Έντονη ήταν η αντιπαράθεση μεταξύ των κομμάτων, σχετικά με την «εμπορευματοποίηση» ή όχι του πολιτισμού και της δημιουργίας, κατά τη διάρκεια της συζήτησης στην Ολομέλεια του νομοσχεδίου του υπουργείου Πολιτισμού για την δημιουργία του νέου φορέα «Κέντρο Πολιτισμού και Δημιουργίας ΑΚΡΟΠΟΛ και λοιπές διατάξεις».

Ο εισηγητής της ΝΔ Γιάννης Λοβέρδος ανέφερε «είναι φυσιολογικό να υπάρχουν ιδεολογικές απόψεις και αντιλήψεις για τα πράγματα, όπως και στα οράματα… αφού ζούμε σε μια δημοκρατία. Εμείς είπε «έχουμε μία διαφορετική αντιμετώπιση σε ό,τι αφορά αυτό που η Αριστερά λέει εμπορευματοποίηση της τέχνης ή του αθλητισμού. Μα, μοιραία θα υπάρχει και αυτό. Ο μεγάλος καλλιτέχνης αναγνωρίζεται από την κοινωνία. Η κοινωνία τον ανταμείβει και τον ανταμείβει οικονομικά γι’ αυτό. Δεν καταλαβαίνω για ποιον λόγο υπάρχει αυτή η άποψη για τη δήθεν εμπορευματοποίηση. Είναι πολύ λογικό».

«Ο Θεοδωράκης έγραψε καταπληκτική μουσική. Η μουσική αυτή αγοράστηκε από τους πολίτες όλου του κόσμου και ο Θεοδωράκης έβγαλε και καλώς έβγαλε πάρα πολλά χρήματα. Το ίδιο και πάρα πολλοί καλλιτέχνες που προέρχονται και από την Αριστερά. Γιατί, κακό είναι να πλουτίσει κάποιος με το δημιουργικό και καλλιτεχνικό του έργο; Αντίθετα, μάλιστα, θα έλεγα, αυτό συμβαίνει, διότι είναι δημοφιλής. Ο δημοφιλής καλλιτέχνης πρέπει να ανταμείβεται, όχι όμως από το κράτος και αυτή είναι η μεγάλη μας διαφορά. Εμείς θέλουμε να ανταμείβεται από το κοινό, από τους ανθρώπους που αναγνωρίζουν την ποιότητα του έργου του, όχι από το κράτος. Δεν θέλουμε επιδοματούχους καλλιτέχνες, δεν θέλουμε σιτιζόμενους από τον δημόσιο κορβανά καλλιτέχνες. Και αυτό σε κάποιο βαθμό, σε μεγάλο βαθμό, θα έλεγα, προκύπτει και από το παρόν νομοσχέδιο» συμπλήρωσε.

Αναφερόμενος στην πρόταση για το ΑΚΡΟΠΟΛ που είχε προετοιμάσει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ο βουλευτής της ΝΔ σχολίασε πως «το νομοσχέδιο εκείνο, που όπως πολλά άλλα, που μας λέτε ότι δεν προλάβατε να φέρετε θα προσέφερε υποστήριξη, υποδομές, τεχνολογική βοήθεια και χρηματοδότηση στους καλλιτέχνες, ενώ στις αίθουσές του θα γίνονταν ανοιχτές πρόβες, σεμινάρια, συμμετοχικές συναντήσεις, εκθέσεις, παραστάσεις, συνέδρια, φεστιβάλ. Ακριβώς, δηλαδή, τα ίδια πράγματα που περιλαμβάνονται στο δικό μας νομοσχέδιο». Το ΑΚΡΟΠΟΛ, είπε, θα είναι ένα ΚΕΠ για τον χώρο του πολιτισμού και της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Δεν υπάρχει τίποτα το σκοτεινό που να υποκρύπτεται, ούτε εξυπηρετούνται αλλότρια συμφέροντα. Είναι απλά και ξεκάθαρα ένα νομοσχέδιο που φιλοδοξεί να κάνει πιο εύκολη τη ζωή όλων εκείνων που εμπλέκονται στην παραγωγική, καλλιτεχνική, πολιτισμική δημιουργία.

