Ο Χιλιανός δικτάτορας, Αουγκούστο Πινοσέτ, βέβαιος για τη δημοτικότητά του, είχε προκηρύξει δημοψήφισμα το 1988 ζητώντας από τον πληθυσμό να εγκρίνει την επέκταση της 15χρονης αιματηρής διακυβέρνησής του για ακόμα οκτώ χρόνια.
Ο νεαρός τότε Χοσέ Αντόνιο Καστ, φοιτητής Νομικής 22 ετών, συμμετείχε στην καμπάνια υπέρ του «ναι», δηλώνοντας σε τηλεοπτικό σποτ ότι ήταν πεπεισμένος πως το καθεστώς ενεργούσε «για το άμεσο όφελος όλων εμάς των νέων».
Ο Πινοσέτ τελικά ηττήθηκε και εγκατέλειψε την εξουσία το 1990, αλλά ο Καστ ποτέ δεν σταμάτησε να υποστηρίζει ανοιχτά τον δικτάτορα, τόσο ως βουλευτής όσο και στις τρεις προεδρικές εκστρατείες που έκανε πριν εκλεγεί πρόεδρος την Κυριακή.
Ο εκλεγμένος πρόεδρος, του οποίου ο μεγαλύτερος αδερφός, Μιγκέλ, ήταν εξέχουσα προσωπικότητα του καθεστώτος, υπηρετώντας ως υπουργός και πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας, είχε δηλώσει κάποτε ότι αν ο Πινοσέτ ζούσε «θα είχε ψηφίσει εμένα».
Η πλειονότητα των σημερινών Χιλιανών συμφώνησε και η νίκη του πρώτου υποψηφίου που εκφράζεται ανοιχτά υπέρ του Πινοσέτ έχει αφήσει πολλούς σε όλο τον κόσμο να αναρωτιούνται γιατί η χώρα επέλεξε ως επόμενο ηγέτη τον υπερασπιστή ενός βίαιου καθεστώτος, υπό το οποίο εκτιμάται ότι βασανίστηκαν περίπου 40.000 άνθρωποι και σκοτώθηκαν πάνω από 3.000.

«Η αλήθεια είναι ότι η υποστήριξη προς τον Πινοσέτ σε ένα μέρος του πληθυσμού της Χιλής ποτέ δεν εξαφανίστηκε», δήλωσε ο Κριστόμπαλ Ροβίρα Καλτβάσερ, ερευνητής λαϊκισμού και καθηγητής στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών της Pontificia Universidad Católica de Chile.
Σημείωσε ότι, παρότι ο δικτάτορας έχασε στο δημοψήφισμα του 1988, συγκέντρωσε ακόμα το 44% των ψήφων. Από τότε, η υποστήριξη αυτή μεταφέρθηκε σε δεξιές πολιτικές παρατάξεις, ιδιαίτερα στην Unión Demócrata Independiente (UDI), η οποία με την πάροδο του χρόνου έγινε πιο «μετριοπαθής» υπό την ηγεσία του δις προέδρου, Σεμπαστιάν Πινέρα.
«Αλλά υπήρχαν πάντα ορισμένοι ηγέτες που ενοχλούνταν από αυτή τη μετριοπάθεια και ένας από αυτούς ήταν ο Καστ, ο οποίος αποφάσισε να αποχωρήσει από την UDI, υποστηρίζοντας ότι η δεξιά είχε χάσει τον δρόμο της και έπρεπε να επιστρέψει στις πολύ πιο αυταρχικές ρίζες», πρόσθεσε ο Καλτβάσερ.
Αν και τόνισε ότι και άλλοι παράγοντες, όπως λαϊκιστικές προτάσεις για δημόσια ασφάλεια και η υπόσχεση απέλασης των παράτυπων μεταναστών, έπαιξαν ρόλο στη νίκη του, ο Καστ κατάφερε να «επανενεργοποιήσει αυτόν τον λανθάνοντα πινοσετισμό», σύμφωνα με τον Καλτβάσερ.
