Το βράδυ του Σαββάτου 4 Οκτωβρίου, ο Ντόναλντ Τραμπ τηλεφώνησε στον Μπενιαμίν Νετανιάχου για να του ανακοινώσει πως ο πόλεμος στη Γάζα είχε τελειώσει.

Οι απεσταλμένοι του είχαν καταλήξει σε συμφωνία ειρήνης με τη μεσολάβηση του Κατάρ, της Αιγύπτου και της Τουρκίας. «Μπίμπι, δεν μπορείς να πολεμήσεις όλο τον κόσμο», του είπε ο Τραμπ, σύμφωνα με όσα δήλωσε ο ίδιος στο περιοδικό TIME.

«Ο κόσμος είναι εναντίον σου», σημείωσε ο Αμερικανός πρόεδρος.

Το παρασκήνιο της συμφωνίας για τη Γάζα

Παρά τις αντιρρήσεις του Νετανιάχου, ο Τραμπ απαρίθμησε όσα είχε κάνει για το Ισραήλ -τη μεταφορά της πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ, την αναγνώριση της κυριαρχίας στα Υψίπεδα του Γκολάν, τις Συμφωνίες του Αβραάμ και τη συμμετοχή σε πλήγματα κατά του Ιράν- και του ξεκαθάρισε πως δεν θα τον στηρίξει αν δεν αποδεχθεί το σχέδιο.

Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός τελικά αποδέχτηκε μια συμφωνία δύο φάσεων: άμεση κατάπαυση του πυρός, ανταλλαγή ομήρων και κρατουμένων, είσοδο ανθρωπιστικής βοήθειας, μερική αποχώρηση ισραηλινών δυνάμεων και έναρξη συνομιλιών για μόνιμη λύση. Αν τηρηθεί, θα σημάνει το τέλος του μακροβιότερου πολέμου στην ιστορία του Ισραήλ, που κόστισε τη ζωή σε περίπου 2.000 Ισραηλινούς και σχεδόν 70.000 Παλαιστίνιους.

Ο Τραμπ παρουσιάζει τη συμφωνία ως αποκορύφωμα της προσπάθειάς του να «ξαναγράψει» τη γεωπολιτική της Μέσης Ανατολής, χρησιμοποιώντας –όπως λέει– «τη λογική του dealmaker». Παρότι η εκεχειρία παραμένει εύθραυστη, ο Αμερικανός πρόεδρος θεωρεί πως έχει επιβάλει μια νέα πραγματικότητα στην περιοχή. «Επανέφερα την αμερικανική ισχύ», λέει.

Η στρατιωτική δύναμη των ΗΠΑ παράγοντας-κλειδί στη στρατηγική Τραμπ

Ο Τραμπ αποδίδει τα επιτεύγματά του στην προθυμία του να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών. Με τη δολοφονία του Ιρανού στρατηγού Κασέμ Σουλεϊμανί στην πρώτη του θητεία και την απόφασή του να πλήξει τρεις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις την περασμένη άνοιξη, κέρδισε την υποστήριξη της ισραηλινής κοινής γνώμης και προκάλεσε φόβο στους αντιπάλους του Ισραήλ, φέρνοντας και τις δύο πλευρές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, σύμφωνα με το δημοσίευμα του TIME.

«Θα ήταν αδύνατο να γίνει μια τέτοια συμφωνία παλιότερα», λέει ο Τραμπ για τις επιθέσεις στο Ιράν. «Κανένας πρόεδρος δεν ήταν πρόθυμος να το κάνει. Εγώ το έκανα. Και με αυτό αλλάξαμε τη Μέση Ανατολή».

Το χτύπημα στην Ντόχα, ένα κομβικό σημείο

Στις 21 Σεπτεμβρίου, καθ’ οδόν για την κηδεία του Τσάρλι Κερκ, ο Τραμπ κάλεσε τους στενότερους συνεργάτες του στην ιδιωτική καμπίνα του στο Air Force One. Εκεί βρίσκονταν η διευθύντρια του επιτελείου του Σούζι Γουάιλς, ο πρόεδρος της Βουλής Μάικ Τζόνσον και ο γαμπρός του Τζάρεντ Κούσνερ, ενώ τηλεφωνικά συμμετείχε ο ειδικός απεσταλμένος Στιβ Γουίτκοφ.

Το ζήτημα ήταν σοβαρό: ισραηλινά μαχητικά είχαν πλήξει στελέχη της Χαμάς στην Ντόχα, την ώρα που συζητούσαν για εκεχειρία, παραβιάζοντας την κυριαρχία του Κατάρ -συμμάχου των ΗΠΑ και κύριου μεσολαβητή στις διαπραγματεύσεις. Ο Τραμπ εξοργίστηκε, χαρακτηρίζοντας την επίθεση «τακτικό λάθος» του Νετανιάχου.

Ωστόσο, οι Αμερικανοί διαπραγματευτές είδαν σε αυτή την πράξη μια ευκαιρία: ένα μήνυμα προς τους Άραβες ηγέτες ότι ο πόλεμος στη Γάζα δεν θα έμενε περιορισμένος εκεί.

Ο ίδιος ο Τραμπ αξιοποίησε την οργή για να φέρει τους περιφερειακούς παίκτες στο τραπέζι. «Ήταν ένα από τα γεγονότα που μας ένωσαν όλους», είπε. «Ήταν τόσο παράλογο που ανάγκασε τους πάντες να κάνουν αυτό που έπρεπε. Αν δεν είχε συμβεί, ίσως να μην μιλούσαμε σήμερα γι’ αυτό».

Οι απειλές Τραμπ κατά της Χαμάς: «Μας δίνετε όλους τους ομήρους τώρα»

Ο Τραμπ άσκησε και άμεση πίεση στη Χαμάς, προειδοποιώντας ότι αν δεν αφοπλιστεί ή προσπαθήσει να υπονομεύσει τη συμφωνία, θα αντιμετωπίσει «πλήρη εξόντωση». Η απαίτησή του ήταν ξεκάθαρη: η επιστροφή όλων των Ισραηλινών ομήρων, χωρίς σταδιακές ανταλλαγές. «Είπα: “Όχι άλλες φάσεις. Μας δίνετε όλους τους ομήρους τώρα”», δήλωσε.

Η απειλή του έπεισε, χάρη στα πρόσφατα πλήγματα στο Ιράν. «Το καθοριστικό στοιχείο ήταν η προθυμία του Τραμπ να χρησιμοποιήσει στρατιωτική ισχύ», σημειώνει ο ιστορικός Μάικλ Όρεν. «Οι προηγούμενες Δημοκρατικές κυβερνήσεις προτιμούσαν τη “ήπια ισχύ”, η οποία όμως δεν εκτιμάται ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή».

Η δημοφιλία του Τραμπ στο Ισραήλ -πολύ μεγαλύτερη από εκείνη του ίδιου του Νετανιάχου- του έδωσε πλεονέκτημα. Δημόσια έδειχνε στήριξη, αλλά κατ’ ιδίαν τον πίεζε να σταματήσει τις επιχειρήσεις. «Θα συνέχιζε για χρόνια», λέει ο Τραμπ. «Αλλά τον σταμάτησα. Και όταν τον σταμάτησα, όλοι ήρθαν μαζί στο τραπέζι».