Λίγες μέρες πριν τις εκλογές και οι εργαζόμενοι στους χώρους δουλειάς, στους κλάδους αλλά και μέσα από τις τηλεοράσεις των σπιτιών τους ακούνε καθημερινά για μπαράζ αυξήσεων στους μισθούς, αντικρίζοντας ένα ιδιότυπο πλειοδοτικό κρεσέντο από ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ σε νούμερα αυξήσεων και στο ύψος του μισθού, με αντάλλαγμα την ψήφο τους.

Τα στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ όμως καταγράφουν μία πραγματικότητα που δε μπορεί να προσπεραστεί! Παρά τις αυξήσεις που έχουν δοθεί και αντιμετωπίζονται ως παροχή της κυβέρνησης, τα στοιχεία δείχνουν πως ο μέσος μισθός την ώρα που κατέγραφε ονομαστική αύξηση κατά μόλις 5,28%, την ίδια στιγμή ο πληθωρισμός για την ίδια περίοδο έκανε άλματα και εκτινασσόταν με ρυθμούς 9,3%, άρα ο πραγματικός μισθός παρουσίαζε μείωση. Η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη για τους εργαζόμενους με μερική απασχόληση, δηλαδή για περίπου το 30% του συνόλου των εργαζομένων, ενώ πάνω από 7.000 εργαζόμενοι απολύονται καθημερινά ως αποτέλεσμα της μεγάλης ευελιξίας που έχουν επιβάλει τα κόμματα του κεφαλαίου.

Φτάσαμε στο 2023 για να υπάρχει κατώτερος μισθός στα ίδια επίπεδα που υπήρχε πριν 15 χρόνια. Στο μεσοδιάστημα αυτών των ετών πέρασε πλήθος κυβερνήσεων όλων των προσανατολισμών και όλων των χρωμάτων, μονοκομματικές και συνεργασίας που όχι μόνο δεν άλλαξαν το απαράδεκτο θεσμικό πλαίσιο για το καθεστώς των μισθών, αλλά αντιθέτως το ενίσχυσαν.

Οι νόμοι Βρούτση-Αχτσιόγλου που ορίζουν τον υπουργό Εργασίας ως τον απόλυτο υπεύθυνο για να αυξομειώνει τον κατώτερο μισθό καταργώντας στην πράξη τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, αλλά και οι νόμοι της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ που επιχειρούν να αφοπλίσουν τα συνδικάτα από τη δυνατότητα να διαπραγματεύονται επιχειρησιακές και κλαδικές συμβάσεις είναι ορισμένες από τις πιο σημαντικές, κοινές νομοθετικές πρωτοβουλίες τους.

Σήμερα, θεωρώντας πως οι εργαζόμενοι έχουν μνήμη χρυσόψαρου, τάζουν λαγούς με πετραχήλια. Αυτό που δε λένε καθαρά η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ είναι πως για τις όποιες ονομαστικές αυξήσεις στους μισθούς προϋπόθεση είναι να υπάρχει πολλαπλάσια ανοδική πορεία στους δείκτες της ανταγωνιστικότητας των επιχειρηματικών ομίλων και της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή ακόμα μεγαλύτερο ξεζούμισμα των εργαζόμενων, ακόμα μεγαλύτερη συμπίεση των αναγκών τους μπροστά στα κέρδη των επιχειρήσεων.

Οι προβλέψεις των επιτελείων της ΕΕ και των εθνικών κυβερνήσεων κάθε πρόσημου για μελλοντικά σημάδια νέας καπιταλιστικής κρίσης, δείχνουν πως η προεκλογική πλειοδοσία που καταγράφεται στις υποσχέσεις των παραπάνω κομμάτων, αποτελεί μέγιστο ψέμα!

Μνημόνια μπορεί να μην έχουμε με τη μορφή που τα γνωρίζουμε την προηγούμενη δεκαετία, όμως οι δεσμεύσεις και οι εγγυήσεις που ζητούνται μπροστά στο Σύμφωνο Σταθερότητας και στο Ταμείο Ανάκαμψης είναι μια νέα θηλιά για κάθε εργατική οικογένεια, καθώς συνοδεύονται από μέτρα που δυναμώνουν την εκμετάλλευση μέσα στους χώρους δουλειάς, επιμηκύνουν τον εργάσιμο χρόνο, αδυνατίζουν τα μέτρα προστασίας της ζωής και εντατικοποιούν την εργασία, μειώνουν ακόμα περισσότερο την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων.