Πρόσφατη δημοσκόπηση έδειξε ότι περίπου το ένα τρίτο των Χιλιανών συμφωνεί ότι ο Πινοσέτ ήταν ένας από τους «καλύτερους πολιτικούς ηγέτες στην ιστορία της χώρας» ή ότι, αν οι πολιτικοί ακολουθούσαν τις ιδέες του, η χώρα θα «ανακτούσε τη θέση της στον κόσμο», όπως αναφέρει ο Guardian.
«Το γεγονός ότι ένας θαυμαστής του Πινοσέτ κέρδισε δείχνει ότι η σημερινή γενιά έχει ξεχάσει ή δεν γνωρίζει αρκετά για τα φρικτά εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας», δήλωσε η Κατία Τσορνίκ, ερευνήτρια στο Centre of Latin American Studies του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ.
Οι γονείς της ήταν πολιτικοί κρατούμενοι και τη μεγάλωσαν στην εξορία, μεταξύ Βενεζουέλας και Γαλλίας. Χρόνια αργότερα, ως έφηβη επιστρέφοντας στη Χιλή τη δεκαετία του 1990, έμαθε ότι είχαν κρατηθεί σε κέντρο βασανιστηρίων στην πρωτεύουσα, Σαντιάγο, που είχε το σκληρό προσωνύμιο La Discothèque από τους μυστικούς αστυνομικούς, λόγω της δυνατής μουσικής που χρησιμοποιούσαν για να βασανίζουν τους κρατούμενους.
«Όταν το έμαθα για πρώτη φορά, σπούδαζα ήδη μουσική, και η ιδέα ότι αυτή μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για πολύ αρνητικούς σκοπούς με επηρέασε βαθιά», είπε η Τσορνίκ.
Αργότερα διεξήγαγε έρευνα διάρκειας μιας δεκαετίας, παίρνοντας συνεντεύξεις από δεκάδες επιζώντες, πρώην φρουρούς φυλακών και καταδικασμένους δράστες από τα υψηλότερα κλιμάκια του καθεστώτος του Πινοσέτ, και δημιούργησε την ψηφιακή πλατφόρμα Cantos Cautivos (Συλληφθέντα Τραγούδια), η οποία περιλαμβάνει 168 από αυτές τις μαρτυρίες.

Η έρευνά της δημοσιεύτηκε την Παρασκευή στο βιβλίο με τον τίτλο «Μουσική και Πολιτική Φυλάκιση στη Χιλή του Πινοσέτ», όπου η Τσορνίκ παρουσιάζει παραδείγματα για το πώς η μουσική χρησιμοποιήθηκε και ως μέσο αντοχής μεταξύ των πολιτικών κρατουμένων.
Αναφέρει την περίπτωση του Χόρχε Πένια Εν, ενός σεβαστού Χιλιανού μαέστρου και παιδαγωγού, ιδρυτή της πρώτης παιδικής ορχήστρας στη Λατινική Αμερική, ο οποίος συνελήφθη λίγο μετά το πραξικόπημα του 1973.
Κατά τη διάρκεια της κράτησής του στη φυλακή Cárcel de La Serena, ο Πένια Εν έγραψε μια ημιτελή μελωδία 10 μέτρων σε ένα κομμάτι χαρτί, χρησιμοποιώντας καμένα σπίρτα. Δολοφονήθηκε λίγο αργότερα. Ύστερα από δέκα χρόνια τα παιδιά του βρήκαν το χειρόγραφο: «Χωρίς να το ανοίξω, έφερα το χαρτί στη μύτη μου. Κλείνοντας τα μάτια, εισέπνευσα βαθιά και ένιωσα τη μυρωδιά του πατέρα μου να διαπερνά την ψυχή μου», δήλωσε η κόρη του, Μαρία Φέντορα Πένια, στην Τσορνίκ.
Η Τσορνίκ εργάζεται τώρα με την UNESCO σε ένα πρόγραμμα για να φέρει την έρευνά της στις τάξεις σε όλη τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική.
«Με την εκλογή του Καστ, είναι σαφές ότι οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει ή δεν διαθέτουν αρκετές πληροφορίες για τις φρικαλεότητες της δικτατορίας, επομένως η εκπαίδευση είναι απόλυτα κρίσιμη», κατέληξε η Τσορνίκ.