Ιαπωνικό δικαστήριο αποφάνθηκε πως ένας γνωστός δημοσιογράφος της ιαπωνικής τηλεόρασης πρέπει να αποζημιώσει με σχεδόν 27.000 ευρώ μια δημοσιογράφο που τον κατηγορεί για βιασμό.

Η απόφαση εναντίον του Νοριγιούκι Γιαμαγκούτσι, η οποία δικαίωσε την δημοσιογράφο Σιόρι Ίτο, προκάλεσε τον ενθουσιασμό ακτιβιστριών για τα δικαιώματα των γυναικών σε μια χώρα όπου τα θύματα σεξουαλικών επιθέσεων συνήθως παραμένουν σιωπηλά.

Έξω από το δικαστήριο η Ίτο, η οποία είναι γνωστό πρόσωπο του κινήματος #MeToo της Ιαπωνίας, δυσκολευόταν να συγκρατήσει τα δάκρυά της καθώς απευθυνόταν από μεγάφωνο στους δημοσιογράφους και στους υποστηρικτές της.

«Είμαι τόσο χαρούμενη. Δεν έχει τελειώσει. Τώρα θα πρέπει να διαχειριστώ πώς θα επουλώσω τις πληγές μου», δήλωσε η 30χρονη, η οποία διεκδικούσε αποζημίωση 90.000 ευρώ για ψυχική οδύνη.

Οι εισαγγελείς είχαν κρίνει ότι δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία για να εκδικαστεί η υπόθεση σε ποινικό δικαστήριο και έτσι η Ίτο προσέφυγε στα αστικά δικαστήρια.

Το 2017 η γυναίκα πήρε την σπάνια για τα δεδομένα της χώρας της απόφαση να δημοσιοποιήσει την υπόθεση κατηγορώντας τον 53χρονο Γιαμαγκούτσι, ένα υψηλόβαθμο στέλεχος της ιαπωνικής τηλεόρασης με διασυνδέσεις με τον πρωθυπουργό Σίνζο Άμπε, ότι την βίασε σε συνάντησή τους για ποτό που είχε πραγματοποιηθεί για να συζητήσουν μια θέση εργασίας που θα της προσέφερε.

Το δικαστήριο εξάλλου απέρριψε και μια αγωγή που είχε καταθέσει ο Γιαμαγκούτσι εις βάρος της 30χρονης, με την οποία της ζητούσε αποζημίωση περίπου ενός εκατομμύριο ευρώ.

Ο Γιαμαγκούτσι, ο οποίος αρνείται τις κατηγορίες, είπε σε συνέντευξη Τύπου ότι θα εφεσιβάλει την απόφαση και ότι δεν έκανε τίποτα παράνομο.

Σε περίληψη της απόφασής του το δικαστήριο αναφέρει ότι είναι αρκετά ισχυρή η αξιοπιστία της κατάθεσης της Ίτο, στην οποία ισχυρίζεται ότι ο Γιαμαγκούτσι την βίασε ενώ εκείνη ήταν αναίσθητη και παρότι εκείνη αντιστεκόταν όταν ανέκτησε τις αισθήσεις της.

Επιπλέον αναφέρει ότι υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με την αξιοπιστία της κατάθεσης του εναγόμενου, στην οποία υποστηρίζει ότι η σεξουαλική τους συνεύρεση έγινε με την συναίνεση της ενάγουσας.

Αποφασίζοντας για το ύψος της αποζημίωσης το δικαστήριο προσμέτρησε ότι η Ίτο εξακολουθεί να υποφέρει από επώδυνες αναμνήσεις και να παθαίνει κρίσεις πανικού ως αποτέλεσμα του συμβάντος.

Σύμφωνα με το δικαστήριο, η απόφαση της Ίτο να δημοσιοποιήσει την υπόθεση είχε στόχο το δημόσιο συμφέρον και δεν παραβίασε την ιδιωτικότητα του Γιαμαγκούτσι.

Στην Ιαπωνία τα περισσότερα θύματα σεξουαλικών επιθέσεων δεν καταγγέλλουν τέτοια περιστατικά από φόβο μήπως κατηγορηθούν ή εξευτελιστούν. Μόνο το 2,8% των γυναικών που εξαναγκάστηκαν σε σεξουαλική συνεύρεση το κατήγγειλαν στην αστυνομία, σύμφωνα με μια κυβερνητική έκθεση του 2017.

Σε βιβλίο της με τίτλο «Μαύρο Κουτί» η Ίτο υποστηρίζει ότι πιθανόν ο εναγόμενος να την νάρκωσε με το αποκαλούμενο “χάπι του βιασμού”, αλλά δεν έχει κανέναν τρόπο για να το μάθει.

Εκείνος, σε άρθρο του σε περιοδικό το 2017 έγραψε ότι «ούτε έχει ακούσει ούτε έχει δει χάπια βιασμού» για τα οποία κάνει λόγο η Ίτο κατηγορώντας την ότι είναι «πολύ σίγουρη για τον εαυτό της σχετικά με τις ποσότητες του αλκοόλ και ότι είχε πιει υπερβολικά πολύ».

Στο βιβλίο της γράφει ότι υποχρεώθηκε να κάνει αναπαράσταση του καταγγελθέντος βιασμού χρησιμοποιώντας μια κούκλα σε μέγεθος ανθρώπου ενώ παρακολουθούσαν άνδρες αστυνομικοί, τους οποίους δεν κατονομάζει. Αναφέρει ακόμη ότι την τρόλαραν κάποιοι χρήστες στα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Τα γεγονότα αποτέλεσαν θέμα ενός ντοκιμαντέρ του BBC με θέμα «Η Κρυφή Ντροπή της Ιαπωνίας».

Στο ίδιο βιβλίο η ίδια γράφει ότι η αστυνομία είχε εκδώσει ένταλμα σύλληψης εναντίον του Γιαμαγκούτσι, αλλά δεν το χρησιμοποίησε και ότι η σύλληψή του ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή κατ΄εντολήν ενός ανώτερου αξιωματούχου της αστυνομίας.

Η Ίτο ήταν μαθητευόμενη στο Reuters την περίοδο που κατά τα λεγόμενά της βιάστηκε και έφυγε από το πρακτορείο τον Ιούνιο του 2015.

Το 2017, οι βουλευτές αναθεώρησαν τον νόμο περί βιασμού που ίσχυε για πάνω από έναν αιώνα ώστε να περιλαμβάνει αυστηρότερες ποινές–ανάμεσά τους η αύξηση της μικρότερης τιμωρίας για τους βιαστές σε πέντε χρόνια φυλάκισης από τρία που ήταν.

Ωστόσο, οι μεταρρυθμίσεις δεν επηρέασαν τις αμφιλεγόμενες απαιτήσεις για τους εισαγγελείς οι οποίοι καλούνται να αποδείξουν ότι υπήρξε βία ή εκφοβισμός ή ότι το θύμα ήταν «ανίκανο να αντιδράσει» προκαλώντας εκκλήσεις από ακαδημαϊκούς, ακτιβιστές και ψυχιάτρους για την εφαρμογή περαιτέρω μεταρρυθμίσεων.