Ο Βασίλης Κικίλιας στα 40 του, έχει κερδίσει Κύπελλο Κυπελλούχων με την ΑΕΚ, με προπονητή τον Ντούσαν Ίβκοβιτς, αλλά και πρωτάθλημα με την ίδια ομάδα. Έκανε τα πρώτα βήματα στην μπασκετική του καριέρα, ξεκινώντας από τον Πανιώνιο.

Παράλληλα ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ιατρική και ειδικεύτηκε την ορθοπεδική. Αποφάσισε να εμπλακεί με την πολιτική όταν δήμαρχος Αθηναίων ήταν ο Νικήτας Κακλαμάνης. Ο Αντώνης Σαμαράς ωστόσο του έδωσε την ευκαιρία, όπως λέει, να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα. Κι έτσι σήμερα τον βλέπουμε στην κεντρική πολιτική σκηνή ως βουλευτή Α’ Αθηνών και μετέπειτα υπουργό Δημοσίας Τάξεως.

Μιλώντας πολιτικά, ο Βασίλης, όπως τον φωνάζουν όσοι τον ξέρουν, αλλά ακόμα κι εκείνοι που δεν τον ξέρουν καλά, ρίχνει την ευθύνη για την αδυναμία συνεργασίας πολιτικών δυνάμεων στον ΣΥΡΙΖΑ. Και απαντάει στην πολιτική της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης περί αφοπλισμού των αστυνομικών στις πορείες, λέγοντας ότι «σε καμία πολιτισμένη χώρα του κόσμου δεν υπάρχει αστυνομία που να μην οπλοφορεί».

Έχει να περηφανεύεται ότι στους τελευταίους εφτάμιση μήνες της θητείας του η ελληνική αστυνομία συνέλαβε τον δραπέτη, Χριστόοδουλο Ξηρό, αλλά και το Νίκο Μαζιώτη το μεσημέρι της 16ης Ιουλίου.

Ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως, μίλησε στο news.gr, για την πολιτική, τις εκλογές, την οικονομία, αλλά και τη μεγάλη του αγάπη την ΑΕΚ.

Υπουργέ σε ένα από τα κεντρικά προεκλογικά σποτ της Νέας Δημοκρατίας, το βασικό μήνυμα είναι αυτό της ασφάλειας. Τι είναι αυτό που σκοπεύει να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ, και που τελικά μας καθιστά ανοχύρωτους όπως ισχυρίζεστε;

Αν η οικονομία είναι ένα ζητούμενο πολύ σοβαρό και πάνω σε αυτό προσπαθούμε να βρούμε τις ενδεδειγμένες λύσεις, η ασφάλεια είναι επίσης ένα πολύ σοβαρό ζήτημα. Είναι η ασφάλεια, το αίσθημα του πολίτη ότι μπορεί να ζει και να κινείται σε ένα περιβάλλον που υπάρχει τάξη και η ελευθερία του ενός δεν καταπατάει την ελευθερία του άλλου. Δεν γίνεται ασυδοσία.

Στο ακριβώς αντίθετο επιχείρημα βασίζεται προεκλογικά η πολιτική ρητορεία του ΣΥΡΙΖΑ. Παρατηρούμε συστηματικά από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ – το άκουσα και από τον πρόεδρό του – μία αίσθηση ότι η τάξη, η ασφάλεια, η σταθερότητα έχουν αρνητικό πρόσημο: ‘να αφοπλίσουμε την ελληνική αστυνομία και να περιορίσουμε την αστυνομοκρατία ή να αντιμετωπίζουν – οι αστυνομικοί – τις διαδηλώσεις άοπλοι ή χωρίς προστατευτικά.

Σε καμία πολιτισμένη χώρα του κόσμου δεν υπάρχει αστυνομία που να μην οπλοφορεί. Πρώτ’ απ’ όλα για τη σωματική ακεραιότητα των ίδιων των αστυνομικών, αλλά και για να μπορούν να διασφαλίσουν το πιο υψηλό αγαθό που είναι η ανθρώπινη ζωή. Έναντι κακοποιών, τρομοκρατών και αναρχικών.

Δεν μπορώ λοιπόν να σκεφτώ τι ψυχολογία και τι σήμα στέλνει σε 55.000 αστυνομικούς σε ολόκληρη τη χώρα, όταν τους λέμε ‘διακινδυνεύστε τη ζωή σας και τη ζωή όλων των άλλων’, γιατί εμείς θεωρούμε ότι η ελευθεριότητα είναι ασυδοσία και μπορεί να κάνει ο καθένας λίγο έως πολύ ότι θέλει. Στέλνει πολύ λάθος μηνύματα σε αυτή την εποχή, όταν βλέπετε πόσα προβλήματα έχει η Ευρώπη. Πώς εξελίσσεται το παγκόσμιο έγκλημα, το οποίο γίνεται και διαδικτυακό. Τι συμβαίνει σε άλλες χώρες όπως η Γαλλία. Πόση ανησυχία υπάρχει στον κόσμο και τι πίεση δέχεται.

Περίμενα ότι ειδικά αυτούς τους οκτώ μήνες, κατά τους οποίους νομίζω ότι έχουμε λειτουργήσει θεσμικά στο υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, με μετριοπαθή λόγο και με συναίσθηση της ευθύνης και της θέσης, ότι τα μικροπολιτικά θα μείνουν έξω από τα θεσμικά.

Μου κάνει τρομερή εντύπωση και οφείλω να ομολογήσω ότι υπάρχει και ένα πολύ μεγάλο παράπονο και κλείνω με αυτό. Είχαμε πολύ μεγάλες επιτυχίες στον τομέα της τρομοκρατίας σε όλο αυτό το διάστημα με αποκορύφωμα τη σύλληψη του Χριστόδουλου Ξηρού και την αποτροπή μίας πολύ σοβαρής τρομοκρατικής επίθεσης. Δεν βρήκε όμως το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης την πολιτική ή τη θεσμική μεγαλοψυχία – στην ελληνική αστυνομία όχι σ’ εμένα – να πει ένα ‘μπράβο’.

– Ουδείς πάντως δεν μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχει και υπέρβαση καθήκοντος από τους αστυνομικούς, τόσο με χρήση χημικών, αλλά και χρήση χημικών ακόμα και σε ακατάλληλους χώρους.

Όταν υπάρχει η γραμμή της νομιμότητας και κάποιος την ξεπερνά, είναι λάθος. Οφείλει να επανέλθει στην τάξη. Η ελληνική αστυνομία έχει τον τρόπο και τις ανάλογες διαδικασίες για να το επιτύχει. Δεν μπορώ πάντως να θυμηθώ πολλές στιγμές μέσα στους οκτώ μήνες της θητείας μου, στις οποίες είχαμε τέτοια φαινόμενα.

Θα δώσω συγκεκριμένα παραδείγματα. Θυμάστε τις καθαρίστριες στο υπουργείο Οικονομικών. Για εμένα ήταν μία άσχημη εικόνα να βλέπω αυτές οι γυναίκες, οι οποίες είναι γιαγιάδες μας, γυναίκες του μεροκάματου, να διαμαρτύρονται για το αυτονόητο.

Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη στο news.gr