Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η σύγκρουση Ισραήλ – Χαμάς δεν έχουν αφήσει μόνο νεκρούς και καταστροφές, αλλά έχουν συνεισφέρει και δισεκατομμύρια στις εταιρείες της πολεμικής βιομηχανίας, καθώς τα τελευταία χρόνια τα εξοπλιστικά κερδίζουν την προσοχή των κυβερνήσεων.

Σύμφωνα με τη νέα έκθεση του σουηδικού Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη SIPRI, οι πολεμικές βιομηχανίες την περασμένη χρονιά σημείωσαν ρεκόρ τζίρου, αφού τα συνολικά έσοδά τους ανήλθαν σε περίπου 679 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ (περίπου 586 δισεκατομμύρια ευρώ).

Πρόκειται για το υψηλότερο ποσό που έχει καταγραφεί ποτέ. Οι ερευνητές γράφουν ότι η αυξημένη ζήτηση για όπλα ενισχύθηκε από τους πολέμους στην Ουκρανία και τη Λωρίδα της Γάζας, τις γεωπολιτικές εντάσεις και τους αυξανόμενους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς. Πολλά κράτη επέκτειναν τα οπλοστάσιά τους. Πολυάριθμοι κατασκευαστές επέκτειναν τις γραμμές παραγωγής τους, τις εγκαταστάσεις τους, ίδρυσαν θυγατρικές ή απέκτησαν άλλες εταιρείες, έγραψε η Deutsche Welle.

Πύραυλοι PATRIOT

Οι ΗΠΑ παραμένουν ηγέτιδα δύναμη της βιομηχανίας, με 39 από τις 100 εταιρείες που περιλαμβάνονται στην έρευνα να έχουν την έδρα τους εκεί. Όλες μαζί πέτυχαν πωλήσεις όπλων ύψους 334 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σχεδόν το ήμισυ του παγκόσμιου συνόλου, με αύξηση σχεδόν 4%. Η Lockheed Martin, η αμερικανική εταιρεία με τις υψηλότερες παγκόσμιες πωλήσεις σύμφωνα με το SIPRI, αντιπροσώπευε από μόνη της τα 64,7 δισεκατομμύρια δολάρια.

Στην Ευρώπη (εκτός της Ρωσίας), οι πωλήσεις αυξήθηκαν συνολικά κατά 13%, στα 151 δισεκατομμύρια δολάρια. Σύμφωνα με τη μελέτη, οι Γερμανοί κατασκευαστές όπλων σημείωσαν ανάπτυξη άνω του μέσου όρου και αναδείχθηκαν μεγάλοι κερδισμένοι του τομέα. Οι τέσσερις κατασκευαστές που περιλαμβάνονται στη λίστα, η Rheinmetall, η Thyssenkrupp, η Hensoldt και η Diehl, πέτυχαν συνδυασμένη αύξηση πωλήσεων 36%, φτάνοντας τα 14,9 δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτό αποδόθηκε στην ισχυρότερη ζήτηση για συστήματα αεράμυνας, πυρομαχικά και θωρακισμένα οχήματα.

Δυσεύρετες πρώτες ύλες

Παρ’ όλα αυτά, η βιομηχανία αντιμετωπίζει προκλήσεις «που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το κόστος και τις ημερομηνίες παράδοσης», εξήγησε η ερευνήτρια του SIPRI, Τζέιντ Γκιμπερτό Ρικάρντ. Η προμήθεια υλικών θα μπορούσε να γίνει πιο δύσκολη. «Ειδικότερα, η εξάρτηση από κρίσιμα ορυκτά είναι πιθανό να περιπλέξει τα ευρωπαϊκά σχέδια επανεξοπλισμού». Για παράδειγμα, η διευρωπαϊκή εταιρεία Airbus και η γαλλική εταιρεία Safran κάλυψαν το ήμισυ των αναγκών τους σε τιτάνιο με ρωσικές εισαγωγές μέχρι το 2022. Μετά την έναρξη του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, υποχρεώνονται να βρουν νέους προμηθευτές. Οι κινεζικοί περιορισμοί στις εξαγωγές κρίσιμων ορυκτών θα μπορούσαν επίσης να οδηγήσουν στην αναδιάρθρωση των αλυσίδων εφοδιασμού και στην άνοδο του κόστους παραγωγής.

Πύραυλοι Κρουζ_storm shadow

Οι ρωσικές εταιρείες όπλων ακμάζουν

Σύμφωνα με την έκθεση, οι δύο μεγαλύτερες εταιρείες όπλων στη Ρωσία αύξησαν επίσης σημαντικά τα έσοδά τους το 2024 – παρά τις διεθνείς κυρώσεις: Τα συνολικά έσοδα της Rostec και της United Shipbuilding Corporation αυξήθηκαν κατά 23% σε συνολικά 31,2 δισεκατομμύρια δολάρια. Η εγχώρια ζήτηση αναφέρθηκε ως βασικός λόγος. Για την Ασία και την Ωκεανία, ωστόσο, το SIPRI κατέγραψε μείωση 1,2%, την οποία το Ινστιτούτο αποδίδει «σχεδόν αποκλειστικά» σε μείωση 10% των εσόδων για τους οκτώ μεγαλύτερους Κινέζους κατασκευαστές.

Οι τρεις μεγαλύτερες ισραηλινές εταιρείες όπλων που εκπροσωπούνται στην κατάταξη των 100 κορυφαίων κατάφεραν επίσης να αυξήσουν σημαντικά τα έσοδά τους. Η διεθνής κριτική για τη στρατιωτική δράση στη Λωρίδα της Γάζας «δεν είχε σχεδόν κανέναν αντίκτυπο στο ενδιαφέρον για τα ισραηλινά όπλα». Στην έκθεσή του, το SIPRI επισημαίνει ρητά ότι σε πολλές περιπτώσεις είναι δυνατό να παρασχεθούν στοιχεία μόνο για τα έσοδα των εταιρειών όπλων, αλλά όχι και για τα κέρδη που αυτές είχαν.