Καθ’ οδόν προς τις ισπανικές εκλογές, ο πολιτικός γρίφος πυκνώνει όσον αφορά τη μετεκλογική εξέλιξη της αναμέτρησης της 28ης Απριλίου. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, ο Σοσιαλιστής πρωθυπουργός, Πέδρο Σάντσεθ, δύσκολα θα κατορθώσει να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση και ως εκ τούτου θα χρειασθεί να συνάψει συμμαχίες, είτε με το συναφές ιδεολογικά αριστερό κόμμα των Podemos και ίσως τη συμβολή κάποιου μικρότερου αυτονομιστικού κόμματος (όπως πορεύθηκε ίσαμε σήμερα), ή –όπως προκύπτει από νεώτερες υποθέσεις—με το κεντροδεξιό κόμμα των Ciudadanos.

Το Αθηναϊκό Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων απευθύνθηκε σε έναν από τους πιο γνωστούς πολιτικούς αναλυτές στην Ισπανία, τον καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο UNED, Χάιμε Παστόρ.

«Οι εκλογές της 28ης Απριλίου είναι αναμφισβήτητα από τις πιο κρίσιμες πολιτικές αναμετρήσεις στην πρόσφατη Ιστορία μας, από το 1982. Σε αντίθεση όμως με εκείνες τις εκλογές—που σήμαναν την έλευση στην εξουσία των Σοσιαλιστών, για πρώτη φορά μετά την μακρόχρονη δικτατορία του Φράνκο–στην προκειμένη περίπτωση οι εκλογές διεξάγονται μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της βαθιάς κρίσης του ευρωπαϊκού σχεδίου και έχουν το χαρακτηριστικό ενός πολωμένου πολυκομματισμού, τόσο προς τα δεξιά, όσο και προς τα αριστερά, που αντανακλά την καθεστωτική κρίση που βιώνει η Ισπανία», μας εξηγεί ο καθηγητής Παστόρ.

«Οι δημοσκοπήσεις δεν δίνουν κάποιον νικητή με απόλυτη πλειοψηφία, για τον λόγο αυτό θα χρειασθεί να υπάρξουν συμφωνίες για τον σχηματισμό κυβέρνησης, είτε με τη στήριξη, ή/και με τη συμμαχία μεταξύ διαφορετικών πολιτικών παρατάξεων. Αν και τούτο είχε συμβεί, σε μικρότερο βαθμό και περιστασιακά, σε προηγούμενες περιστάσεις, τώρα και μετά τον πλήρη ενταφιασμό του αλυσιτελούς δικομματισμού, θα είναι ακόμη περισσότερες οι δυσκολίες για να εγγυηθούν τα κόμματα μία πολιτική σταθερότητα και κυβερνησιμότητα, καθώς οι συσχετισμοί δύναμης μεταξύ των κομμάτων είναι ολοένα και πιο ανισομερείς και, προπαντός, βρισκόμαστε σε μία συγκυρία όπου η κοινωνική ρήξη, τόσο σε εθνικο-περιφερειακό επίπεδο, όσο και σε πολιτικό-θεσμικό (που φθάνει έως τα ίδια τα θεμέλια της μοναρχίας), εξακολουθούν να επιδεινώνονται και μάλιστα, δίχως να υπάρχουν προοπτικές για ένα ξεπέρασμά της σε βραχυπρόθεσμο, ή μεσοπρόθεσμο, ορίζοντα», προσθέτει.

