Την μεγάλη ενίσχυση της Κίνας, στο επίπεδο του στρατιωτικού ανταγωνισμού, επιβεβαιώνει ένα νέο έγγραφο – διαφάνεια του πολεμικού ναυτικού των ΗΠΑ σχετικά με τη ναυπηγική ικανότητα του ασιατικού γίγαντα. Το έγγραφο με τίτλο «PLAN vs. USN Naval Force Laydown» δείχνει πως τα ναυπηγεία της Κίνας έχουν πάνω από 200 φορές μεγαλύτερη παραγωγή από αυτά των ΗΠΑ. Συγκεκριμένα η δυναμική τους ανέρχεται σε 23,2 εκατομμύρια τόνους, ενώ των ΗΠΑ κινείται σε περίπου 100.000 τόνους.

Είναι γεγονός πως το κολοσσιαίο χάσμα που καταγράφεται είναι σε μεγάλο βαθμό παραπλανητικό σχετικά με τη στρατιωτική ισχύ των δύο συγκρινόμενων στόλων, καθώς η παραγωγή πλοίων είναι μικτή. Στα κινεζικά κρατικά ναυπηγεία κατασκευάζονται και εμπορικά και στρατιωτικά πλοία. Η Κίνα είναι η κορυφαία ναυπηγική δύναμη στον κόσμο, με μεγάλη διαφορά, ελέγχοντας σχεδόν το 40% της παγκόσμιας εμπορικής ναυπηγικής αγοράς, ενώ αντίθετα η ναυπηγική βιομηχανία των ΗΠΑ είναι σαφώς πολύ μικρότερη και επιπλέον δεν υπόκειται σε κεντρικό κρατικό έλεγχο.

Όμως ακόμη και έτσι στα στοιχεία αντανακλώνται η στρατηγική της Κίνας και οι ανησυχίες των ΗΠΑ σχετικά με την ανάπτυξη του κινεζικού στόλου και μια ενδεχόμενη σύγκρουση των δύο χωρών. Εξάλλου στο σχετικό έγγραφο για τη σύγκριση των ναυπηγικών ικανοτήτων των δύο χωρών, καταγράφεται και ο στρατιωτικός στόλος στον οποίο περιλαμβάνονται «μαχητικά πλοία, υποβρύχια, πλοία νακροπολέμου, μεγάλα αμφίβια και βοηθητικά σκάφη υποστήριξης μάχης».

Σύμφωνα με τα στοιχεία των ΗΠΑ, για το 2021 ,η Κίνα διέθετε περισσότερα από 355 πλοία, αντίθετα ο στόλος των ΗΠΑ ανερχόταν σε 296 πλοία, σύμφωνα με έκθεση του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών. Μάλιστα η διαφορά μεταξύ των δύο χωρών φαίνεται πως θα συνεχίσει να αυξάνεται. Βάσει της ετήσιας έκθεση του Πενταγώνου για το 2022 σχετικά με τη στρατιωτική ανάπτυξη της Κίνας προβλέπεται πως ο κινεζικός στόλος θα αυξηθεί περαιτέρω σε 400 πλοία έως το 2025 και σε 440 πλοία έως το 2030.

Εκπρόσωπος του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ επιβεβαίωσε την αυθεντικότητα του εγγράφου, υπογραμμίζοντας πως «παρέχει πληροφορίες για το πλαίσιο και τις τάσεις σχετικά με την ναυπηγική ικανότητα της Κίνας». «Αναπτύχθηκε από το Γραφείο Ναυτικών Πληροφοριών ως μέρος μιας συνολικής ενημέρωσης για τον στρατηγικό ανταγωνισμό», τόνισε.

Η στρατηγική της Κίνας

Τα στοιχεία επιβεβαιώνουν τη γενική εκτίμηση που υπάρχει για την εκρηκτική άνοδο της ναυτικής ισχύος της Κίνας. Λειτουργώντας με απίστευτους ρυθμούς τις μηχανές παραγωγής, το Πεκίνο έχει δημιουργήσει έναν από τους πιο δυνατούς στρατούς στον κόσμο. Σύμφωνα με την ετήσια παγκόσμια κατάταξη του Global Firepower βρίσκεται πλέον στην τρίτη θέση, με προοπτική να προσπεράσει τη Ρωσία που είναι στη δεύτερη και να πλησιάσει περαιτέρω τις ΗΠΑ που βρίσκονται στην πρώτη θέση, με οριακή διαφορά. Μάλιστα, η Κίνα κατατάσσεται στην πρώτη θέση για την ισχύ του ναυτικού της στόλου, ο οποίος διαρκώς εξελίσσεται με πιο σύγχρονα πλοία, συμπεριλαμβανομένων και αεροπλανοφόρων.

Πριν από περίπου τρία χρόνια, ο τότε Αμερικανός υπουργός Άμυνας Μαρκ Έσπερ, καθησυχάζοντας για την στρατιωτική ανάπτυξη της Κίνας, είχε ισχυριστεί πως ακόμη και εάν οι ΗΠΑ σταματούσαν να ναυπηγούν πλοία, η Κίνα θα χρειαζόταν χρόνια για να ανταποκριθεί στην ισχύ του αμερικανικού ναυτικού. Υποστήριζε μάλιστα πως αυτό οφείλεται στο βάθος της εμπειρίας και των τεχνολογικών δυνατότητων του πολεμικού ναυτικού των ΗΠΑ. «Οι αριθμοί πλοίων είναι σημαντικοί, αλλά δεν λένε όλη την ιστορία», είχε πει.

Όπως υπογραμμίζουν στρατιωτικοί αναλυτές, είναι γεγονός πως οι ΗΠΑ διαθέτουν περισσότερους από τους πιο σημαντικούς τύπους μεγάλων πολεμικών πλοίων και η πλάστιγγα γέρνει προς την Κίνα μόνο όταν στην σύγκριση μπουν τα ελαφρύτερα πλοία, όπως φρεγάτες και πλοία παράκτιας περιπολίας, τα οποία τις δίνουν σημαντικό πλεονέκτημα σε ενδεχόμενες συγκρούσεις σε στενά πεδία, όπως για παράδειγμα στην Ταϊβάν ή σε κάποιες παράκτιες περιοχές κοντά στην Κίνα.

Σε κάθε περίπτωση οι εξελίξεις φαίνεται να τρέχουν με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα από τις τότε εκτιμήσεις του Μαρκ Έσπερ. Ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία που έχει οδηγήσει σε μια νέα ψυχροπολεμική περίοδο με διαφορετικά γεωπολιτικά δεδομένα, την άνοδο του παγκόσμιου νότου, την παγκόσμια κούρσα εξοπλισμών και τις επιθετικότερες κινήσεις από τις μεγάλες δυνάμεις για τις σφαίρες επιρροής σε κάθε γωνιά του κόσμου.

Ο Πρόεδρος της Κίνας είχε προϊδεάσει για τα μελλούμενα. «Θα μετατρέψουμε τον στρατό μας σε ένα ατσάλινο σινικό τείχος», είχε τονίσει στην κεντρική του ομιλία στο συνέδριο του κυβερνώντος κόμματος, αποκαλύπτοντας στους κινεζικούς σχεδιασμούς και στέλνοντας μήνυμα στη Δύση και κυρίως στις ΗΠΑ.

Η Κίνα, είχε επισημάνει, βρίσκεται εν μέσω μιας τεράστιας εκστρατείας στρατιωτικού εκσυγχρονισμού, με προοπτική δεκαετίας, η οποία, όπως είπε, «θα προστατεύσει αποτελεσματικά την εθνική κυριαρχία, την ασφάλεια και την ανάπτυξη». Σε αυτό το πλαίσιο, μεταξύ άλλων, δημιουργεί στρατιωτικές βάσεις στη θάλασσα της Νότιας Κίνας επιχειρώντας να ενισχύσει την επιρροή της σε γειτονικές περιοχές, από την Καμπότζη μέχρι την Μικρονησία. Ταυτόχρονα όμως επεκτείνει τη στρατιωτική της παρουσία και σε «στρατηγικά ισχυρά σημεία» – όπως τα αποκαλεί – κατά μήκος των μεγάλων εμπορικών οδών, ενέργειας και πόρων της. Το Πεκίνο έχει δηλώσει ξεκάθαρα ότι αυτά τα σημεία έχουν σχεδιαστεί για να «παρέχουν υποστήριξη σε υπερπόντιες στρατιωτικές επιχειρήσεις» και «να ασκούν πολιτική και στρατιωτική επιρροή» στο εξωτερικό.

Ο ρόλος του ΝΑΤΟ

Υπενθυμίζεται πως η Ουάσιγκντον το τελευταίο διάστημα έχει στρέψει μεγάλο μέρος της προσοχής της στον ειρηνικό και ινδικό ωκεανό, κυρίως με τη συμφωνία AUKUS για τη συνεργασία των ΗΠΑ, της Αυστραλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου με στόχο την ανάσχεση της επιρροής της Κίνας στην ευρύτερη περιοχή.

Μάλιστα οι ΗΠΑ επιχειρούν να εμπλέξουν και το ΝΑΤΟ θέλοντας να επεκτείνουν την παρουσία του στον ινδοειρηνικό ωκεανό απέναντι στην Κίνα, ένα ενδεχόμενο που μέχρι στιγμής βρίσκει αρνητικές τις ευρωπαϊκές νατοϊκές δυνάμεις και κυρίως τη Γαλλία. Ο Εμανουέλ Μακρόν, ο πρόεδρος μιας εκ των ισχυρότερων στρατιωτικών δυνάμεων παγκοσμίως, έχει υπογραμμίσει πως η Ευρώπη «δεν είναι ακόλουθος των ΗΠΑ» και πως δεν θα πρέπει να ξεχνάμε το ρόλο και το πεδίο δράσης του ΝΑΤΟ, που είναι ο ευρωατλαντικός χώρος και δεν έχει κανένα λόγο να βρίσκεται στη νοτιοανατολική Ασία.

«Η ναυπηγική είναι μια στρατηγική βιομηχανία και οι Κινέζοι το έχουν συνειδητοποιήσει αυτό εδώ και πολύ καιρό»

«Οι Κινέζοι βλέπουν αυτή τη δεκαετία ως στρατηγική ευκαιρία», δήλωσε στο Fox News ο Μπρεντ Σάντλερ, ανώτερος ερευνητής για το ναυτικό πόλεμο και την προηγμένη τεχνολογία στο Κέντρο Εθνικής Άμυνας στο Heritage Foundation. «Βραχυπρόθεσμα δεν βλέπω κάποια κάμψη της καμπύλης για να αρχίζουμε να κλείνουμε τη διαφορά με τους Κινέζους».

«Η ναυπηγική είναι μια στρατηγική βιομηχανία και οι Κινέζοι το έχουν συνειδητοποιήσει αυτό εδώ και πολύ καιρό», υπογραμμίζει ο Σάντλερ και προσθέτει: «Το πρώτο βήμα είναι να δημιουργήσεις έναν ισχυρό εμπορικό ναυπηγικό τομέα. Η εμπορική ναυπηγική είναι πραγματικά η βάση όλης αυτής της τεράστιας χωρητικότητας που καταγράφεται. Είναι ένα μάθημα πως δεν μπορείς να είσαι ναυπηγική δύναμη χωρίς έναν ισχυρό εμπορικό ναυπηγικό τομέα και οι Κινέζοι εργάζονται πάνω σε αυτό εδώ και τρεις δεκαετίες».

Λόγω της κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας της Κίνας, η χώρα είναι σε θέση να ελέγχει το κόστος εργασίας και να παρέχει επιδοτήσεις στη ναυπηγική της υποδομή, με αποτέλεσμα τα κινεζικά ναυπηγεία να ξεπεράσουν τους περισσότερους ανταγωνιστές σε όλο τον κόσμο και να κυριαρχήσουν στην εμπορική ναυτιλιακή βιομηχανία.

Ο Σάντλερ επισημαίνει και το επόμενο βήμα για τη μεγάλη κινεζική εκτόξευση και στον στρατιωτικό τομέα: «Με τέτοια δυναμική παραγωγής τα ναυπηγεία από τη μια πλευρά κατασκευάζουν δεξαμενόπλοια, πλοία LNG και φορτηγά πλοία, και ακριβώς δίπλα κατασκευάζουν καταδρομικά, αντιτορπιλικά και άλλα στρατιωτικά πλοία». Αντίθετα, σημειώνει ο αναλυτής, οι ΗΠΑ δεν έχουν αναπτύξει μια συγκρίσιμη ναυπηγική υποδομή επειδή στην πραγματικότητα οι κατασκευαστές αναγνωρίζουν την αμερικανική κυβέρνηση μόνο ως πελάτη. «Και μάλιστα είναι ο μεγαλύτερο πελάτης, που τους δίνει και το μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους».