Τριάντα τέσσερις επιχειρήσεις σε διάφορες περιοχές της χώρας -κυρίως εμπορίας τροφίμων και ποτών- φαίνεται πως ζημιώθηκαν με το ποσό των 2,6 εκατ. ευρώ, πέφτοντας στα «δίχτυα» πολυμελούς κυκλώματος, που μέσω εταιρειών («βιτρίνες») αγόραζε τα προϊόντα τους, με ακάλυπτες επιταγές ή πλαστά τραπεζικά εμβάσματα, και τα μεταπωλούσε σε ανταγωνιστικές τιμές.

Στην υπόθεση εμπλέκονται 29 άτομα και μεταξύ αυτών τρία ηγετικά μέλη της φερόμενης εγκληματικής οργάνωσης, όπως ανακοίνωσε η ΕΛ.ΑΣ. Σε βάρος τους σχηματίστηκε δικογραφία, κατά περίπτωση, για εγκληματική οργάνωση, πλαστογραφία, υπεξαίρεση, απάτη, αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος, παράβαση νομοθεσίας περί επιταγών και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, προηγήθηκε πολύμηνη έρευνα του Τμήματος Προστασίας Περιουσιακών Δικαιωμάτων της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με την Υποδιεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος και Εμπορίας Ανθρώπων. Όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση, από την αστυνομική έρευνα προέκυψε ότι τα τρία ηγετικά στελέχη της εγκληματικής οργάνωσης είχαν ιδρύσει συνολικά εννέα εταιρείες – μορφώματα (Μονοπρόσωπες Ιδιωτικές Κεφαλαιουχικές Εταιρείες- ΜΙΚΕ) σε ονόματα μελών της ή χρησιμοποίησαν τέσσερις προϋπάρχουσες εταιρείες, νοικιάζοντας αποθήκες και γραφεία προκειμένου να προσδίδουν κύρος και να δημιουργείται η εικόνα υγιών επιχειρήσεων.

Παρουσιάζοντας τις επιχειρήσεις αυτές ως οικονομικά φερέγγυες, με άριστη γνώση της κατάστασης στην αγορά και τον χώρο του εμπορίου, τα φερόμενα μέλη της εγκληματικής ομάδας δημιουργούσαν στους παθόντες επιχειρηματίες «πλασματική αίσθηση ύπαρξης ασφαλών συνθηκών και συναλλακτικών όρων» πείθοντάς τους «να έρθουν σε συναλλαγή μαζί τους».

Στη συνέχεια, «είτε με τη χρήση μεταχρονολογημένων επιταγών, που κατά την ημέρα πληρωμής τους αποδείχθηκαν ακάλυπτες, είτε με την κατάρτιση και χρήση πλαστών τραπεζικών αποδεικτικών κατάθεσης χρηματικών εμβασμάτων, είτε με τη διαβεβαίωση πληρωμής της αξίας των εμπορευμάτων που απέσπασαν σε επόμενες παραγγελίες – παραλαβές εμπορευμάτων που θα ακολουθούσαν, αποσπούσαν από έτερες επιχειρήσεις τα προϊόντα τους, χωρίς να καταβάλλουν το αντίτιμο, τα οποία στη συνέχεια πωλούσαν σε ελκυστικές – χαμηλότερες τιμές σε τρίτους, με σκοπό να αποκομίσουν άμεσα παράνομο περιουσιακό όφελος», επισημαίνεται σε ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ.

Κατά την περίοδο που οι επιταγές ήταν να πληρωθούν και αποκαλύπτονταν ότι ήταν ακάλυπτες, οι δράστες φαίνεται πως εγκατέλειπαν τους χώρους- γραφεία που είχαν νοικιάσει για την λειτουργία τους, μεταφέροντας τα εμπορεύματα σε άλλους αποθηκευτικούς χώρους ή τα πουλούσαν σε τρίτους, με τη χρήση παραστατικών- δελτίων αποστολής άλλων ΜΙΚΕ που εξυπηρετούσαν τους σκοπούς τους. Σε αυτές τις συνθήκες καθίστατο δυσχερής ο εντοπισμός των εμπορευμάτων που είχαν αποσπάσει.

Σύμφωνα με την αστυνομική έρευνα, από τον Φεβρουάριο του 2018 έως και τουλάχιστον τον Νοέμβριο του 2021, το κύκλωμα φέρεται να απέσπασε εμπορικά προϊόντα (κυρίως τρόφιμα και ποτά) από 33 επιχειρήσεις και χρηματικό ποσό από μία ακόμα επιχείρηση, αποκομίζοντας περιουσιακό όφελος που ανέρχεται σε 2.653.163,42 ευρώ, (στο ποσό αυτό ανέρχεται η ζημιά για τις παθούσες επιχειρήσεις).

Κατά το χρονικό διάστημα που διήρκεσε η αστυνομική έρευνα, πραγματοποιήθηκαν έρευνες -μεταξύ άλλων- σε τρεις αποθήκες, τέσσερα γραφεία, 18 καταστήματα (σούπερ μάρκετ), ενώ κατασχέθηκε πατατοσπορος άνω των 62 τόνων, σχεδόν 25.000 συσκευασίες προϊόντος οξοποιίας, 3.000 φιάλες αλκοολούχων ποτών και μικρές ποσότητες πρώτης ύλης παρασκευής παγωτού, προϊόντα που αποδόθηκαν στους νόμιμους κατόχους τους. Παράλληλα, κατασχέθηκαν ηλεκτρονικοί υπολογιστές, σκληροί δίσκοι υπολογιστών, κινητά τηλέφωνα, ψηφιακά μέσα αποθήκευσης, πλήθος εγγράφων, όπως τιμολόγια, δελτία αποστολής, επιταγές, επαγγελματικές κάρτες και σφραγίδες διαφόρων εταιρειών.

Η σχηματισθείσα δικογραφία υποβλήθηκε στις αρμόδιες δικαστικές Αρχές και το επόμενο διάστημα θα καλούνται τα εμπλεκόμενα πρόσωπα να λογοδοτήσουν.