Αυτός ο επώδυνος δρόμος για τους εργαζόμενους έχει πολιτικό-κομματικό ονοματεπώνυμο και έχει ναρκοθετηθεί απ’ όλες τις κυβερνήσεις ως σήμερα. Είναι αυτοί που κατάργησαν τις κλαδικές και τις ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις, που διέγραψαν μονοκοντυλιά τις τριετίες, δηλαδή περίπου μια ενίσχυση του 10% επί του μισθού για κάθε τρία χρόνια προϋπηρεσία, που εφηύραν νέες μορφές («ενώσεις προσώπων») στο επίπεδο της επιχείρησης για να διαλύσουν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τις επιχειρησιακές συμβάσεις.

Όλα αυτά οδήγησαν στις μέρες μας να μετράμε σε σύνολο 2.249.599 μισθωτών, το 60,5% να έχει εισόδημα κάτω από 1000 ευρώ! Την ίδια στιγμή μόλις το 13% των εργαζομένων δηλαδή 306.316 να έχουν μισθό πάνω από 1500€.

Το ΚΚΕ με τις θέσεις του, με την καθημερινή δράση των μελών του και άλλων πρωτοπόρων εργαζομένων μέσα από τα συνδικάτα τους, έχει ως βασικό αίτημα τη συνολική επαναφορά των δικαιωμάτων των εργαζομένων που αυτό σημαίνει κατάργηση όλων των αντεργατικών νόμων των ΝΔ- ΣΥΡΙΖΑ- ΠΑΣΟΚ που απαγορεύουν τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις, με επαναφορά των κλαδικών συμβάσεων και την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης για κάθε εργαζόμενο.

Γι’ αυτό οι εργαζόμενοι που θέλουν και διεκδικούν να ζουν αξιοπρεπώς και όχι να κυνηγούν κακοπληρωμένα προγράμματα απασχόλησης, pass και vouchers, έχουν κάθε συμφέρον να στηρίξουν το ΚΚΕ ως δύναμη σύγκρουσης και ανατροπής που μπορεί να φέρει τις πραγματικές ανάγκες του εργαζόμενου λαού στο προσκήνιο, να μπει μπροστά στον αγώνα για την κάλυψη τους.

Με ισχυρό ΚΚΕ και μαζικούς εργατικούς-λαϊκούς αγώνες έχουμε τη δύναμη να παλέψουμε με καλύτερους όρους για την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Να γίνει δύναμη κρούσης η πρόταση δεκάδων σωματείων για αύξηση του κατώτερου μισθού πάνω από 850€ με ταυτόχρονη επαναφορά των τριετιών και υπολογίζοντας παράλληλα την αύξηση του πληθωρισμού. Για να μιλάμε με όρους πραγματικών μεγεθών, η πρόταση του ΚΚΕ είναι απολύτως ρεαλιστική και ο κατώτερος μισθός με μόλις μία τριετία υπολογίζεται σήμερα στα 935€ και όχι το 2027 που αναφέρει η ΝΔ στις εξαγγελίες της.

Η εκλογική ενίσχυση του ΚΚΕ, η στήριξη στους κομμουνιστές που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των εργατικών αγώνων είναι η πολιτική συνέχεια για κάθε εργαζόμενο που αμφισβητεί το σύστημα της εκμετάλλευσης, που δε δέχεται η ζωή του να συμπιέζεται στα κέρδη των επιχειρηματικών ομίλων. Η ενίσχυση του ΚΚΕ θα μπορέσει να διαμορφώσει καλύτερες προϋποθέσεις, για να φρενάρει αντεργατικά μέτρα, για να αποσπάσει κατακτήσεις με βάση τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες, για να ανοίξει νέες δυνατότητες στο δρόμο της ριζικής ανατροπής.

  • Γιώργος Πέρρος, υποψήφιος βουλευτής του ΚΚΕ στον Δυτικό Τομέα Αθηνών, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