Ο Κορνέλιους Γκούρλιτ, ο ηλικιωμένος γιος ενός εμπόρου έργων τέχνης, στο σπίτι του οποίου είχαν βρεθεί εκατοντάδες πίνακες που είχαν κλαπεί ή κατασχεθεί από τους Ναζί, πέθανε τη Δευτέρα μετά από πολύμηνη ασθένεια.

Ο 80χρονος ζούσε σε ένα διαμέρισμα στο Σβάμπινγκ του Μονάχου, περιστοιχισμένος από 1.400 έργα τέχνης μεγάλων ζωγράφων, όπως του Ανρί Ματίς, του Πάουλ Κλέε, του Μαξ Μπέκμαν ή του Πάμπλο Πικάσο.

«Πέθανε το πρωί της Δευτέρας, παρουσία ενός γιατρού και ενός νοσοκόμου», ανέφερε ο εκπρόσωπός του, Στέφαν Χόλτσινγκερ.

Σύμφωνα με τον Χόλτσινγκερ, ο Γκούρλιτ είχε υποβληθεί πριν από μερικούς μήνες σε μια δύσκολη χειρουργική επέμβαση στην καρδιά και αφού παρέμεινε για αρκετές εβδομάδες στο νοσοκομείο, προκειμένου να αναρρώσει, ζήτησε να επιστρέψει στο σπίτι του. Παρέμενε όμως και εκεί υπό ιατρική παρακολούθηση «μέρα και νύχτα», όπως σημείωσε ο εκπρόσωπός του.

Η υπόθεση που προκάλεσε σάλο και ανακίνησε το θέμα της απόδοσης των έργων στους νόμιμους κληρονόμους τους, συχνά απογόνους Εβραίων που χάθηκαν στο Ολοκαύτωμα, αποκαλύφθηκε τον περασμένο Νοέμβριο. Τότε έγινε γνωστό ότι οι τελωνειακές αρχές της Γερμανίας είχαν κατασχέσει το «θησαυρό» του Γκούρλιτ, τον οποίο αρχικά υποψιάζονταν για φοροδιαφυγή.

Πολλά από τα έργα, μεταξύ αυτών και αριστουργήματα των Σεζάν, Ρενουάρ, Ντιξ, Τουλούζ-Λοτρέκ και Καναλέτο, πιστεύεται ότι έφτασαν στα χέρια του Κορνέλιους Γκούρλιτ μέσω του πατέρα του, του Χίλντεμπραντ, που ήταν γνωστός έμπορος έργων τέχνης πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο Χίλντεμπραντ Γκούρλιτ φέρεται ότι είχε λάβει εντολή από τους Ναζί να αγοράζει και να πουλάει έργα της αποκαλούμενης «εκφυλισμένης τέχνης» που είχαν κατασχεθεί από μουσεία ή από τους εβραίους ιδιοκτήτες τους που αναγκάστηκαν να τα πουλήσουν για ψίχουλα.

Οι εισαγγελικές αρχές προσπαθούσαν επί δύο χρόνια να καθορίσουν πόσα και ποια από τα έργα της συλλογής είχαν αγοραστεί νόμιμα και πόσα είχαν αποσπαστεί από τους ιδιοκτήτες τους έναντι πινακίου φακής.

Στις αρχές Απριλίου ο Γκούρλιτ συμφώνησε να επιστρέψει τα έργα στους νόμιμους κληρονόμους, αρκεί να ολοκληρωνόταν η έρευνα για την προέλευσή τους μέσα σε διάστημα ενός έτους.