«Μέσα σε αυτό το καινοφανές σενάριο το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κομμα (PSOE) του πρωθυπουργού, Πέδρο Σάντσεθ, εμφανίζεται ως η δύναμη εκείνη που μπορεί τουλάχιστον να αμβλύνει σε κάποιο βαθμό τις ρήξεις τούτες, ενώ παράλληλα το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα (ΡΡ) και οι Ciudadanos, αισθανόμενοι την εκ δεξιών τους πίεση από το ακροδεξιό Vox (που έκανε μία βίαιη είσοδο στην πολιτική ζωή μετά της εκλογές στην Ανδαλουσία και σήμερα απειλεί να εισέλθει με σημαντικά ποσοστά και στο εθνικό Κοινοβούλιο), εμφανίζονται να επιδιώκουν την λύση με πιο νεοφιλελεύθερες, συγκεντρωτικές, αυταρχικές και πατριαρχικού τύπου μεθόδους. Ιδιαίτερα σοβαρή θα ήταν η πιθανότητα μίας πλειοψηφίας του μπλοκ της δεξιάς στο Κοινοβούλιο –και ακόμη και στη Γερουσία, καίτοι αυτό είναι πιο δύσκολο—ιδίως εάν συναρτηθεί με το ζήτημα των αυτόνομων περιφερειών και της σχέσης του με το ισπανικό έθνος, δεδομένου ότι ενδέχεται μέσα σε λίγο χρόνο μόλις να καταλήξει στην πρακτική κατάργηση της αυτονομίας της Καταλονίας. Ακριβώς τη στιγμή που αναμένεται προς τα τέλη του χρόνου η απόφαση, που καθ’ όλες τις ενδείξεις θα είναι ένας βαρύς πέλεκυς, του Ανωτάτου Δικαστηρίου εναντίον των αυτονομιστών ηγετών, που κατηγορούνται για στάση, ανατροπή και κακοδιαχείριση, αναφορικά με όσα συνέβησαν στην αυτόνομη περιφέρεια στις 20 Σεπτεμβρίου και 27 Οκτωβρίου του 2017. Μία απόφαση αμφιλεγόμενη, ειρήσθω εν παρόδω, δεδομένου ότι αιωρείται η υποψία για μεροληψία του Ανώτατου δικαστικού οργάνου».

«Σε κάθε περίπτωση, η πιθανότητα να παραταθεί επί μακρόν η όλη διαδικασία για τον σχηματισμό μίας νέας κυβέρνησης είναι πολύ μεγάλη, εάν σκεφθούμε πως στις 26 Μαΐου η χώρα θα προσέλθει πάλι στις κάλπες γιατί εκείνην την ημέρα θα διεξαχθούν εξόν από τις Ευρωεκλογές και οι αναμετρήσεις για τους δήμους και τις τοπικές κυβερνήσεις σε 12 Αυτόνομες Περιφέρειες. Σε αυτές, τα κόμματα που δεν πέτυχαν καλά αποτελέσματα στις εκλογές της 28ης Απριλίου θα προσπαθήσουν αναμφίβολα να ανακτήσουν το θεσμικό τους βάρος, προκειμένου να αποκτήσουν ιδιαίτερη επιρροή και σημασία στις διαπραγματεύσεις με τις πολιτικές δυνάμεις που έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να σχηματίσουν κυβέρνηση».

«Με βάση τα ως τώρα δεδομένα, και με γνώμονα την αποχή που προέρχεται κυρίως από τις τάξεις τους, μόνο το αριστερό κόμμα των Unidas Podemos, με την δυνατότητά του να συγκεντρώσει γύρω του κινήματα, όπως το φεμινιστικό κατά κύριο λόγο, αλλά παράλληλα και τους συνταξιούχους και το κίνημα κατά των εξώσεων και της κοινωνικής κατοικίας που αναδείχθηκε μετά τη φούσκα των κατασκευών και το οποίο επανέρχεται στο προσκήνιο—έπειτα από μακρό μαρασμό του τον τελευταίο καιρό—εμφανίζεται ως η μοναδική πολιτική δύναμη που μπορεί να αποτελέσει ανάχωμα και να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το μέτωπο των δεξιών κομμάτων με το Vox. To κόμμα του Ιγκλέσιας επιδιώκει να το επιτύχει, επιτυγχάνοντας ικανά εκλογικά ποσοστά ώστε να του επιτρέψει να σχηματίσει μία κυβέρνηση συνεργασίας με το PSOE, το οποίο ωστόσο έχει αρχίσει να μην κρύβει την προσπάθειά του να προσελκύσει τους Ciudadanos να συμπράξουν κυβερνητικά μαζύ του για να διαμορφώσουν ένα «εκτεταμένο κέντρο» στα πρότυπα του Γάλλου προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν».