Η ομάδα των επτά πιο ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών (G7) κατέληξε σε συμφωνία με την οποία θα εξαιρεθούν οι αμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες από την καταβολή υψηλότερων φόρων στο εξωτερικό, ανέφερε σήμερα η εφημερίδα Financial Times, επικαλούμενη πηγές προσκείμενες στις συνομιλίες.
Η συμφωνία, την οποία στήριξαν η Ουάσινγκτον και άλλα μέλη της G7, θα επιτρέψει στις αμερικανικές εταιρείες να αποφύγουν ορισμένους φόρους, λόγω των εισφορών που έχουν ήδη καταβληθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με το δημοσίευμα.
Παράλληλα, θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά την ιστορική συμφωνία του 2021 για τη θέσπιση ενός παγκόσμιου ελάχιστου φόρου με στόχο την καταπολέμηση της φοροαποφυγής από τις πολυεθνικές εταιρείες.
Η G7 ανακοίνωσε το Σάββατο ότι συμφώνησε σε μια «παράλληλη λύση» φορολογίας που θα εξαιρεί τις αμερικανικές εταιρείες από ορισμένα μέρη του νέου παγκόσμιου φορολογικού καθεστώτος λόγω των φόρων που πληρώνουν στις ΗΠΑ. Ακόμα, πρόσθεσε ότι η συμφωνία θα «διευκολύνει την περαιτέρω πρόοδο για τη σταθεροποίηση του διεθνούς φορολογικού συστήματος», συμπεριλαμβανομένου του «εποικοδομητικού διαλόγου» για τη διατήρηση της «φορολογικής κυριαρχίας όλων των χωρών».
Οι νέες ρυθμίσεις θα συζητηθούν τις επόμενες εβδομάδες στον ΟΟΣΑ, τον διεθνή οργανισμό που κατέληξε στη συμφωνία για τον ελάχιστο παγκόσμιο φόρο του 2021, αλλά κυριαρχείται από τα μέλη της G7, σύμφωνα με άτομα που είναι εξοικειωμένα με τις συζητήσεις.
Ο Ματίας Κόρμαν, γενικός γραμματέας του ΟΟΣΑ, χαρακτήρισε τη δήλωση της G7 ως «σημαντικό ορόσημο στη διεθνή φορολογική συνεργασία». «Αυτό είναι ένα μεγάλο νέο για τις Ηνωμένες Πολιτείες… θα έχουν γιορτή στο υπουργείο Οικονομικών», δήλωσε ο Ρόμπερτ Γκούλντερ, φορολογικός δικηγόρος και συντάκτης στο Tax Analysts, μια υπηρεσία ειδήσεων για επαγγελματίες του φορολογικού κλάδου.
Η αλλαγή ήρθε μετά την προσθήκη από τις ΗΠΑ διατάξεων στο «μεγάλο και όμορφο νομοσχέδιο» του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, που αναφέρεται ως Τμήμα 899, οι οποίες θα επέτρεπαν στις ΗΠΑ να ανταποδώσουν σε άλλες χώρες που εφαρμόζουν διακριτική φορολογία επιβάλλοντας «φόρους εκδίκησης» στις ξένες επενδύσεις.
Πριν από τη δήλωση της G7, ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ τόνισε ότι θα ζητήσει από το Κογκρέσο να καταργήσει τα «μέτρα εκδίκησης» από τη νομοθεσία των ΗΠΑ λόγω των επικείμενων αλλαγών στη συμφωνία του ΟΟΣΑ. Πρόσθεσε, ακόμα, ότι οι αναθεωρήσεις αυτές θα εξοικονομήσουν στις αμερικανικές εταιρείες 100 δισεκατομμύρια δολάρια σε φόρους προς ξένες κυβερνήσεις κατά την επόμενη δεκαετία.
Η υπουργός Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου, Ρέιτσελ Ριβς, είπε από την πλευρά της ότι η G7 συμφώνησε πως «υπάρχει δουλειά που πρέπει να γίνει για την αντιμετώπιση του επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού και της φοροαποφυγής. Το κατάλληλο περιβάλλον για να γίνει αυτό το έργο είναι χωρίς την προοπτική αντιποίνων φορολογικών μέτρων να κρέμεται πάνω από τις συνομιλίες, οπότε η κατάργηση του άρθρου 899 είναι ευπρόσδεκτη», πρόσθεσε.
Από την πλευρά της, η Μάναλ Κόρβιν, επικεφαλής φορολογικών θεμάτων στον ΟΟΣΑ, χαρακτήρισε τη δήλωση της G7 ως μη δεσμευτική, προσθέτοντας ότι οποιαδήποτε πρόταση θα πρέπει να εγκριθεί από 147 χώρες σε επίπεδο ΟΟΣΑ. «Η G7 από μόνη της δεν μπορεί να λάβει αυτή την απόφαση», πρόσθεσε.
Η ιστορική συμφωνία του 2021
Η συμφωνία του ΟΟΣΑ για τη θέσπιση ενός παγκόσμιου ελάχιστου φόρου επιτεύχθηκε από περισσότερες από 135 χώρες το 2021 με σκοπό την πρόληψη της φοροαποφυγής από πολυεθνικές εταιρείες και την επικαιροποίηση του διεθνούς φορολογικού συστήματος για την ψηφιακή εποχή. Καθιέρωσε έναν ελάχιστο φορολογικό συντελεστή 15% επί των παγκόσμιων κερδών των μεγαλύτερων πολυεθνικών εταιρειών από τις ΗΠΑ και αλλού, ο οποίος εφαρμόστηκε από αρκετές χώρες πέρυσι.
Σύμφωνα με διατάξεις που εξόργισαν ιδιαίτερα τους Ρεπουμπλικάνους στις ΗΠΑ, η συμφωνία του ΟΟΣΑ επέτρεψε σε άλλες χώρες να επιβάλλουν συμπληρωματικούς φόρους σε αμερικανικές εταιρείες που θεωρούνται «υποφορολογούμενες».
Ωστόσο, ο ΟΟΣΑ απορρίπτει την ιδέα ότι άλλες χώρες μπορούν τώρα να υπαναχωρήσουν από τον παγκόσμιο ελάχιστο φόρο — ή ότι οι αμερικανικές εταιρείες θα έχουν πλεονέκτημα έναντι των επιχειρήσεων από άλλες χώρες που έχουν υιοθετήσει το καθεστώς. «Αν μη τι άλλο, πριν βρισκόμασταν σε μια κατάσταση αβεβαιότητας και αδυναμίας να προχωρήσουμε λόγω διαφόρων απειλών αντιποίνων, που καθιστούσαν πολύ δύσκολη και επικίνδυνη την εγκατάλειψη [του ελάχιστου φόρου]», δήλωσε η Κόρβιν. Υποστήριξε, ακόμα, ότι οποιαδήποτε ιδέα ότι το φορολογικό σύστημα των ΗΠΑ είναι «ελαφρύ» δεν είναι «απαραίτητα ακριβής», υποστηρίζοντας ότι υπάρχουν «πολλοί τρόποι» με τους οποίους είναι πιο αυστηρό.
Ένας Γάλλος αξιωματούχος πρόσθεσε ότι η συμφωνία των G7 «έκανε κάποιες παραχωρήσεις στις ΗΠΑ, [λέγοντας] ότι η φορολογική τους νομοθεσία τις βοηθά να συμμορφωθούν» με τη συμφωνία του ΟΟΣΑ, «η οποία είναι μια παραχώρηση, αλλά… αξίζει τον κόπο».
Η δήλωση της G7 προέβλεπε επίσης τη συνέχιση των συζητήσεων για τη φορολόγηση της ψηφιακής οικονομίας.
Οι φόροι επί των ψηφιακών υπηρεσιών αποτελούν σημείο τριβής μεταξύ των ΗΠΑ και άλλων χωρών που επιθυμούν να αυξήσουν τους φόρους επί των αμερικανικών τεχνολογικών κολοσσών. Ο Ντόναλντ Τραμπ, πρόεδρος των ΗΠΑ, δήλωσε την Παρασκευή ότι ακυρώνει τις εμπορικές συνομιλίες με τον Καναδά, μετά την ανακοίνωση της Οτάβα ότι θα επιβάλει νέο φόρο στις εταιρείες τεχνολογίας.
Πηγή: ΑΠΕ