Η Ελλάδα του 2021 με τις πολυμερείς διπλωματικές συνέργειες, την οριοθέτηση με Ιταλία και Αίγυπτο, την επικείμενη επέκταση των χωρικών υδάτων έως το ακρωτήριο Ταίναρο και με την ενίσχυση των μέσων αποτροπής των Ενόπλων Δυνάμενων, «είναι σε εξαιρετικά ισχυρή διπλωματική και επιχειρησιακή θέση» όπως δηλώνει ο υπουργός Επικρατείας κ. Γιώργος Γεραπετρίτης.

Παραχωρώντας συνέντευξη στην εφημερίδα «Καθημερινή» επεσήμανε ότι η χώρα μας είναι έτοιμη να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τη γειτονική χώρα αλλά εάν δεν υπάρξει ευνοϊκή κατάληξη, είναι πάντα ανοικτός ο δρόμος για το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Ειδικότερα το μέλος της κυβέρνησης επισημαίνει με νόημα πως «για να αποχωρήσουμε από το τραπέζι (σ.σ. των διαπραγματεύσεων με την Τουρκία), θα πρέπει πρώτα να καταστούμε ομοτράπεζοι. Και για να συμβεί αυτό, θα πρέπει η ίδια η Τουρκία, που κατά τη διπλωματική αλληλουχία θα φιλοξενήσει τον επόμενο 61ο γύρο των επαφών, να προσκαλέσει την Ελλάδα. Είναι σαφές ότι οι διερευνητικές επαφές θα συνεχιστούν από το σημείο στο οποίο διεκόπησαν τον Μάρτιο του 2016. Αυτό το έχει αποδεχθεί και δηλώσει δημόσια και η τουρκική πλευρά. Η Ελλάδα του 2021 με τις πολυμερείς διπλωματικές συνέργειες, την οριοθέτηση με Ιταλία και Αίγυπτο, την επικείμενη επέκταση των χωρικών υδάτων έως το ακρωτήριο Ταίναρο και με την ενίσχυση των μέσων αποτροπής των Ενόπλων Δυνάμενων, είναι σε εξαιρετικά ισχυρή διπλωματική και επιχειρησιακή θέση».

Αναφερόμενος στο εάν βρισκόμαστε κοντά η μακριά στο ενδεχόμενο μιας προσφυγής στη Χάγη, δηλώνει ότι «εμείς δουλεύουμε για την ειρήνη και εμπιστευόμαστε το διεθνές δίκαιο. Εφόσον οι διαπραγματεύσεις δεν έχουν ευνοϊκή κατάληξη και η Τουρκία δεχθεί την υπογραφή συνυποσχετικού με το οποίο θα ορίζεται το εύρος της διαφοράς και η δεσμευτικότητα της απόφασης του διεθνούς δικαστηρίου, το ενδεχόμενο παραμένει ανοικτό».

Τέλος αναφερόμενος στο πρόσφατο Συμβούλιο Κορυφής όπου η Ελλάδα δεν πήρε όσα ανέμενε και ερωτηθείς μήπως ο πήχυς, όσον αφορά τουλάχιστον το εμπάργκο όπλων, πήγε πιο πάνω από όσο έπρεπε απαντάει ότι «η Ευρώπη διαχειρίζεται μείζονες διακυβεύσεις την εποχή αυτή, όπως το Brexit και την ενεργοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανασυγκρότησης. Υπό τις συνθήκες αυτές, η επιβολή περιορισμών στην πώληση οπλικών συστημάτων στην Τουρκία δεν απετέλεσε κύρια προτεραιότητα, αλλά πλέον έχει τεθεί στο τραπέζι. Πάντως, οι αποφάσεις για τα ευρω-τουρκικά στο τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν είναι καθόλου ασήμαντες. Η διεύρυνση του καταλόγου των κυρώσεων και η εξουσιοδότηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στον ύπατο εκπρόσωπο για την ευρωπαϊκή Εξωτερική Πολιτική, με την οποία πρακτικά συνδέεται η ευρω-τουρκική σχέση με τη συνολική της στάση στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, διαμορφώνουν ένα νέο, αυστηρότερο και ωφέλιμο πλαίσιο, που συνιστά ακόμη ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Πάνω από όλα, η πραγματική αξία της απόφασης έγκειται στην ομόθυμη καταδίκη της Ευρώπης απέναντι στην εχθροπαθή πολιτική της Τουρκίας».