Σκοπός του, είναι η ανάπτυξη της καλλιτεχνικής και πολιτιστικής δημιουργίας στο πλαίσιο της οποίας περιλαμβάνονται: διοργάνωση δράσεων, εκδηλώσεων, εκθέσεων, υλοποίηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων, χορήγηση υποτροφιών, φιλοξενία καλλιτεχνών, συμμετοχή σε διεθνή φεστιβάλ, χρηματοδότηση παραγωγής καλλιτεχνικών έργων, σύσταση και λειτουργία κόμβου πληροφόρησης για τα μέλη του πολιτιστικού κλάδου. Αλήθεια δεν θέλουμε τα κονδύλια τα οποία υπάρχουν να μπορούν να αξιοποιηθούν και οι πολιτιστικοί δημιουργοί να μην τα εκμεταλλευτούν επειδή δεν έχουν τον χρόνο, τη γνώση και τις ικανότητες, γιατί έχουν άλλου είδους ικανότητες και δεξιότητες, για να προσεγγίζουν αυτά τα προγράμματα, να καταθέτουν φακέλους και να συντάσσουν τεχνικά δελτία για να τα διεκδικήσουν. Αυτά θα τα κάνει το ΑΚΡΟΠΟΛ».

Ο εισηγητής της ΝΔ Γιάννης Λοβέρδος επέκρινε τον ΣΥΡΙΖΑ ότι μέσα από αυτά που υποστηρίζει τελικά εκείνο που οραματιζόταν για το ΑΚΡΟΠΟΛ «ήταν να γίνει ένα αυτοδιαχειριζόμενο στέκι, ένα νέο ΒΟΞ ή νέο ΕΜΠΡΟΣ με χρήματα του κράτους επιπλέον… Εμείς, δεν είμαστε αυτής της λογικής», τόνισε.

Αναφορικά με τις διατάξεις του νομοσχεδίου που αφορούν την φωτογράφιση και τις απεικονίσεις μνημείων, ο κ. Γιάννης Λοβέρδος καταλόγισε στο ΣΥΡΙΖΑ πως διαστρέφει τα όσα προβλέπονται στο νομοσχέδιο γιατί προφανώς δεν έχει καταλάβει το πνεύμα τους καθώς όσα αντιτείνει απλά δεν απηχούν στις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου.

Η εισηγήτρια της μειοψηφίας Ραλλία Χρηστίδου τόνισε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι απόλυτα αντίθετος στη φιλοσοφία της κυβέρνησης που αντιμετωπίζει τον Πολιτισμό αποκλειστικά ως οικονομικό προϊόν. Η μετατροπή του ΑΚΡΟΠΟΛ είπε «σε κέντρο κατάρτισης και σε χώρο σεμιναρίων για managers, είναι ακριβώς δείγμα αυτής της λογικής που θέλει να μετατρέψει τους καλλιτέχνες σε «εμπόρους» και εξυπηρετεί εν τέλει μόνο όσους ήδη λειτουργούν προσανατολισμένοι προς την Αγορά και όχι προς την Τέχνη».

Η βουλευτής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ανέφερε όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων πως επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, το ΑΚΡΟΠΟΛ προοριζόταν να λειτουργήσει ως κέντρο ώσμωσης Τεχνών, ως δημόσιος κόμβος υποστήριξης της σύγχρονης ανεξάρτητης καλλιτεχνικής παραγωγής, χωρίς διακρίσεις, με διάθεση να ενισχυθούν οι νέες φωνές, ως σημείο συνάντησης νεανικών κοινών, καινοτομίας και πειραματισμού. Το ΑΚΡΟΠΟΛ επρόκειτο να χαράξει πολιτιστική πολιτική, ως ένας δημόσιος φορέας, ως δημόσιος λόγος σε ένα πεδίο που ως σήμερα οι όροι του διαμορφώνονται αφενός από τους επιχειρηματίες του θεάματος αφετέρου από τα ιδιωτικά μεγάλα Πολιτιστικά Ιδρύματα. Δυστυχώς, υπογράμμισε η κ. Χρηστίδου, αυτός ο πολύ σημαντικός ρόλος του που οραματίστηκε και σχεδίασε η προηγούμενη κυβέρνηση, ακυρώθηκε πλήρως από τη νέα ηγεσία του υπουργείου.

Η εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ επικέντρωσε την έντονη κριτική της, ειδικά στα άρθρα 20 και 25 του νομοσχεδίου που αφορούν τις άδειες και τα Τέλη για τις απεικονίσεις μνημείων από ιδιώτες, λέγοντας πως «αποτελούν ένα εξόφθαλμο σκάνδαλο, μια λαθροχειρία στα οικονομικά του Δημόσιου Ταμείου, την οποία αναγνωρίζει ακόμα και η Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που σημειώνει ότι με τις ρυθμίσεις θα υπάρξει απώλεια εσόδων, το ύψος της οποίας μάλιστα δεν μπορεί να υπολογίσει». Η κ. Χρηστίδου κατέθεσε, ως επίρρωση της κριτικής της, μια παλαιότερη διαφήμιση γνωστής εταιρείας αναψυκτικών στην οποία γινόταν παραποίηση της εικόνας του Παρθενώνα, υποστηρίζοντας πως «αυτή η διαφήμιση με τη νέα νομοθέτηση της κυβέρνησης δε θα μπορεί να απαγορευτεί».

