζει ότι βρίσκεται την επομένη μιας προεδρικής εκλογής: η Μαρίν Λεπέν έσπευσε να ζητήσει πρόωρες εκλογές και να βεβαιώσει ότι αναλαμβάνει τις ευθύνες της. Υπάρχει όμως κι ένας άλλος τρόπος να δει κανείς αυτές τις εκλογές.

Το διακύβευμα αυτών των εκλογών, υπενθυμίζει ο Ζαν-Μαρί Κολομπανί στην Corriere della sera, ήταν η εκλογή ενός νέου ευρωπαϊκού κοινοβουλίου. Και, με βάση τη σύνθεσή του, η επιλογή του πολιτικού χρώματος και του προγράμματος του ανθρώπου που θα είναι ο επόμενος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η κεντροδεξιά διατηρεί μια σχετική πλειοψηφία και διεκδικεί κατά συνέπεια την προεδρία, χάνοντας κάπου 60 έδρες. Η κεντροαριστερά αυξάνει τη δύναμή της. Και τα ευρωφοβικά, ευρωσκεπτικιστικά και εξτρεμιστικά κόμματα δεν πήγαν όσο καλά ήθελαν: αν προστεθούν, κάτι που πολιτικά είναι αδύνατο (αφού το βρετανικό Κόμμα της Ανεξαρτησίας αρνείται να συμμαχήσει, για παράδειγμα, με το Εθνικό Μέτωπο), θα φτάσουν το πολύ τις 150 έδρες και δεν θα μπορούν κατά συνέπεια να παρενοχλούν τη λειτουργία του κοινοβουλίου ούτε να καταστρέψουν τους ευρωπαϊκούς θεσμούς από μέσα.

Όπως αναφέρεται στο άρθρο, το οποίο αναδημοσιεύει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, στην πραγματικότητα, η προέλαση αυτών των κινημάτων είναι αισθητή κυρίως στη Γαλλία, αλλά και στην Αυστρία, τη Δανία και την Ουγγαρία. Στην ίδια λογική εντάσσεται και το Κόμμα της Ανεξαρτησίας. Το παράδειγμα της Αυστρίας δείχνει ότι η θεωρία που αποδίδει την επιτυχία αυτών των κομμάτων στην κρίση δεν είναι επαρκής. Τα κοινά σημεία αυτών των κομμάτων είναι οι ξενοφοβικές, αν όχι ρατσιστικές και αντισημιτικές, θέσεις τους και η αντίθεση στις ελίτ. Όταν αυτά τα δύο ρεύματα συγκλίνουν, η δημοκρατία σίγουρα κινδυνεύει.

Υπάρχουν πάντως μεγάλες πολιτισμικές διαφορές μεταξύ αυτών των κινημάτων. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, το Ukip δεν διανοήθηκε να ζητήσει την παραίτηση του Ντέιβιντ Κάμερον. Στη Γαλλία, αντίθετα, αμφισβητήθηκε αμέσως η νομιμότητα του προέδρου και της κυβέρνησής του. Εδώ, βέβαια, ψήφισαν μόλις τέσσερις στους δέκα πολίτες. Όταν λέγεται λοιπόν ότι το 30% των νέων ψήφισαν το Εθνικό Μέτωπο, πρόκειται στην πραγματικότητα για το 30% του 40%. Μεταξύ αυτών των ψηφοφόρων, το 40% δήλωσαν ότι η επιλογή τους υπαγορεύτηκε από εθνικά κριτήρια. Επιπλέον, το εκλογικό σώμα του FN κινητοποιείται σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, ενώ τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα είναι διεσπαρμένα σε πολλούς συνδυασμούς. Για μια σωστή ανάγνωση λοιπόν της ψήφου, πρέπει να ληφθούν υπόψη η αποχή και η διασπορά. Όλες οι σοβαρές ψηφοφορίες σε αυτή τη χώρα, άλλωστε, είτε τοπικές είτε εθνικές, γίνονται πάντα με πλειοψηφικό σύστημα και σε δύο γύρους.

Κανείς δεν μπορεί βέβαια να αρνηθεί ότι η ίδια η ερμηνεία της ψήφου παράγει με τη σειρά της μια πολιτική πραγματικότητα. Σε εθνικό επίπεδο, το ερώτημα είναι αν η Γαλλία περνά από τον δικομματισμό στον τρικομματισμό, με μια κοινή γνώμη χωρισμένη στα τρία: δεξιά, αριστερά, ακροδεξιά. Απέναντι στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα, η Δεξιά και η Αριστερά θα έπρεπε να επιδεικνύουν μεγαλύτερο πνεύμα συνεργασίας. Αντί γι’ αυτό, όταν η μία είναι στην αντιπολίτευση επιτίθεται στην άλλη. Και κερδίζει η ακροδεξιά…

Για τη γαλλική κυβέρνηση, η σύγκριση με την Ιταλία είναι συντριπτική. Στη Ρώμη υπάρχει το φαινόμενο Ρέντσι, που οδήγησε στην ήττα του Κινήματος των Πέντε Αστέρων. Στο Παρίσι, αντίθετα, η δημοτικότητα του νέου πρωθυπουργού Μανουέλ Βαλς δεν στάθηκε αρκετή για να ανακτήσει η κυβέρνηση ένα μέρος της αξιοπιστίας της. Δεν αποκλείεται λοιπόν να διαλυθεί τελικά η Βουλή. Όχι επειδή ο Ολάντ θα υπακούσει στη Λεπέν. Αλλά επειδή ορισμένοι σοσιαλιστές βουλευτές βρίσκονται πιο κοντά στην άκρα Αριστερά απ’ ό,τι στην κυβέρνησή τους. Και ζητούν αλλαγή πολιτικής, ενώ η κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι θα ακολουθήσει τον ίδιο οδικό χάρτη. Αν οι βουλευτές αυτοί δεν ψηφίσουν ορισμένα βασικά μέτρα του Βαλς, όπως η μείωση των δαπανών, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας θα αναγκαστεί να διαλύσει τη Βουλή.