Για δεύτερη φορά στα μεταπολιτευτικά χρόνια οι εκλογές θα διεξαχθούν με το σύστημα της απλής αναλογικής στις 21 Μαΐου 2023. Η προηγούμενη ήταν τον Ιούνιο του 1989. Από τον Μάρτιο εκείνου του έτους το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου αντιλαμβανόμενο το δυσμενές κλίμα που είχε δημιουργηθεί εις βάρος του με τα πάσης φύσεως μικρά και μεγάλα σκάνδαλα (με χαρακτηριστικότερο αυτό που αφορούσε τις δραστηριότητες του τραπεζίτη Γεώργιου Κοσκωτά), φροντίζει να αλλάξει τον εκλογικό νόμο ώστε να κάνει δύσκολη την συγκρότηση αυτοδύναμης κυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.

Έτσι, στις 16 Μαρτίου κατατίθεται νομοσχέδιο που προβλέπει τη διεξαγωγή εκλογών με ένα σύστημα που πλησιάζει πολύ την απλή αναλογική. Αποκλήθηκε ως «νόμος Κουτσόγιωργα», ωστόσο οι υπογραφές που φέρει το σχετικό Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως είναι αυτές του υπουργού Προεδρίας Αναστάσιου Πεπονή, του υπουργού Εσωτερικών Άκη Τσοχατζόπουλου, του υπουργού Οικονομικών Δημήτρη Τσοβόλα και του υπουργού Δικαιοσύνης Γιάννη Σκουλαρίκη. Στην πραγματικότητα είχε καταρτιστεί από μια ομάδα πολιτικών επιστημόνων και νομικών που βρίσκονταν κοντά στο περιβάλλον του πρωθυπουργού, με επικεφαλής τον σύμβουλο του Ανδρέα Παπανδρέου, Γιώργο Κίσσονα.

Με τον νόμο 1847/1989 επανέρχεται παράλληλα ο σταυρός προτίμησης και καταργείται η εκλογή των βουλευτών μέσω λίστας υποψηφίων που είχε εφαρμοστεί στις προηγούμενες εκλογές του 1985. Σε όλες τις εκλογικές περιφέρειες ισχύει η μονοσταυρία, εκτός από την Α’ και Β’ Αθηνών που ισχύει τρισταυρία και στην Α’ Θεσσαλονίκης η δισταυρία.

Με την σχεδόν απλή αναλογική που εφαρμόστηκε στις εκλογές της 18ης Ιουνίου 1989 η Νέα Δημοκρατία παρά το γεγονός ότι έλαβε το 44,28% των ψήφων, εξέλεγε μόλις 145 βουλευτές, ενώ εάν εφαρμοζόταν ο νόμος του 1985 που κέρδισε ο Παπανδρέου τις προηγούμενες εκλογές, θα εξέλεγε 164 βουλευτές. Την ίδια ώρα το ΠΑΣΟΚ με 39,12% εξέλεγε 125 βουλευτές, και ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου υπό τον Χαρίλαο Φλωράκη έπαιρνε 13,13% εκλέγοντας 28 βουλευτές, ενώ από έναν βουλευτή είχε η ΔΗΑΝΑ του Κωστή Στεφανόπουλο και η Εμπιστοσύνη, το μειονοτικό κόμμα του Αχμέτ Σαδίκ.

Ο νόμος είχε σχεδιαστεί με το σκεπτικό ότι η Αριστερά θα συμμαχεί πάντοτε με το ΠΑΣΟΚ, οπότε οι πιθανότητες επανόδου της Δεξιάς στην εξουσία θα εκμηδενίζονταν και η «κάθαρση» που ζητούσε ο Μητσοτάκης θα έμενε στα λόγια. Μόνο που το σκάνδαλο Κοσκωτά είχε κακοφορμίσει και πλέον το αίτημα για κάθαρση στην πολιτική ζωή ήταν ευρύτερο με αποτέλεσμα να υπάρχει ο ιστορικός συμβιβασμός μεταξύ ΝΔ και Αριστεράς που οδήγησε στην θνησιγενή κυβέρνηση Τζανή Τζαννετάκη.

Η χώρα οδηγήθηκε εκ νέου σε εκλογές τον Νοέμβριο του 1989 με τη Νέα Δημοκρατία να λαμβάνει 46,19% και 148 έδρες, για αν φτάσουμε στην αναμέτρηση του Απριλίου 1990 όπου καταφέρνει να εκλέξει 150 βουλευτές με 46,69%. Σχηματίστηκε τελικά κυβέρνηση 151 βουλευτών κατόπιν συμφωνίας του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με τον πρόεδρο της ΔΗ.ΑΝΑ. Κωστή Στεφανόπουλο που παραχώρησε τη μια έδρα που είχε. Μετά τον σχηματισμό κυβέρνησης, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση ότι είχε γίνει λάθος στην κατανομή των εδρών της Νέας Δημοκρατίας και στερούνταν μιας έδρας, αυτή της Κέρκυρας, οπότε στο κυβερνών κόμμα δόθηκε και μια δεύτερη έδρα, οπότε η κυβέρνηση βρέθηκε με 152 έδρες στη Βουλή.