Ο ειδικός αγορητής του ΚΙΝΑΛ Δημήτρης Κωνσταντόπουλος ανέφερε πως «αναμφίβολα επιβάλλεται η αξιοποίηση του ΑΚΡΟΠΟΛ και είναι ένα θετικό βήμα αυτό που γίνεται. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι ήδη έχει αργήσει καθώς ο δημιουργικός και πολιτιστικός κλάδος εξακολουθεί να είναι ακόμη ανώριμος και αυτό το βλέπουμε καθημερινώς τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο και ενώ υπάρχουν αυξημένες δυνατότητες κερδοφορίας, παραμένει άτονη η ανάπτυξή του, λόγω απουσίας μιας ολιστικής εθνικής στρατηγικής».

Λαμβάνοντας απόσταση από την αντιπαράθεση της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Κωνσταντόπουλος ανέφερε πως εμείς «στο Κίνημα Αλλαγής εργαζόμαστε με κόπο να κρατήσουμε όρθια τη δημοκρατική παράταξη και να συνεχίσουμε το δημιουργικό έργο του ΠΑΣΟΚ που ο πολιτισμός αποτελεί ένα δημόσιο κοινωνικό αγαθό». Ζήτησε η αξιοποίηση του εμβληματικού πρώην ξενοδοχείου ΑΚΡΟΠΟΛ ΠΑΛΛΑΣ και η μετατροπή του σε κέντρο πολιτισμού και δημιουργίας να γίνει με όρους διαφάνειας και να μην διολισθήσει σε ατραπούς μικροκομματικών συμφερόντων και ιδιαίτερα σε θέματα που αφορούν τον πολιτισμό. Αναφορικά με την περιγραφή του νέου φορέα ανέφερε πως αυτό θα έπρεπε να είχε περιγραφεί με περισσότερη σαφήνεια σε δράσεις, δαπάνες αλλά και για τους πόρους του, καθώς η οριζόμενη στο σχέδιο νόμου ευρεία κλίμακα πόρων και εσόδων αποδεικνύει έλλειψη συγκεκριμένης στρατηγικής. Ο αγορητής του ΚΙΝΑΛ παράλληλα έθεσε το θέμα της διασφάλισης των πτυχίων των καλλιτεχνών, ζήτησε να υπάρχουν δράσεις για τον περιορισμό στο ελάχιστο της αδήλωτης εργασίας στον πολιτισμό. Και τρίτον τα καλλιτεχνικά μαθήματα να διατρέχουν όλα τα προγράμματα σπουδών από την προσχολική ηλικία έως την τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Ο ειδικός αγορητής του ΚΚΕ Γιάννης Δελής σε υψηλούς τόνους κατηγόρησε την κυβέρνηση πως «δεν χάνουν ποτέ την ευκαιρία να διακηρύσσουν την πίστη τους και να προβάλλουν την εμπορευματική πλευρά κυρίως, για να μην πω δηλαδή και αποκλειστικώς, της τέχνης και του πολιτισμού». Η Κυβέρνηση, υποστήριξε, «θεωρεί ως δεδομένο ότι η τέχνη αποτελεί εμπόρευμα και, επομένως, αυτό που πρέπει να μας απασχολεί είναι το πώς αυτό το εμπόρευμα θα γίνει πιο κερδοφόρο, πώς θα συμβάλλει αποτελεσματικότερα στην καπιταλιστική ανάπτυξη και στην αναβάθμιση της διεθνούς θέσης της ελληνικής αστικής τάξης. Γιατί αυτά όλα είναι που περικλείονται μέσα σε λίγες φράσεις στην αιτιολογική έκθεση αυτού του νομοσχεδίου». Κατηγόρησε Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ ότι με τις πολιτικές που ακολούθησαν και ακολουθούν στον πολιτισμό θυμίζουν τη γνωστή παροιμία «το ένα χέρι νίβει το άλλο και τα δυο μαζί το πρόσωπο», δηλαδή την επιχειρηματικότητα, άρα την εμπορευματοποίηση του πολιτισμού. Η αντιμετώπιση του πολιτισμού ως εμπόρευμα, υποστήριξε, είναι καταστροφική όχι γιατί κατ’ ανάγκην η εμπορική τέχνη είναι κακή, αλλά γιατί είναι σημαδεμένη απ’ αυτόν τον ίδιο το σκοπό της, καθώς η εμπορευματοποιημένη τέχνη δεν είναι μια ελεύθερα αναπτυσσόμενη τέχνη, αλλά είναι μια τέχνη που την καθορίζει, που την κατευθύνει η μεγιστοποίηση του κέρδους για τον επιχειρηματία και για την καπιταλιστική οικονομία. Σε αυτό «το πνεύμα είναι εμποτισμένο μέχρι το μεδούλι το σημερινό νομοσχέδιο».

Η ειδική αγορήτρια της Ελληνικής Λύσης Σοφία Ασημακοπούλου από την δική της πλευρά επέκρινε την κυβέρνηση ότι έχει αφήσει τον πολιτισμό να «ματώσει επειδή δεν έχει στρατηγικό σχέδιο» «Είδαμε -είπε- τους καλλιτέχνες να παρακαλούν την Κυβέρνηση να τους στηρίξει». Αναφορικά με το νομοσχέδιο είπε πως δημιουργούνται «πολλά ερωτηματικά σχετικά με την επιλογή σας να δημιουργήσετε έναν νέο φορέα προκειμένου να δώσετε ζωή στο κτήριο του πρώην ξενοδοχείου «ΑΚΡΟΠΟΛ ΠΑΛΛΑΣ», ενώ από την Αιτιολογική Έκθεση δεν τεκμηριώνεται επαρκώς ο λόγος για τον οποίο πρέπει να προχωρήσετε σε αυτή νέα σύσταση. Αναρωτήθηκε ποιες θα είναι οι δαπάνες προκειμένου να καλυφθούν όλες αυτές οι στοχεύσεις του νέου οργανισμού και πόσο θα κοστίσουν στην τσέπη των Ελλήνων φορολογούμενων. Με ποια κριτήρια θα επιλεγεί το ΔΣ του φορέα και ποιες θα είναι οι αποδοχές τους. Κενό ανέφερε υπάρχει ακόμα και για τον τρόπο που θα χρησιμοποιηθούν οι υποδομές του ΑΚΡΟΠΟΛ, ποιο θα είναι το ύψος των επιχορηγήσεων που θα λαμβάνει από τον τακτικό προϋπολογισμό.

Ο ειδικός αγορητής του ΜέΡΑ 25 Κλέων Γρηγοριάδης υποστήριξε ότι το νομοσχέδιο «τοποθετεί την προώθηση του πολιτισμού και την πολιτιστική διαχείριση σε ένα πλαίσιο αμιγώς επιχειρηματικό, εμπορικό, επιτελικό, νεοφιλελεύθερο, όπου κεντρικό ρόλο έχει ο μάνατζερ και όχι δυστυχώς ο καλλιτέχνης». Υποστήριξε πως «το να συνδέεται το έργο τέχνης με την οικονομική αποδοτικότητά του είναι εγκληματικό» και «δυστυχώς για μια ακόμα φορά η Κυβέρνηση και το Υπουργείο αντιμετωπίζει την καλλιτεχνική δημιουργία ως εμπόρευμα με τα μέτρα της αγοράς και του χρήματος. Τα κενά, οι ελλείψεις και οι παραλείψεις που ταλανίζουν εδώ και δεκαετίες τον χώρο μας, τον χώρο του πολιτισμού, δεν μπορούν να λυθούν ως δια μαγείας με τη σύσταση ενός φορέα, ο οποίος μάλιστα θα λειτουργεί με πρωταρχικό γνώμονα την εμπορευματοποίηση της τέχνης και θα χρησιμοποιεί τον καλλιτέχνη ως μάνατζερ, ως κάποιον που θα επικοινωνεί το έργο τέχνης έχοντας ως πρώτο μέλημά του το ταμείο». Η πολιτιστική διαχείριση τόνισε «χρειάζεται πολυσύνθετη διαχείριση, προσέγγιση κι ανοιχτές αντιλήψεις που δεν θα οριοθετούν την καλλιτεχνική παραγωγή. Η κρατική πολιτιστική διαχείριση οφείλει να παρέχει ίσες ευκαιρίες σε όλους τους καλλιτέχνες όλων των πεδίων. Να υποστηρίζει το σύνολο του καλλιτεχνικού κόσμου δίχως διακρίσεις και διαχωρισμούς και να αφήσει στην άκρη τη γραφειοκρατία, τη στείρα εμπορευματοποίηση, τη διαμεσολάβηση της τέχνης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας με όρους και πρακτικές νεοφιλελευθερισμού, όπου το αποτέλεσμα της καλλιτεχνικής εργασίας είναι πάντα απλώς και μόνο ένα προϊόν».